«Ευ θανασία»

Τρίτη, 29 Ιανουάριος 2019 21:12 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Όπου υπάρχει πόνος φυτρώνουν τριαντάφυλλα. Μ’ αγκάθια βέβαια αλλά τριαντάφυλλα πανέμορφα, πολύχρωμα. Όμως από κάτω η πηγή τους είναι ο πόνος. Ακόμα και στη χαρά στο βάθος κρύβεται πόνος. Ο πόνος είναι παντού. Κάθε είδους τραγούδι χαρούμενο ή λυπητερό έχει πόνο. Είναι τραγωδία. Και ευτυχώς που υπάρχουν μερικά αστεία, κανένα τραγουδάκι καμμιά καλή κουβέντα που μας κρατούν. Άλλωστε πόσο μας έμεινε ακόμη;
Φτιάχνει ο άνθρωπος μια ζωή. Ως την τελευταία του στιγμή προσπαθεί για ‘κείνο που ταιριάζει. Όπως κρεμάμε στον τοίχο τα κάδρα και ψάχνουμε ναβρούμε το κατάλληλο σημείο που να ταιριάζει κιόλας. Για να τ’ αλλάξουμε αργότερα. Να τα βγάλουμε να βάψουμε τον τοίχο και στον φρεσκοβαμμένον διαπιστώνουμε πως δεν ταιριάζουν. Κι άντε απ’ την αρχή. Και ξαφνικά όλα να χάνονται.
«Καλότυχοι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής» λέει ο ποιητής
Μεγάλα ποιήματα. Δεν υπάρχουν πια ποιητές σαν το Μαβίλη, το Γρυπάρη και άλλους. Τελειώσανε. Σβήσανε από το χάρτη. Είχανε ευαισθησίες αυτοί. Πονεμένες ψυχές. Τώρα είν’ όλα ψεύτικα. Ο κόσμος έχει τρελαθεί. Εκτός και άλλαξε και δεν πήραμε εμείς μερικοί χαμπάρι. Αποποιούμεθα την τραγωδία. Δεν τη δεχόμαστε. Κι ακούς «μα, πρέπει να τα βλέπεις θετικά. Μην είσαι απαισιόδοξος.» και άλλα. Όμως τί θα πει αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, τί θα πει θετικά, αφού το ζήτημα δεν είναι αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας, θετικού ή αρνητικού αλλά η πραγματικότητα; Και η πραγματικότητα δυστυχώς ή ευτυχώς είναι άλλη. Γιατί λοιπόν να την αποδιώξω την τραγωδία και να κάνω ότι δεν την βλέπω; Αυτό δεν το δέχομαι. Δεν θέλω να είμαι υποκριτής και χαζοχαρούμενος.
Και πάνω στην ώρα ήρθε και το τραγούδι του μπαρμπα-Αντρέα.
Η μπαλάντα του Αντρίκου (Κ. Βάρναλη)

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γυρμένος πλάϊ στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία

Η Κατερίνα, η Ζωή
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί τρελή παρέα.
Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έρριξε χάμω μπάρμπα Αντρέα
Τί όμορφα κι αληθινά!

Η τραγωδία κι ο πόνος μπορεί να είναι στενόχωρα αλλά ικανοποιούν. Είναι μεγάλη ικανοποίηση αυτά ιδιαίτερα σαν τα τραγουδάς. Και το κλάμα όταν είναι αληθινό και στην ώρα του είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Να. Οι ήρωες στον Όμηρο όλοι κλαίνε. «Έκλαψαν και χόρτασαν» λέει ο ποιητής. Δηλαδή ευχαριστήθηκαν. Σε χορταίνει το κλάμα όπως και το γέλιο άλλωστε. Και τα δύο είναι τροφές της ψυχής. Άλλωστε για να υπάρξει το ένα πρέπει να υπάρχει και τ’ άλλο. Αυτά είναι αδέρφια. Βγαίνουν από την ίδια κοιλιά. Κι άμα λέμε κλάμα εννοούμε το ψυχικό. Το ίδιο με το γέλιο. Κι αν είσαι μόνος, θέλεις να επικοινωνήσεις, είναι κι ένα είδος επικοινωνίας.
Έβλεπα τα πουλάκια στον κήπο στον στον κήπο του γείτονα. Κάτι μικρά μικρά πουλάκια μπιρμπίλια που παίζανε. Τρυποφράχτες, κοκκινολαίμηδες τέτοια. Πετούσαν από κλαράκι σε κλαράκι, με μια ευκολία, μια ευλυγισία και παίζοντας ζωγραφίζανε. Μεγάλη τέχνη. Αλήθεια πού πάμε εμείς να συγκριθούμε; Από πού κι ως που αποκτήσαμε τέτοια έπαρση που αν παραπατήσουμε και πέσουμε σπάζουμε τα κόκκαλά μας; Η τραγωδία της κατασκευής μας. Ακόμα κι ο έρωτας στα πουλάκια είν’ όμορφος. Τρώει και το πεπτικό του σύστημα λειτουργεί. Ενώ στον άνθρωπο οι κοκκάλες τρίζουν, τα έντερα γουργουρίζουν και θες μισό ρολό χαρτί υγείας όπως το λέμε. Είναι να σιχαίνεσαι τον άνθρωπο. Και θαρρούμε πως είμαστε σπουδαίοι. Αφήστε πια το μυαλό του ανθρώπου που τον οδήγησε σ’ όλα τα κακά. Ο άνθρωπος το καλό το εχθρεύεται και το πολεμάει.
Βλέποντας τα πουλάκια που παίζανε θυμήθηκα – τί είναι το μυαλό; - και την «Ευθανασία» του Ζαχ. Παπαντωνίου
Ήταν στη Ζάκυνθο.. χλιαρό, απαλό το μεσημέρι.
Μες στο χειμώνα ανάσαινε ξανθό το καλοκαίρι
Άπλωνε ο ήλιος τα χρυσά στρωσίδια στους ελαιώνες,
Κρεμούσαν οι κληματαριές τα πορφυρά σταφύλια
Στις φράχτες που ανεβαίναμε τρυγώντας ανεμώνες
Έπαιζε η σπίθα του φωτός και των πουλιών η τρίλλια.
Κι ο κυνηγός σημάδεψε και με την τουφεκιά του,
Που αρμονιζότανε κι αυτή μες στην ωραίαν ημέρα
Στον αλαφρό λιγόθυμον ανασασμό του αέρα,
Δυό μαύρα σπαθωτά φτερά κατέβηκαν μπροστά του.
Μακαρισμένος θάνατος τον έρριξε στο χώμα
Τον κότσυφα το σφυριχτή στην ώρα απάνω πού
Το λαμπερό του βύθιζε κεχριμπαρένιο στόμα
στο μέλι ενός καρπού.
Την είδε σαν ευθανασία όλην αυτή τη σκηνή. Την κράτησε μέσα στην τέχνη κι αυτό φτάνει. Με τους έξη πρώτους στίχους στήνει το σκηνικό. Δυνατά χρώματα. Όμορφες πινελιές. «Μες στο χειμώνα ανάσαινε ξανθό το καλοκαίρι». Ως και τον κυνηγό όχι μόνο δεν τον μισείς αλλά και τη ντουφεκιά του με την οποία σκότωσε τον κότσυφα τον σφυριχτή. Την είδε κι αυτή σαν κάτι που συμπλήρωνε την αρμονία («αρμονιζότανε κι αυτή μες στην ωραίαν ημέρα»). Καιη τελευταία στροφή πια κορυφαία. Εκείνο το πού στο τέλος του δεύτερου στίχου της που ομοιοκαταληκτεί με το καρπού («στο μέλι ενός καρπού») είναι εκρηκτικό.
Παίζανε οι άνθρωποι. Αγωνιζόσαντε να βρουν πού θα βάλουν τις λέξεις. Κι όλο το ποίημα υπέροχο. Ευθανασία πραγματική. Την ώρα που ο κότσυφας ο σφυριχτής με την κερένια μύτη του τη βύθιζε στο μέλι ενός καρπού τον βρήκε ο θάνατος. Πραγματικά μακαρισμένη. Μόνο για τη σκηνή πώς την είδε και την κράτησε ο Παπαντωνίου είναι μεγάλος ποιητής. Και όλα φανερά, δίχως να κρύβει τίποτα. Ενώ σήμερα ακούς: «Κάτω από τους στίχους κρύβεται αυτό, εκείνο, προσπάθησε να το βρεις...». Αρρωστημένα πράγματα, ανώμαλα σαν την αρρωστημένη εποχή μας. Στη σύγχρονη τέχνη βλέπω πολλές φορές μεσαίωνα, τον χειρότερο μεσαίωνα.
Να μπορούσαμε κι εμείς που πίνουμε το κρασάκι μας ευτυχισμένοι να τελειώσουμε σαν το κότσυφα τον σφυριχτή, τον κηρομύτη!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti