Από το ημερολόγιο μιας μοναχικής κατσαρίδας

Πέμπτη, 06 Δεκέμβριος 2018 20:32 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Αποφάσισα να διηγηθώ τη ζωή μου, γιατί τώρα τελευταία συμβαίνουν τεράστιες αλλαγές στο χώρο που ζω. Είδα πράγματα απίθανα κι ακαταλαβίστικα, που δεν μπορούσα ούτε να τα φανταστώ.
Από μικρή συνήθιζα ν’ αποθηκεύω στον εγκέφαλό μου ένα ημερολόγιο. Εμείς οι κατσαρίδες, βλέπεις, δεν είμαστε άνθρωποι να χρειαζόμαστε τη γραφή. Αποθηκεύουμε στον εγκέφαλό μας τα συμβάντα, κι έχουμε τη δυνατότητα να τα ανασύρουμε οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούμε. Τα τελευταία χρόνια προσπάθησε κι ο άνθρωπος να μας αντιγράψει, κατασκευάζοντας τους λεγόμενους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά η κατασκευή αυτή βρίσκεται ακόμα σε νηπιακή μορφή, συγκρινόμενη με την τελειότητα του δικού μας εγκεφάλου.
Γεννήθηκα και κατοικώ σ’ ένα οικοδόμημα, που οι κατασκευαστές του άνθρωποι ονομάζουν πολυκατοικία. Ένα τερατούργημα, από οποιαδήποτε πλευρά κι αν το δεις, τελείως αφύσικο. Ο άνθρωπος έφτιαξε την τέλεια φυλακή. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μισεί τόσο πολύ τον εαυτό του, που τον κλείνει σε μια τέτοια απομόνωση.
Εγώ όμως περνάω πολύ καλά εκεί. Κάνω τις βόλτες μου πέρα – δώθε, βρίσκω άφθονη τροφή στον σκουπιδοτενεκέ, αλλά κι αλλού, επισκέπτομαι όλα τα δωμάτιακαι τα υπόλοιπα διαμερίσματα, και συνάπτω σχέσεις με άλλες κατσαρίδες, γιατί είμαι κοινωνικό ον. Στο κατάλυμά μου, που είναι εξαιρετικό, πίσω από το σωλήνα της αποχέτευσης, βρίσκω την πολύτιμη για μένα υγρασία, και αποτελεί την τέλεια κρυψώνα από τους φοβητσιάρηδες ανθρώπους.
Προτιμώ να μένω μόνη. Μου αρέσει η ησυχία, κι όταν προσπάθησαν κάποιοι συγγενείς να εγκατασταθούν δίπλα μου, τους απομάκρυνα με τις δαγκωνιές. Όπου μένουν πολλές κατσαρίδες, τόσο πιο εύκολα ανιχνεύονται. Όμως στους καθενυχτερινούς μου περιπάτους συνηθίζω να επισκέπτομαι συγγενείς και φίλους, και συζητάμε πολλά. Συνήθως οι συζητήσεις μας στρέφονται γύρω από τις δραστηριότητες των οικοδεσποτών ανθρώπων.
Άνθρωποι, αξιολύπητοι! Υποστηρίζουν πως είναι τα πιο τέλεια πλάσματα της δημιουργίας, αλλά πλανώνται πλάνην οικτράν. Το μυαλό τους δεν μπορεί να δει πέρα από τη μύτη τους. Νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, μα την τύφλα τους γνωρίζουν μόνο. Ξεχνάνε πως η γη τους φιλοξενεί, κι όποτε θέλει μπορεί να τους απορρίψει. Εύχομαι να το κάνει σύντομα, γιατί τους έχω σιχαθεί.
Μπορεί να μας θεωρούν σιχαμένες μορφές, αλλά δεν έχουν μάθει να υποκλίνονται στην τελειότητά μας. Ας είναι! Στην προσπάθειά τους να μας εξαφανίσουν, αν είναι δυνατόν οι σημερινοί μουσαφίρηδες να θέλουν να διώξουν εμάς, που κατοικούμε σ’ αυτό τον τόπο εκατομμύρια χρόνια πριν κάνουν την εμφάνισή τους αυτοί οι γελοίοι, άρχισαν να χρησιμοποιούν εντομοκτόνα.
Κούνια που τους κούναγε! Νόμισαν πως μπορούν να τα βάλουν μαζί μας, χωρίς λόγο και αιτία. Δεν ξέρουν όμως με ποιους έχουν να κάνουν. Ψεκάζουν με μανία κάθε γωνιά του σπιτιού τους, με αποτέλεσμα να δηλητηριάζονται αυτοί, αντί για μας. Ο δικός μας οργανισμός βρίσκει τρόπο να ξεπεράσει το αρχικό σοκ του ψεκασμού. Για ποιους μας πέρασαν; Σαν τα μούτρα τους;
Έτσι από το συνεχές και ανελέητο ψεκασμό των δηλητηρίων, ο οργανισμός τους παραδόθηκε στον νούμερο ένα εχθρό του, που όσο κι αν προσπαθούν δεν έχουν βρει τρόπο να τον δαμάσουν, τον καρκίνο. Ας πρόσεχαν, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό!
Η νοικοκυρά του σπιτιού που μένω, είναι πολύ καθαρή γυναίκα, κι αν αντικρίσει κατσαρίδα, βάζει τις φωνές και χτυπιέται σαν υστερική, δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, μ’ ένα πετσετάκι στο χέρι, σκουπίζει και ξεσκονίζει με μανία. Σπαστική μέχρι αηδίας. Έχω ακούσει τον άντρα της να την πειράζει, λέγοντάς της πως έχει πάρει μάστερ στην ξιστρική.
Εμένα όμως δεν μ’ έχει ανακαλύψει, και δεν νομίζω πως θα τα καταφέρει. Μπορεί να εναποθέτω τα αυγά μου σε εμφανή σημεία, μπορεί οι μικρές κατσαρίδες να μην καταφέρνουν να ζήσουν πολύ, όμως ποτέ δεν πρόκειται να μας εξολοθρεύσουν. Πάντα βρίσκουμε τον τρόπο ν’ αμυνθούμε και να πολλαπλασιαστούμε.
Κουβαλάμε στο μυαλό μας εμπειρίες και γνώσεις πολύ περισσότερες από εκείνες των ανθρώπων.
Ίσως και να σας ζάλισα, αγαπητοί αναγνώστες του ημερολογίου μου, αλλά εδώ και λίγο καιρό, στο χώρο που ζω, αλλά και σ’ ολόκληρη τη λεγόμενη πόλη που ζουν χιλιάδες άνθρωποι μαζί, συνέβησαν αλλόκοτα γεγονότα. Κάτι που όσο βαθιά στο μυαλό μας κι αν σκάψουμε, δεν πρόκειται να το συναντήσουμε. Πρώτη φορά πρέπει να συνέβη στον πλανήτη που ζούμε.
Εμείς, όπως γνωρίζετε, είμαστε νυχτόβια όντα. Βγαίνουμε τη νύχτα για τροφή και επικοινωνία, τη στιγμή που εσείς ροχαλίζετε στα κρεβάτια σας, και ονειρεύεστε πώς θα τα βγάλετε πέρα, ή με ποιο τρόπο θ’ αποκτήσετε πιο πολλά χρήματα. Μέχρι εκεί φτάνει η αξία σας, και ειλικρινά σας λυπάμαι, γιατί, όπως προείπα, είστε αξιολύπητοι.
Πριν λίγες νύχτες λοιπόν, βγήκα για το καθενυχτερινό μου περπάτημα. Δεν είχα προλάβει να κάνω λίγα βήματα, όταν ένα εκτυφλωτικό φως πλημμύρισε τα πάντα, μαζί μ’ ένα κύμα θερμότητας. Είδα τα τζάμια του σπιτιού να λιώνουν, όπως λιώνει το παγωμένο νερό, τα μεταλλικά στοιχεία να κυρτώνουν, και τους λίγους ανθρώπους που περπατούσαν στο δρόμο να κείτονται άψυχοι στην άσφαλτο.
Όσα αυτοκίνητα κινούνταν, άλλη εφιαλτική επινόηση και δαύτα, αλόγιστη κι εγκληματική για τον πλανήτη, τα είδα να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο και ν’ ακινητοποιούνται. Φωτιές είχαν ανάψει σε αρκετά σημεία της πόλης. Η ζωή φαίνεται πως είχε σταματήσει να κυλά. Ο χρόνος ήταν βουβός, δεν γνώριζα αν είχε σταματήσει τη ροή του κι αυτός.
Βάδισα προσεκτικά ως το κρεβάτι των ανθρώπων με κίνδυνο να με δουν, αφού τα πάντα έλαμπαν από το εκτυφλωτικό φως. Ήταν ακίνητοι. Βρήκα το θάρρος, αυτό δεν λείπει από καμία κατσαρίδα, να περπατήσω στο μάγουλο της κυρίας. Καμιά αντίδραση. Έκανα ένα βήμα ακόμα, ως τα ρουθούνια της, όμως εκείνη παρέμενε ακίνητη. Έφτασα στον καρπό της και προσπάθησα ν’ ακούσω το αυλάκι του αίματος, μα είχε πάψει να κυλά. Την ίδια συμπεριφορά είχε και ο κύριος δίπλα της. Η ζωή τους είχε εγκαταλείψει.
Σε λίγο, όλες οι κατσαρίδες που μέναμε σ’ αυτή τη φυλακή, συγκεντρωθήκαμε σ’ ένα διαμέρισμα, ν’ αποφασίσουμε τι να κάνουμε. Παντού οι άνθρωποι κείτονταν νεκροί. Η δυνατή λάμψη είχε σβήσει κι είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια μουντή, κίτρινη αχλή που σκέπαζε τα πάντα. Αποφασίσαμε να ψάξουμε να βρούμε άλλους ζωντανούς οργανισμούς, και να ξαναβρεθούμε αύριο εδώ, την ίδια ώρα.
Καμία μας όμως δεν μπόρεσε να βρει το παραμικρό ίχνος ζωής σ’ ολόκληρη την πόλη. Καταλάβαμε πως είχε έρθει το τέλος της ανθρώπινης παντοδυναμίας στη γη. Δεν γνωρίζαμε πώς, αλλά όντως είχε επέλθει. Ανάφερα στη σύναξη πως πιθανόν η ίδια η γη να είχε αποπέμψει τα τέκνα της, αλλά μικρή σημασία είχε αυτό για μας από εδώ και πέρα.
Έπρεπε να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Τροφή υπήρχε άφθονη, και για πολλά χρόνια. Επιστήσαμε την προσοχή, επειδή δεν γνωρίζαμε τι θα συμβεί στο μέλλον, να συνεχίσουμε ν’ αποθέτουμε τα αυγά μας σε κρυψώνες, ώσπου να δούμε τι θα μας ξημερώσει.
Έχει περάσει ένας μήνας από τότε, και η ζωή μας συνεχίζεται, με κάποιες αλλαγές φυσικά. Τώρα πια δεν χρειάζεται να βγαίνουμε τη νύχτα, αφού δεν μας κυνηγάει κανείς. Όμως διακρίνω μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού μας, έχουμε πολλαπλασιαστεί σημαντικά, κι έχουμε κατακυριεύσει την πόλη, σε σημείο που να μην μπορείς να περπατήσεις κανονικά από την μεγάλη κατσαριδοκίνηση. Πιστεύω πως σε λίγο καιρό, αν δεν κάνουμε κάτι, θ’ αρχίσουμε να τρώμε η μία την άλλη.
Καλός ήταν κι ο άνθρωπος τελικά. Μπορεί να μας κυνηγούσε, αλλά βρίσκαμε τρόπο να του ξεφεύγουμε και να επιβιώνουμε. Τώρα, όντας κυρίαρχοι της γης και μοναδικοί ζωντανοί κάτοικοί της, βλέπω το μέλλον μας δυσοίωνο. Καιρός ν’ αποσυρθώ σε κανένα καμένο κορμό δέντρου, έτσι κι αλλιώς όλα τα δέντρα κάηκαν, και να περιμένω το τέλος!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti