Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου

Πέμπτη, 13 Αύγουστος 2015 18:31 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Μες στην καρδιά του Αυγούστου, γιορτάζεται με λαμπρότητα από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας η θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όλα όσα γνωρίζουμε για την κοίμηση της Παναγίας προέρχονται από την Ιερά Παράδοση, από διάσπαρτες πληροφορίες που βρίσκονται στα έργα πατέρων και ιεραρχών της Εκκλησίας μας κι από την υμνολογία της εορτής.
Σύμφωνα με όλα αυτά η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοση, στις 15 Αυγούστου, ως εξής:

«Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ', 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.
Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.
Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)
Μόλις άκουσε την αναγγελία της κοίμησής της από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ , γεμάτη χαρά, μετέβη στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί στον Υιό και Θεό της. Εκεί έλαβε χώρα ένα θαυμαστό γεγονός που μας το παραδίδει ο ίδιος πατέρας: «Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.»
Ο Κύριος, εκπληρώνοντας την επιθυμία της έφερε επί φωτεινής νεφέλης τον απουσιάζοντα αγαπημένο μαθητή του Ιωάννη με τον οποίο είχε συνδέσει δια υιοθεσίας την μητέρα του Μαρία. Η Θεοτόκος του ανακοίνωσε την είδηση για την κοίμησή της και του ζήτησε να συμπροσευχηθούν. Έπειτα στόλισε το δωμάτιο και το κρεβάτι της και ζήτησε να ανάψουν λαμπάδες και θυμιάματα. Οι παρευρισκόμενες παρθένες άρχισαν να κλαίνε γιατί μετά την ανάληψη του Χριστού αυτήν είχαν ως ελπίδα και βοήθεια.
Η Θεομήτωρ τους παρηγορούσε όλους κι έναν έναν ξεχωριστά, ζητώντας τους να μην κλαίνε αλλά να είναι χαρούμενοι, αφού θα συναντιόταν και πάλι με τον Υιόν της και Λόγο του Θεού. Στη συνέχεια τους αποκάλυψε τα μυστήρια περί της εκδημίας της και ζήτησε από τον Ιωάννη να δώσει την εσθήτα και το μαφόριό της (εβραϊκά ma’ aforet), ένα γυναικείο πέπλο που κάλυπτε την κεφαλή κι έφτανε ως τους αστραγάλους, σε δυο χήρες που την υπηρετούσαν. Ακολούθως έδωσε οδηγίες για την κηδεία της (πώς να την μυρώσουν και πώς να την θάψουν) και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ζητώντας και πάλι να ανάψουν λαμπάδες. Οι συγκεντρωμένοι πιστοί άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς, γιατί κατάλαβαν πως έφτανε το επίγειο τέλος της. Η Παναγία, όμως, εξακολουθούσε να τους παρηγορεί και να τους διαβεβαιώνει ότι δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ και πως όποιος θα επικαλείται το όνομά της θα την βρίσκει βοηθό του.
«Καὶ καθὼς ἡ Υπερευλογημένη μήτηρ του Χριστού τοιουτοτρόπως εμιλούσε και συγχρόνως τούς ευλογούσε, ηκούσθη αίφνης δυνατή βροντή και ενεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη υπό γαλήνιαν αύρα. Από την μεγαλειώδη αυτήν νεφέλην, άρχισαν να πίπτουν έως την γην ως σταγόνες μυριπνόου δρόσου οι άγιοι ένδοξοι μαθηταί και απόστολοι του Σωτήρος Χριστού, συνερχόμενοι «επί το αυτό» από τα πέρατα της οικουμένης έως των αυλών της Παναγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Αμέσως ο ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης, αφού τους υπεδέχθη και ήρεμα τους εχαιρέτισε, τους οδήγησε ενώπιον της υπεραγίας καΙ μακαρίας Παρθένου.» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)
Εκτός των μαθητών του Χριστού ήλθαν κι αρκετοί από τους πολυάριθμους μαθητές, που είχαν επιλεγεί και αξιωθεί της αποστολικής διδαχής, καθώς και οι Ιεράρχες Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος. Όλοι τους εισήλθαν στο δωμάτιο της Παναγίας, στάθηκαν μπροστά στο νεκροκρέβατό της και την προσκύνησαν με ευλάβεια και δέος.
Η μακαρία μητέρα του Χριστού μας τους ευλόγησε και τους ανήγγειλε τα σχετικά με την αναχώρησή της απ’ αυτόν τον κόσμο. Τους διηγήθηκε την επίσκεψη του Αρχάγγελου Γαβριήλ και το μήνυμα που της έδωσε για την εκδημία της και τους έδειξε το κλαδί του φοίνικα –σύμβολο θανάτου- που της έφερε και τους ευλόγησε πάλι για να τους ενισχύσει στο αποστολικό τους έργο, ιδίως τους πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο. Κατόπιν ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, ευλογώντας και δοξάζοντας τον Θεό.
«Μετά ταύτα η Αγία Παρθένος τους ευλόγησε για μίαν ακόμη φοράν και η καρδία της επλήσθη θείας παρηγορίας. Και ιδού, έλαβε χώραν η μεγαλειώδης και θαυμαστή άφιξις Χριστού του Υιού και Θεού αυτής, συνοδευομένου από αναρίθμητες στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων, καθώς και από άλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβίμ και Θρόνους, όλοι οι άγγελοι παρίσταντο ενώπιον του Κυρίου μετά φόβου, καθ’ όσον «όπου βασιλέως παρουσία, και η τάξις παραγίγνεται». Η Υπεραγία Θεοτόκος εγνώριζε όλα αυτά εκ των προτέρων, τα προσδοκούσε με ακράδαντον ελπίδα• για τούτο έλεγε: «Πιστεύω ότι όλες οι προς εμέ υποσχέσεις σου θα πραγματοποιηθούν». (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)
Μέσα σ’ αυτό το υπερκόσμιο ευφρόσυνο κλίμα κοιμήθηκε η Μητέρα του Χριστού « ύπνον γλυκύν και εράσμιον». Παρέδωσε την ψυχή της στον Βασιλέα και Θεόν της, ενώ οι μαθητές του φρόντισαν το γήινο σώμα της για την ταφή της. Η παράδοση αναφέρει ότι από την κηδεία και τον ενταφιασμό της απουσίαζε ο Θωμάς. Μετά από τρεις ημέρες ήλθε στην Ιερουσαλήμ και ζήτησε να τον οδηγήσουν στον τάφο της για να προσκυνήσει το σκήνωμά της. Σαν άνοιξαν, όμως, οι Απόστολοι τον τάφο δεν βρήκαν μέσα το σώμα της παρά μόνο τα εντάφια σπάργανα κι έφυγαν υμνώντας και δοξολογώντας τον Θεό!
Ο πατήρ Παντελεήμων Κρούσκος γράφει για τη σχέση των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών με την Παναγία:
«Η υπερβολική λατρεία πού τρέφει το γένος των Ελλήνων ορθοδόξων Χριστιανών για την Υπεραγία Θεοτόκο, γεννάει κάποιους προβληματισμούς και σκέψεις για την κύρια θέση της στην Εκκλησία. Αρχικά, απαξιούμε και να ασχοληθούμε με τις νεοπροτεσταντικές κακοδοξίες επανανηψάντων και αναγγενημένων homo sapiens των εκ της «Βαβυλωνίας» προερχομένων και υιοθετησάντων, συν τοις δολλαρίοις και εκ των δολλαρίων, την απόρριψη τιμής στην Θεοτόκο, ξεχνώντας την βαθιά αγάπη των «αφελών» προπατόρων τους στην Παναγιά των Ελλήνων.
Στην ορθόδοξη πίστη μας δεν έχουμε συστηματικό κλάδο μελέτης πού να λέγεται «Μαριολογία», όπως οι Λατίνοι. Ακόμα και η ιερά μετάσταση της Θεοτόκου δεν είναι δόγμα, αλλά θεολογούμενο, πού πάει να πει ισχυρά και γενικά αποδεκτή παράδοση, πού απορρέει από το ξεκάθαρο και αποσαφηνισμένο δόγμα της Ανάστασης του Χριστού, της κοινής ανάστασης και της ξεχωριστής θέσης της Θεοτόκου, πού αγιάστηκε από τον Θεανδρικό τόκο, έμεινε άφθορος και αειπάρθενος, κατέστη ναός του Πνεύματος και Νύμφη του Πατέρα.
Γι αυτό και κάθε δυτικότροπη εικόνα της ενσώματης μετάστασης είναι σχεδόν απορριπτέα και μόνον «αποδεκτή» αν έχει περιγραφικό ιστορικό χαρακτήρα. Η στέψη ή η αποθέωση της Παναγίας, γέννημα του υπερουμανισμού και του φεουδαλιστικού μεσαίωνα, μας αφήνει αδιάφορους.
Η Θεοτόκος από την ορθόδοξη δογματική θεωρείται ΜΟΝΟΝ μέσω της Χριστολογίας και της Σωτηριολογίας. Δεν μπορείς να θεολογήσεις για την Υπεραγία Μαρία εκτός του Χριστού και δεν μπορείς να κάνεις χριστολογία αν δεν αναφερθείς στην συμβολή της Θεοτόκου, της επάξιας εκπροσώπου της ανθρωπότητος. Γι αυτό και στην ορθόδοξη απεικόνιση της η Θεοτόκος σπάνια εμφανίζεται χωρίς τον Χριστό. Είναι η κλείδα και η θύρα της κατανόησης του μυστηρίου του Θεανθρώπου!
Και παρόλο πού δεν καταφεύγουμε σε υπερβολές και κακοδοξίες για το πρόσωπο της, κατασκευάζοντας στην ουσία μια αγία Τετράδα και καλύπτοντας το θρησκειολογικό κενό της γυναίκας- θεότητας, όπως κάνουν οι Λατίνοι, ομολογούμε και λέμε πώς Αυτή κατέχει τα δευτερεία της Τριάδος. Είναι πάνω απ' όλους και κάτω μόνον από τον Θεό. Είναι το προσφιλέστερο και καθαρώτερο πρόσωπο, είναι η κλίμακα πού ενώνει γη και Ουρανό. Και άλλωστε είναι η πρώτη επάξια να φέρει τον τίτλο του κατά χάριν θεού, διότι όχι μόνον προκάλεσε την θέωση, αλλά και ηγιάστηκε σαν πρώτο πρότυπο του Υιού της και δεύτερον πρότυπο για τους ανθρώπους μετά τον Χριστό.
Η θεώρηση της Θεοτόκου αποκλειστικά και μόνον δια της Θεωρήσεως του Χριστού, δεν την μειώνει διόλου. Αντίθετα την εξυψώνει και την συνδέει άμεσα με τον Θεό και Υιό της. Και δια της ομολογίας του σχεδίου του Υιού της για τον άνθρωπο, στην κάθε φορά πού γίνεται λόγος για σάρκωση και ενανθρώπηση του Θεού, μεγαλύνεται και μακαρίζεται η ίδια. «Εκ των αγνών σου αιμάτων»,ψάλλουμε, «ο Θεός εσαρκώθη Θεοτόκε»! Και αυτό είναι το μέγιστο και κύριο πού μπορεί να της αποδοθεί!
Τέλος, χαιρόμαστε για την ανθρώπινη της φύση. Είναι αυτή- το ομολογούμε ξανά και ξανά- πού συνέβαλε για λογαριασμό του ανθρωπίνου γένους στο σχέδιο της θεϊκής οικονομίας. Αποθεώνοντας την Θεοτόκο, εξοβελίζουμε τον άνθρωπο από τούτο το σχέδιο και ακυρώνουμε κάθε δόγμα χριστολογικό και σωτηριολογικό. Τιμή και καύχημα και καμάρι μας πού αυτή ο Ναός του Αχωρήτου Θεού, είναι γέννημα δικό μας, γέννημα των ανθρώπων. Μετά την Παναγιά δεν έχουμε να καυχώμαστε για τίποτα άλλο».
Συμπληρώνοντας την αναφορά του πατρός Παντελεήμονος Κρούσκου στο αιρετικό δόγμα του Παπισμού σχετικά με την «ενσώματη αναλήψη της Θεοτόκου», τό οποίο καθιερώθηκε τό 1950 επί Πάπα Πίου του ΙΒ΄, το οποίο είναι φυσική συνέπεια του πρώτου αιρετικού δόγματος περί της «ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου», διδάσκοντας πως αφού η Παναγία ήταν απηλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτημα και είναι, κατ’αυτούς, «Θεά», δέν ήταν δυνατόν νά πεθάνει, νά υποστεί σωματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, αλλά αναλήφθηκε σωματικώς!
Η Ορθόδοξος, όμως, Εκκλησία μας κάνει λόγο για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. πραγματικό θάνατο, χωρισμό ψυχής και σώματος, και για Μετάσταση της Θεοτόκου, δηλ. Ανάσταση, ένωση ψυχής και σώματος, και Ανάληψη κοντά στον Υιό της. Αυτό αποτελεί μία κατά Χάριν ενέργεια του Θεού, για να διαφύγει η Θεοτόκος την διαφθορά του θανάτου, και μία κατά πρόληψη πραγμάτωση της Αναστάσεως. Άλλωστε, τόσο ο ιερός Αυγουστίνος όσο και ο Θωμάς Ακινάτης και άλλοι Λατίνοι διδάσκαλοι δέν δέχονται ότι η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, γι’αυτό και ήταν αναπόφευκτος και ο φυσικός θάνατός της.

Ο Φώτης Κόντογλου, μιλώντας από τα εσώψυχα της ελληνικής καρδιάς, γράφει για τη Κοίμηση της Παναγιάς:
«Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων. Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο: κ' η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο.
Γι' αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε. Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη.
Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο. Κι' από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο. Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας, σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει.»
Κι ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, έγραψε για την Κοίμηση της Θεοτόκου στην «Εφημερίς» (15 Αυγούστου 1887):
«Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.
Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά.
.......................................................
Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ' ωδής, μετά του Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία:«Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον.Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος• η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου».

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti