Το δάκρυ

Δευτέρα, 05 Νοέμβριος 2018 20:45 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Η πιο βαθειά, η πιο ανεξήγητη στιγμή είναι όταν ο άνθρωπος δακρύζει. Το αληθινό δάκρυ είναι πιστεύω πάνω απ’ όλα καλύπτοντας όλες τις άλλες εκδηλώσεις. Και ο Όμηρος τους ήρωές του τους έχει να κλαίνε. «Κι αφού χόρτασαν το κλάμα» λέει συχνά κι ο στίχος αυτός πάντα με συγκινούσε, με απογείωνε. Όσο για το «δακρυόεν γελάσασα» της Ανδρομάχης και στη σκηνή που είναι ενταγμένο, εκεί πια, μου φαίνεται, είναι όλο το νόημα της Ιλιάδος. (Και στο δάκρυ του Οδυσσέα στους Φαίακες, που το είδε μόνον ο Αλκίνοος, όλο το νόημα της Οδύσσειας). Και το δάκρυ αυτό της Ανδρομάχης θα λέει στους αιώνες το μίγμα λύπης και χαράς της ζωής των ανθρώπων.
Κι άιντε να εξηγήσεις το δακρυόεν γελάσασα με ό,τι μεθόδους, λογοτεχνικούς νόμους και αισθητικές. Γιατί η Ανδρομάχη δάκρυσε γελώντας ή γέλασε δακρύζοντας; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και το ένα και το άλλο και τα δυο μαζί κι άλλα ακόμη μυστηριώδη, ιερά. Γιατί αυτά δεν ερμηνεύονται παρά μόνο νιώθονται. Και στο δακρυόεν γελάσασα ήρθε ο λόγος και κούπωσε με το νόημα της ζωής. Σκηνές κι αυτές, μεγαλοπρέπεια!
Ανάγκη της ψυχής το ρημάδι το κλάμα, φοβερό φαινόμενο. Στάζει το παράπονο και η ψυχή με το δάκρυ και ξαλαφρώνεις. Από πού βγαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη τόση ποσότητα δάκρυα; Απ’ τον εγκέφαλο έρχονται; Σ’ ένα δευτερόλεπτο μουσκεύει ο τόπος. Δέκα και είκοσι γραμμάρια σε δευτερόλεπτα. «Πέφτουν τα δάκρυα βροχή» λέει το τραγούδι. Και το δίστιχο που με καταγοητεύει για την τραγωδία του, την ομορφιά του:
Των ομματιών μου το νερό σου φτάνει να ζυμώσεις
και της καρδιάς μου ο καημός το φούρνο να πυρώσεις.

Ενώ το ηπειρώτικο «αλησμονώ και χαίρομαι / θυμάμαι και λυπάμαι» λέει:
Με πόνο φτιάνει το ψωμί με δάκρυα το ζυμώνει
και με πικρό παράπονο βάνει φωτιά στο φούρνο.

Και το μικρασιάτικο:
Να τόξερε η μάννα μου τα δάκρυα που χύνω
πως είναι περισσότερα απ’ το κρασί που πίνω.

Και το κρασί το πίνεις να κάνεις κέφι ή να σβήσεις τον πόνο. Ε, λοιπόν, τα δάκρυα περισσότερα στους στίχους που δειγματοληπτικά μόνο παραθέσαμε. Και φανταστείτε πίσω απ’ τα δάκρυα την ψυχή!
Να καθίσει κανείς να μαζέψει τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια και τα ποιήματα όπου αναφέρεται το δάκρυ, θα έκανε μου φαίνεται την πιο σοβαρή μελέτη. Σε πόσα τραγούδια της ξενιτιάς, της αγάπης και κυρίως μοιρολόγια δεν είναι ενταγμένο. Πόσες φορές δεν συγκινηθήκαμε όταν ακούσαμε το:

Σούστειλα και το δάκρυ μου μ’ ένα χρυσό μαντήλι
μα ήταν το δάκρυ καφτερό κι έκαψε το μαντήλι.

Το μαντήλι ήταν χρυσό κι ο χρυσός στοιχείο που αντέχει στη φωτιά. Εδώ όμως το δάκρυ ήταν τόσο καφτερό που έκαψε το μαντήλι κι έτσι δεν έφτασε ποτέ στον ξένο. Κι αφού προηγουμένως λέει: «Τί να σου στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα πούσαι; / Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει», ακολουθούν οι στίχοι με τα δάκρυα στο χρυσό μαντήλι που αποτελούν την επίστεψη του τραγουδιού. Το πετράδι στο δαχτυλίδι, γιατί όλο το τραγούδι είναι κόσμημα ομορφιάς. Έκρηξη κυριολεκτικά της ψυχής. Και η επανάληψη της λέξεως δάκρυ, καθόλου τυχαία, σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπεί.
Και το αληθινό δάκρυ είναι καλό σημάδι. Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Αν δε, θέλαμε να μιλήσουμε για τα δάκρυα των ερωτευμένων θα χρειαζόμαστε μια ζωή και το θέμα δεν θα εξαντλείτο.
Μην αγαπήσεις άνθρωπο δίχως να σ’ αγαπήσει
κι αν δεν ιδείς τα μάτια του να τρέχουν σαν τη βρύση

Και τα δάκρυα δεν τελειώνουν ποτέ κι ας λένε τα τραγούδια «δεν έχω άλλα δάκρυα», «στέρεψαν τα δάκρυά μου» κλπ κλπ. Αυτά είναι απλώς σχήματα λόγου, αφού τα δάκρυα δεν στερεύουν ποτέ

Εγώ τα δάκρυα τάκιωσα, τα μοιρολόγια τάειπα
μα εδά για το χατίρι σου, για την πολλή σου αγάπη
θα πάρω δάκρυα δανεικά, τα μοιρολόγια ξένα.

Οι πηγές των δακρύων δεν αναχαιτίζονται. «Οὐκ ἴσχειν πηγὴν δακρύων» λέει ο Σοφοκλής. Ενώ η Κασσιανή στο γεμάτο πόνο, αγωνία, παράκληση, στο δικό της «οίμοι» (αλοίμονο), παρακαλεί το Θεό να δεχτεί τις πηγές των δακρύων της (δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων), εικόνα που εκτοξεύει το νόημα. Και κάποτε τα δάκρυα σβήνουν ως και τη φωτιά. «Μην πέσουνε τα δάκρυα σας και σβήσουν τη φωτιά μας», λέει το μοιρολόι για τα δάκρυα των ορφανών. Και πού να καθίσει κανείς, επαναλαμβάνω, να μαζέψει τους στίχους των τραγουδιών που απαντώνται τα δάκρυα, αφού στα ελληνικά τραγούδια κλαίνε όχι μόνο τα πουλιά, αλλά και τα βουνά και οι κάμποι (κλαίνε θρηνούνε τα βουνά / κλαίνε θρηνούν οι κάμποι). Και τα δέντρα και τα κλαριά μαραίνονται απ’ το κλάμα του ανθρώπου. Ως και τα κύματα της απέραντης θάλασσας ʺστόλισεʺ με τη φαντασία του με δάκρυα.

Θάλασσα πόσα δάκρυα νά ’χουν τα κύματά σου
για τούτο είναι αρμυρά φαρμάκι τα νερά σου

θαλασσάκι και φέρα το πουλάκι μου
θάλασσα πλατειά πανάθεμά σε ξενιτιά

Και δακρύζει ο άνθρωπος όχι μόνο όταν πονά, αλλά και όταν χαίρεται, όταν γελά. Υποκλίνομαι μπροστά στο αληθινό δάκρυ. Και περισσότερο στο δάκρυ του γέροντα. Αυτό το θεωρώ ως την αγνότερη και ιερότερη μορφή εκδήλωσης πάνω στη γη. Και βεβαίως εδώ δεν μιλάμε για τα ψεύτικα, υποκριτικά και προσποιητά δάκρυα, τα εκβιαστικά και κροκοδείλια, ούτε των μικρών παιδιών τα καπριτσιάνικα (ιδιότροπα και πεισματάρικα). Απ’ αυτά θα εξαιρούσα τα δάκρυα των μεγάλων ηθοποιών στις τραγωδίες και τ’ άλλα μεγάλα έργα, γιατί αυτά είναι άλλη ιστορία.
Από το δάκρυ βγήκαν όλα τα αληθινά. Και είναι και παρέα. Έχει τη δύναμή του. Σε λυτρώνει. Το φάρμακο για τη λύπη, τη βαρειά στενοχώρια είναι το κλάμα. Και είναι αναγκαίο και σ’ όλες τις μεγάλες στενοχώριες ο άνθρωπος κλαίει, γιατί το κλάμα τον μαλακώνει, τον ηρεμεί, τον γιατρεύει. Μεγάλο μυστήριο ο άνθρωπος να κλαίει.
Και ενώ η στενοχώρια έρχεται απότομα, από τη μια στιγμή στην άλλη, φεύγει αργά, δύσκολα πολύ σαν την αρρώστια. Θέλει κλάμα, μοιρολόι, τραγούδι, δάκρυα για να κοπάσει, να σκορπίσει να ξαλαφρώσεις. Κι όταν τον τραγουδάς τον πόνο ανακουφίζεσαι. Πόσα, αλήθεια, θα μπορούσαμε να πούμε για το κλάμα, τα δάκρυα, τα μοιρολόγια, τους θρήνους, τους γόους, και τους κοπετούς!
Και μπράβο στους ανθρώπους που μπορούν την τραγωδία της ζωής να την τραγουδάνε. Τον πόνο να τον κάνουν τέχνη. Κι αυτό που κατόρθωσε ο άνθρωπος μπορεί να ξεπερνά και ξεπερνά πράγματι κάποιες φορές την ίδια τη φύση. Και το ισχυρίζομαι βάσιμα, διότι η Τέχνη κρύβει και τη συνείδηση. Κρύβει κάτι άυλο, που αποτυπώνεται στο έργο τέχνης, από την πιο απλή μέχρι την πλέον υψηλή. Και μεταφέρεται αυτό το άυλο από το έργο στον θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη, που το βλέπει, το παίρνει ως την ψυχή του και κλαίει κι αυτός ή γελάει, αναλόγως αν είναι τραγωδία ή κωμωδία ή και τα δύο και χειροκροτεί. Άλλωστε πόσες φορές δεν βλέπουμε έργα, δεν ακούμε ένα τραγούδι, δεν διαβάζουμε ποιήματα κι από ενθουσιασμό θέλουμε να χειροκροτήσουμε ή χειροκροτούμε μόνοι μας ή θέλουμε να φέρουμε δυο φούρλες (φούρλα = ολόκληρη στροφή του χορευτή).
Αυτό που κατόρθωσε ο άνθρωπος να ερεθίζει την ψυχή του με κάτι υψηλό και ωραίο, να φανερώνεται μπροστά του κόσμος καινούργιος που ενθουσιάζει, διδάσκει και τους άλλους είναι ό,τι ωραιότερο στον κόσμο. Ο ζωγράφος, ο λογοτέχνης, ο ποιητής, η γυναίκα στον αργαλειό που με το τραγούδι της και κλωστίτσες και κουρέλια κάνει έργο τέχνης, ο μαραγκός -γεμάτος οκόσμος τέτοιους ανθρώπους- σε κάνουν να τρελλαίνεσαι.
Και δεν είναι μόνο τα ωραία λόγια, η γλυκειά φωνή, ο δυνατός χρωστήρας, το αρχιτεκτόνημα, το άγαλμα. (Φοβερή λέξη το άγαλμα, λαμπερή και αστραφτερή. Καμμία άλλη σε καμμία γλώσσα δεν υπάρχει να την αντικαταστήσει. Τρία άλφα. Και το άλφα, όταν παίζει με τα σύμφωνα, λειτουργεί διαφορετικά. Και σαν λέξη είναι άγαλμα το άγαλμα, από το αγάλλομαι, που σε κάνει να δακρύζεις. Το ίδιο στις λέξεις Ναυσικάα, θάλασσα κ.ά.)
Δεν είναι λέω μόνον αυτά αλλά και τα μάτια, τα χέρια, το κορμί, τα χείλη που πολλές φορές από μόνα τους καταφέρνουν ό,τι δεν πετυχαίνει η Τέχνη ερεθίζοντας την φαντασία ανυψώνοντάς σε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μάγοι, είναι να τους θαυμάζεις, να υποκλίνεσαι μπροστά τους. Κι από την άλλη πολλοί υποτίθεται μορφωμένοι αραδιάζουν…
Την ταινία έβλεπα «λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», όπου τα πάντα εκεί, σενάριο, λόγια, σκηνοθεσία, παίξιμο ηθοποιών, μουσική κλπ δίδουν ένα μοναδικό σύνολο αρμονίας. Το σκηνικό ολόκληρο μια μαγεία, η ταινία σαγήνη που μαγνητίζει. Άνθρωποι ανώτερης εποχής. Και όμως αυτοί και πόσοι άλλοι λόγιοι, αγωνιστές, ποιητές, πραγματικοί δημιουργοί πέθαναν αγνοημένοι και πάμφτωχοι, ενώ θά ’πρεπε να καθορίζουν τη ροή και τον παλμό της κοινωνίας. Στην ταινία πλημμυρίζουν τιμιότητα, γλύκα και ομορφιά χωρίς πρόστυχη κουβέντα πουθενά. Δεν είναι αυτά διδασκαλία; Δεν είναι μαθήματά; Με τί θα φτιάξουμε κοινωνία; Με τί θα πειστεί το παιδί στο σχολειό. Ποιος θα το διδάξει ότι κανένας δεν σώζεται με προστυχιά; Με ξερά και αποστεωμένα πράγματα που διδάσκονται στα σχολειά;
Δυστυχώς δεν έχουμε πια ερείσματα ν’ ακουμπήσουμε ως κοινωνία. Η εποχή μας διακατέχεται από βρομιά και μεγάλη μοναξιά και όπου αγγίξεις λερώνεσαι. Οι νέες γενιές φαντάζουν εξωγήινοι μ’ όλες τις ανωμαλίες που δυστυχώς διδάσκονται. Ως και στα πανεπιστήμια αραδιάζονται βλακείες και ασχήμιες.
Στην ταινία -δέστε την για να ωφεληθείτε, να χαρείτε, να κερδίσετε σε ποιότητα- ο ήρωας είναι άρρωστος και λεφτά δεν υπάρχουν, ούτε είναι ασφαλισμένος. Δεν έχει ΙΚΑ. Και ο Φέρμας, απίθανος τύπος ηθοποιού, «μάγκες ξηλωθείτε. Ο Παυλάρας είναι στο ΙΚΑ το δικό μας.» Κι ο χαρτοπαίχτης έβγαλε και κατέθεσε το δεκάρικο που προηγουμένως είχε κλέψει και κρύψει στο μανίκι του.
Αμ εκείνο το «ραγισμένο γυαλί» που κόλλαγε «με σιδερόκολα»; Και σιδερόκολα να είναι το παιδί… Κι άλλα κι άλλα κι άλλα, να τα λες και να μην τα σώνεις, δεν είναι αυτά διδασκαλία, δεν είναι μαθήματα; Αν δεν είναι τότε που κρύβονται τα μαθήματα και ποιά είναι τελικά; Τυχεροί για ό,τι αληθινό κι ανόθευτο γευτήκαμε στη ζωή. Κι έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει και να χειροκροτεί.
Θυμήθηκα -αυτό μένει αξέχαστο και πάντα επίκαιρο- και το δάκρυ του εύζωνα τον περασμένο Μάη στην μακρινή Αυστραλία. Όλοι, φαντάζομαι θυμάστε την εικόνα του εύζωνα Κωνσταντίνου Λούσια, ο οποίος άφησε τα δάκρυά του να αυλακώσουν τα μάγουλά του, όταν ο επίσκοπος Δορυλαίου στην Αδελαΐδα μίλησε για τις δύσκολες ώρες που βιώνει η Ελλάδα και εξήρε τον πατριωτισμό των Ελλήνων ευζώνων. «Με συγκίνησαν τα λόγια του ιερέα για τους εύζωνες και συγχρόνως σκεφτόμουν την αγάπη που εισπράξαμε από τους ομογενείς μας και δάκρυσα» θα ειπεί αργότερα. Και: «Ναι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος και συγκινούμαι» εξομολογήθηκε.
Και είδα στο δάκρυ εκείνο του 25χρονου εύζωνα, που πιο αληθινό δεν γίνεται, πέρα από την υπερηφάνεια και νοσταλγία των ξενιτεμένων ομογενών για την πατρίδα, που χειροκροτούσαν φωνάζοντας «ζήτω η Ελλάς» και «γεια σας λεβέντες μας», την πιο ιερή και ανερμήνευτη λειτουργία του ανθρώπου και μυστήριο που οδηγούν στο δάκρυ. Κι απ’ το ταξίδι του προέδρου της δημοκρατίας αυτό μόνον έμεινε κι ας τό ’δειξε μόνο μια φορά και φευγαλέα η τηλεόραση. Ενώ αυτά είναι που θά ’πρεπε να επαναλαμβάνονται, αφού τέτοιες επαναλήψεις είναι που γεννούν την ιστορία και την παράδοση. Γεννούν την ποίηση, την τέχνη γενικά και βοηθούν να βρίσκουμε αξίες ζωής μα και αξίες θανάτου όπως λέει ο στοχαστής Φ. Βαρέλης.
Συγκεκριμένα στο δάκρυ του εύζωνα καθώς κυλούσε και αυλάκωνε τα μάγουλά του, είδα ολόκληρη την ελληνική ιστορία από τη βαθειά αρχαιότητα ως τα σήμερα με τις δόξες και τις πτώσεις της, όλη την ελληνική παράδοση, την τέχνη και την ομορφιά. Τον αγώνα για επιβίωση, τον πόνο, την αγωνία, την ξενιτιά. Σ’ εκείνο το δάκρυ ήταν όλο το νόημα της ζωής.
Κι ο εύζωνας: τί είμαι, τί είναι η Ελλάδα, πώς μας βλέπουν σήμερα εδώ οι πατριώτες που παιδιά ξενιτεύτηκαν και πήγαν στην άκρη του άλλου ημισφαιρίου της γης;Κι όλα ήσαν πυκνωμένα σε κείνο το δάκρυ.
{Κι από την άλλη κάποιοι από μας εδώ βάζουν φωτιά στη σκοπιά του εύζωνα στη βουλή με τον εύζωνα μέσα ή καίνε τη σημαία που ο ποιητής όπου την αντικρύζει σταματά με λαχτάρα και δακρύζει περήφανα. Και κανείς από τους εθνικούς τζερεμέδες, πατεράδες και μαννάδες του έθνους, δεν συγκινείται. Ούτε μια επερώτηση από κανέναν τους… Είναι να σε παίρνει το κλάμα. Όμως εμείς ας κρατήσουμε μέσα μας το δάκρυ του εύζωνα στη μακρυνή Αυστραλία.}

Βλέπω στο αληθινό δάκρυ τη συνείδηση του ανθρώπου. Άλλο μέγα μυστήριο και τούτο που μας καταδυναστεύει. Αλήθεια, πώς θα ήταν η ζωή χωρίς συνείδηση; Προφανώς όπως των ζώων. Και κάποτε λέμε καλύτερα να μην είχαμε συνείδηση, να μην ξέραμε ότι θα πεθάνουμε. Ότι πάσχουμε από αρρώστια αγιάτρευτη, ούτε να πονάμε που πέθανε ο πατέρας μας, η μάννα μας, το παιδί μας και να ορθώνεται το πλήθος των ερωτημάτων που δημιουργεί η συνείδηση και αντιλαλούν μέσα μας, ενώ τα ζώα που δεν έχουν δεν τα απασχολούν. Κανένα ζώο δεν δακρύζει όπως ο άνθρωπος μηδέ γελάει. Και το κλάμα και το γέλιο είναι καρπός της συνείδησης.
Μήπως λοιπόν θα ήταν καλλίτερα να μην είχαμε κι εμείς; Από την άλλη όμως αυτό δεν θα ήταν ένα τεράστιο κενό; Όμως και που την έχουμε πως την μεταχειριζόμαστε, την αξιοποιούμε; Μήπως, τις περισσότερες φορές κάνουμε εξαγωγή παλιανθρωπιάς; Πέλαγος.
Το δάκρυ πάντως είναι η απόδειξη της ψυχής. Το πιο μαγικό, το πιο ιερό, ακατανόητο και μυστηριώδες. Και θα ειπώ κάτι τολμηρό έως σκανδαλιστικό. Ό,τι υψηλό και ωραίο δημιούργησε ο άνθρωπος αρδεύτηκε απ’ της πηγές των δακρύων του. Και σ’ αυτό μόνο βρίσκει καταφύγιο η ψυχή του. Έχει στιγμές που ξαφνικά κάτι περνά απ’ το υποσυνείδητο, ανεβαίνει στην επιφάνεια και βουρκώνουν τα μάτια. Είναι το χαρακτηριστικό της ψυχής. Κι αν με ρωτούσαν πού εντοπίζεται η διαφορά ανθρώπου με ζώου, θα απαντούσα αβίαστα στο αληθινό δάκρυ.

Υστερ. Ι. Το δάκρυ είναι στοιχείο που απαντά παντού στη ζωή. Εξασφαλίζει την ουσιαστική υπόσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΙΙ. Τα μάτια δεν είναι μόνον όργανα υποδοχής εικόνων που τις στέλνουν στον εγκέφαλο, αλλά στέλνουν και εικόνες απ’ τον εγκέφαλο προς τα έξω. Βγάζουν έξω τις εικόνες τις ψυχής. Π.χ ο άρρωστος, ο ετοιμοθάνατος δεν σου λέει τίποτα, σε κυττάζει μόνο. Λένε όμως τόσα τα δακρυσμένα μάτια του πριν κλείσουν για πάντα και δακρύζεις και συ.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti