Ο Νίκος Νικολόπουλος και η «Σπαρτιάτισσα»

Η ιστορία ενός δίσκου 45 στροφών (α' μέρος)

Τετάρτη, 30 Μάρτιος 2016 19:56 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

«Η μουσική είναι το φεγγαρόφωτο στη σκοτεινή νύχτα της ζωής.» Jean-Paul Richter, 1763-1825, Γερμανός συγγραφέας

Η 10ετία του ’60 υπήρξε η χρυσή εποχή του λαϊκού μας τραγουδιού. Η κατάργηση του γραμμοφώνου με τους βαριούς και δύσχρηστους δίσκους από βακελίτη και η εισαγωγή των ραδιοπικάπ στην αρχή και των πικ- απ αργότερα έφερε στο προσκήνιο τα δισκάκια των 45 στροφών από βινύλιο, που πάνω τους γράφτηκε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού. Η ελληνική κοινωνία είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη συμφορά του πολέμου και της κατοχής αλλά και από τον πικρό πολυετή εμφύλιο (με όλα τα συνακόλουθά του) και γύρευε να χρωματίσει και να νοστιμέψει τη ζωή της ακουμπώντας ΚΑΙ πάνω στο τραγούδι. Οι λαϊκοί στιχουργοί έγραψαν για την αγάπη, τη φτώχεια, την αδικία και τα άλλα κοινωνικά προβλήματα και οι συνθέτες έντυσαν τους στίχους με έντονα συναισθηματική μουσική. Το τραγούδι αυτό ακούμπησε το σφυγμό των λαϊκών ανθρώπων κι έφερε τεράστια ζήτηση σε δίσκους των 45 στροφών που με τη σειρά της εκτίναξε στα ύψη την παραγωγή τους. Δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες εταιρείες δίσκων (μερικές γνωστές, άλλες άγνωστες) δεν προλάβαιναν να τυπώνουν δίσκους, ενώ στιχουργοί, συνθέτες, λαϊκές ορχήστρες και τραγουδιστές βρίσκονταν συνεχώς στα στούντιο ηχογραφήσεων δίνοντας στο διψασμένο κοινό τραγούδια για τις ανάγκες της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας.
Μέσα σ’ αυτήν την πολιτιστική άνοιξη διακρίθηκαν, εκτός από τους γνωστούς και καταξιωμένους τραγουδιστές, στιχουργούς, συνθέτες, οργανοπαίχτες, κλπ, και άνθρωποι απλοί, χωρίς όνομα στον καλλιτεχνικό χώρο, που απλώς αγαπούσαν το λαϊκό τραγούδι και ήθελαν κι αυτοί ν’ αφήσουν ένα ίχνος στην κοσμογονία που συντελούνταν. Μερικοί κατάφεραν να κάνουν μία ή περισσότερες επιτυχίες. Άλλοι απλώς έμειναν με την ικανοποίηση της προσπάθειας και με ενθύμιο κάποια δισκάκια φυλαγμένα στα μπαούλα τους.
Ένας απ’ αυτούς τους αφανείς εργάτες του τραγουδιού εκείνης της περιόδου υπήρξε και ο Σπαρτιάτης Νίκος Νικολόπουλος του Ιακώβου και της Ζωής Γερακού.
Ο Νίκος Νικολόπουλος κατάγεται από μουσική οικογένεια. Ο παππούς του, Νίκος Νικολόπουλος, από Σουστιάνους Λακωνίας, έπαιζε βιολί. Τα δυο του παιδιά, ο Βασίλης και ο Ιάκωβος ασχολήθηκαν κι αυτά με τη μουσική.
Ο Βασίλης Νικολόπουλος, μουσικός, έπαιζε βιολί και κλαρίνο (πρώτο κλαρίνο στη Φιλαρμονική Σπάρτης επί μαέστρου Αλ. Παναγιωτόπουλου) και θήτευσε Δ/ντής στο Μουσικό Τμήμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών στα 1937!
Ο Ιάκωβος Νικολόπουλος ξεκίνησε μαθαίνοντας λαούτο από τον πατέρα του, αλλά αργότερα τον κέρδισε το βιολί, στο οποία αναδείχθηκε βιρτουόζος. Όσοι τον γνώρισαν και τον άκουσαν λένε ακόμα πως αν ο Ιάκωβος Νικολόπουλος ήταν στην Αθήνα και είχε δικτυωθεί με τα καλλιτεχνικά και δισκογραφικά κυκλώματα του καιρού εκείνου, θα είχε την καριέρα ενός Γιώργου Κόρου. Ήταν τέτοια η αγάπη του για τη μουσική και το βιολί, ώστε ακόμα και στο υπόγειο μαγαζί του με πλαστικά και άλλα οικιακά είδη, στην οδό Γκορτσολόγου, έπαιζε, μέχρι τα γεράματά του, με το αχώριστο βιολί του, καταπληκτικές μελωδίες χαρίζοντας στους περαστικούς νότες χαράς κι αισιοδοξίας. Μουσικές που μπαίνανε μες στην καρδιά και τη ζεσταίνανε.
Ο γιος του Ιάκωβου, ο Νίκος, από ηλικία 9 ετών, έμαθε από τον πατέρα του λαούτο και βγήκε μαζί του στα πανηγύρια, τους γάμους, τα γλέντια, κλπ, με πρώτη δημόσια εμφάνισή του στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής στη Μαγούλα. Ήτανε η εποχή που οι άνθρωποι, από μικρά παιδιά, βάζανε κάτω τη ζωή τους και την κερδίζανε με το σπαθί τους.
Μετά το στρατιωτικό ο Νίκος αποφάσισε ν’ αφήσει το λαούτο και να μάθει κιθάρα για λόγους που επέβαλλε η εποχή. Αξιοποιώντας το φυσικό του ταλέντο έμαθε μόνος του κιθάρα μπαίνοντας βαθιά στους λαϊκούς και τους άλλους μουσικούς δρόμους και συνέχισε να δουλεύει με τον πατέρα του και άλλους ντόπιους μουσικούς (Τσερωτά Σωτήρη, Λιακάκο Λεωνίδα, Κουτσοβίτη-Ξάρχο Θανάση, Πλαγάκη Γιώργο, κ.α.). Εκτός από τη δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και το πλούσιο ρεπερτόριό του σε λαϊκά αλλά και δημοτικά τραγούδια μεγάλο πλεονέκτημα του Νίκου Νικολόπουλου ήταν η στιβαρότητα και η έκταση της φωνής του, το γνήσιο λαϊκό της χρώμα και η ερμηνευτική του ικανότητα, χαρίσματα που έδιναν στις εμφανίσεις του έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και τον έκαναν περιζήτητο.
Ηρωικές εποχές με πολύ μόχθο, πότε στη ζέστη του καλοκαιριού και πότε στα κρύα του χειμώνα, με ξενύχτια που δεν πληρώνονταν όποια κι αν ήταν η αμοιβή, ξημερώματα στους έρημους σταθμούς των ΚΤΕΛ, με τεχνικό εξοπλισμό πρωτόγονο… μια μπαταρία αυτοκινήτου, έναν υποτυπώδη ενισχυτή και μεγαφωνάκια αγορασμένα από του ΠΡΙΣΤΟΥΡΗ στη Σπάρτη. Δυσκολίες που αντί να τους λυγίζουνε τους τέντωναν σαν το δοξάρι που σφεντονίζει τη σαγίτα.
Τέτοιοι λαϊκοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές, όπως ο Ιάκωβος και ο Νίκος Νικολόπουλος αποτέλεσαν αναπόσπαστο κεφάλαιο στο χώρο της λαϊκής μας παράδοσης, βάζοντας με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο τη σφραγίδα τους, στη μουσική παράδοση του τόπου μας. Υπήρξαν οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, του μόχθου και της βιοπάλης, που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν οι λαϊκοί καλλιτέχνες που κράτησαν γερά τη μουσική μας παράδοση, χωρίς ανθρώπινες δάφνες, για να τη μεταλαμπαδεύσουν και στις νεότερες γενιές.
Είναι αυτοί που με λίγα μουσικά όργανα και πενιχρό εξοπλισμό συγκροτούσαν μια πλήρη «ζυγιά», έχοντας σαν κυρίαρχο όργανο το κλαρίνο, που συνοδευόταν από το βιολί, το λαούτο, την κιθάρα, το ντέφι και το τελειότερο μουσικό όργανο που είναι η φωνή.
Ήταν οι ακούραστοι άνθρωποι που πήγαιναν σε κάθε γωνιά του τόπου μας παίζοντας σε γάμους, σε γιορτές και πανηγύρια, γλεντώντας τον κόσμο, ανάβοντας τα μεράκια του και σβήνοντας τους καημούς του.
Πήγαιναν στα πανηγύρια, κι εκεί, ολόκληρα μερόνυχτα, αντιμέτωποι με το ξενύχτι και την κούραση έπαιζαν ασταμάτητα τραγούδια που αναφέρονταν σε ό,τι έχει σχέση με τον απέραντο κύκλο της ζωής.
Κάποια στιγμή, στα 1968, ο Νίκος Νικολόπουλος αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά του λαϊκού και του δημοτικού τραγουδιού, εκεί όπου μπορούσε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του ένας νέος μουσικός και τραγουδιστής. Έμεινε στην Αθήνα 2 χρόνια, περίπου, δουλεύοντας με καλά μεροκάματα ως τραγουδιστής σε διάφορα μαγαζιά ενώ για μια περίοδο τραγούδησε στο ίδιο μαγαζί με τον αξέχαστο αρχοντορεμπέτη Πάνο Μιχαλόπουλο από τη γειτονική Καλαμάτα! Η προσπάθεια αυτή για το χτίσιμο μιας καριέρας στην Αθήνα σταμάτησε όταν δέχτηκε ο Νίκος ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα του τον Ιάκωβο, με το οποίο προσπάθησε να τον πείσει ν’ αφήσει την Αθήνα και να επιστρέψει στη Σπάρτη. Το ισχυρότερο επιχείρημα του πατέρα, που ράγισε τις αντιστάσεις του γιου ήταν η φράση: «Ποιος θα μου κλείσει τα μάτια όταν πεθάνω»;
Το πρωί έγινε το τηλεφώνημα, το βράδυ ο Νίκος ήταν στη Σπάρτη. Ο κύβος είχε ριφθεί. Από τότε ρίζωσε εδώ, στη Σπάρτη, στο πατρικό σπίτι και στο μαγαζί.
Μια τελευταία «Σειρήνα» που θέλησε να τον «πλανέψει» «τραγούδησε» μάταια: Ήταν μετά την επιστροφή του από την Αθήνα, κάπου στα 1970, όταν σε εκδήλωση που γινόταν στην πλατεία της Σπάρτης προς τιμήν των ΑΧΕΠΑ, της πιο γνωστής και μεγαλύτερης ελληνοαμερικανικής οργάνωσης, ο Τάμης Καλαμαράς, ομογενής με καταγωγή από Αναβρυτή, που είχε μαγαζιά ψυχαγωγίας στην Αμερική, ενθουσιασμένος από τις ερμηνείες και το μουσικό πρόγραμμα του Νίκου Νικολόπουλου του πρότεινε να τον πάρει στην Αμερική, για να δουλέψει στο κέντρο διασκέδασης «Η ΣΠΗΛΙΑ» στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. Ο Νίκος όμως είχε πάρει πλέον τις οριστικές αποφάσεις του. Η άγκυρα που είχε ρίξει ο πατέρας του ήταν πολύ βαριά για να σηκωθεί. Ποιος ξέρει, άραγε, ποια θα ήταν η πορεία του Ν. Νικολόπουλου αν έμενε στην Αθήνα ή αν πήγαινε στην Αμερική ; Το σίγουρο είναι πως στη ζυγαριά του, παρά την ισχυρή πρόκληση, βάρυνε περισσότερο η έγνοια και η ευθύνη για την οικογένεια και για τους γονείς. Και γι’ αυτό δεν έχει μετανιώσει ποτέ έως σήμερα.
Πολύ γρήγορα οι «Νικολοπουλαίοι» έγιναν «πρώτο όνομα» στη Λακωνία και την ευρύτερη περιοχή και γι’ αυτό περιζήτητοι σε κάθε κοινωνική εκδήλωση που γύρευε κέφι, χορό και τραγούδι. Κάθε εμφάνισή τους «χαλούσε κόσμο»!
Κάπου στα 1975 ένας αγρότης και λαϊκός στιχουργός (από εκείνους που δεν σπούδασαν πουθενά τη στιχουργική, αλλά έγραφαν κατευθείαν απ’ την καρδιά τους), ο Παναγιώτης Κ. Καλομοίρης από τη Βορδόνια Λακωνίας, επισκέφθηκε το Νίκο Νικολόπουλο και τον παρακάλεσε να ηχογραφήσει ένα τραγούδι που είχε γράψει, με τίτλο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ». Ο Νίκος, αν και μέχρι τότε δεν είχε ασχοληθεί με τη δισκογραφία, δέχθηκε κι ένα πρωί Δευτέρας έφυγαν για την Αθήνα. Ο Νίκος, το προηγούμενο βράδυ, είχε τραγουδήσει με την ορχήστρα του σ’ ένα γάμο στο κέντρο «ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ» στο Παρόρι, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε, αν και ξενυχτισμένος, να κάνει το χατίρι του φίλου του. Στην Αθήνα πήγαν κατευθείαν στο ιστορικό στούντιο ERA (από το 1956 έως ΚΑΙ σήμερα στην κορυφή των ηχογραφήσεων) για να κάνουν την ηχογράφηση. Ο Καλομοίρης είχε ήδη κάνει όλη την απαραίτητη προετοιμασία: Είχε δώσει τους στίχους στο συνθέτη-στιχουργό και μπουζουξή Πάνο Σκουρτέλη για να βάλει τη μουσική, αυτός είχε κλείσει την ορχήστρα και το στούντιο, κι όλα ήταν έτοιμα.
Ο Πάνος Σκουρτέλης, ως στιχουργός, συνθέτης και μπουζουξής, είχε τη δική του αξιόλογη παρουσία στο λαϊκό μας τραγούδι και αρκετές επιτυχίες, με πιο γνωστές ανάμεσά τους τα τραγούδια: «Τη ζούλα μου ανακάλυψαν» και «Τα κεριά τα σπαρματσέτα» με τον Δημήτρη Ευσταθίου. Διατηρούσε, επίσης, στην Αθήνα, στην οδό Βερανζέρου, κατάστημα δίσκων, αλλά είχε δημιουργήσει στα 1970 και τη εταιρεία δίσκων «EL GRECO», στην οποία μέχρι το 1980 ηχογράφησαν τραγούδια ο Γιάννης Φλωρινιώτης, ο Δ. Ευσταθίου, ο Τάκης Μπίνης, η Μιμίκα Καζαντζή, κ.α. Με την ΕL GRECO συνεργάστηκε ως μουσικός και συνθέτης και ο μεγάλος σολίστας του μπουζουκιού Ανέστος Αθανασίου ή «Γύφτος», για να αφήσει πια, στην δεκαετία του '70, τα τελευταία δείγματα μιας ξεχωριστής λαϊκής τέχνης.
Στην ορχήστρα που θα έκανε την ηχογράφηση μπουζούκι έπαιζε ο Γιάννης Μωραΐτης! Ο Γιάννης Μωραΐτης υπήρξε ένας μεγάλος σολίστας του μπουζουκιού με πάνω από 11.500 τραγούδια στο ενεργητικό του!!! Είχε παίξει δίπλα σε όλους σχεδόν τους επώνυμους τραγουδιστές, συνθέτες και μπουζουξήδες και εμφανίστηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής. Δούλεψε κοντά στους Μάρκο Βαμβακάρη, Γ. Λαύκα, Γ. Τζουανάκο, Β. Τσιτσάνη, Ι. Παπαϊωάννου, Σωτ. Μπέλλου, Στρ. Διονυσίου (ήταν μπουζουξής του 12 ολόκληρα χρόνια), Ανθούλα Αλιφραγκή, Πόλυ Πάνου, Στρ. Παγιουμτζή, Χρηστάκη, Δ. Κοντολάζο, Γ. Νταλάρα, Γιάννη Πάριο κ.α.)
(συνεχίζεται)

Έκθεση εικόνων

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti