Βίλα Τουρκοβασίλη, οδός Καλαμών στην Τρίπολη

Την 3/7/2020 επισκεφθήκαμε την Τρίπολη, για ιατρικές εξετάσεις της συμβίας μου. Ήτανε και δική μου επιθυμία να μεταβώ και να επισκεφτώ την έρημη βίλα που μας φιλοξένησε, τα πέτρινα χρόνια 1949-50, πριν από 70 χρόνια. Μας μετέφερε ο γιός μου Γιώργος. Πήραμε και την κόρη του, την εγγονή μας Εμμανουέλα, μαζί μας. Όταν φτάσαμε ο Γιώργος συνόδευσε τη μητέρα του στο ιατρικό κέντρο. Η αναδεξιμιά μας Μαρία με τον άντρα της Μπάμπη, που μένουν στην Τρίπολη, μας πήρανε εμένα και την Εμμανουέλα με το αυτοκίνητό τους και πήγαμε στο σπίτι του άλλου αναδεξιμιού μας Βαγγέλη, που μένει στην οδό Καλαμών απέναντι ακριβώς από τη βίλα Τουρκοβασίλη. Περιεργαστήκαμε την έρημη βίλα, βγάλαμε και φωτογραφίες από μακριά. Παρέλειψα, φίλοι μου αναγνώστες, να σας αναφέρω ότι το ζεύγος Μαρία και Μπάμπης μας έχουν εξυπηρετήσει πολλές φορές και λόγω της εργασίας τους. Σήμερα θα περιορισθώ, στο ρόλο που έπαιξε η βίλα στη ζωή μας, αλλά και η ύπαρξη του Βαγγέλη στο απέναντι μέγαρο του.

Μας έβλεπαν και περίμεναν στη βεράντα τους ο Βαγγέλης και η συμβία του Χαρά να μας υποδεχθούν. Ήταν η πρώτη επίσκεψή μας, γιατί ο Βαγγέλης, 70 χρονών πλέον, εμένα με ανακάλυψε τώρα τελευταία σαν νονό, σαν τελευταίο παιδί της οικογένειας. Όταν ήτανε νεότερος, πήγαινε στο χωριό μας, την Τρύπη, στον νονό του -πατέρα μου- που τον βάπτισε την διετία 49-50 στην Δόριζα της Τρίπολης, χωρίς εγώ να το γνωρίζω αυτό. Όσο ζούσανε στο χωριό, έβρισκε ο Βαγγέλης κάποιον να τον δεχθεί εκεί. Όταν έφυγαν όλοι, έψαξε και με βρήκε εμένα στη Σπάρτη. Εγώ το μόνο που θυμόμουνα, ήτανε ότι λαβαίναμε κάθε χρόνο, ένα βαρέλι τυρί απ’ τους κουμπάρους απ’ τη Δόριζα, που με λαχτάρα ανοίγαμε να δοκιμάσουμε τη νοστιμιά του. Εμείς τους στέλναμε, όπως με πληροφόρησε ο Βαγγέλης, μία κόφα με λάδι και σύκα και ότι άλλο παράγαμε, που με λαχτάρα κι’ εκείνοι ανοίγανε το δέμα μας, όταν ήσανε μικροί, στη Δόριζα.

Όλα αυτά, φίλοι μου αναγνώστες, τα θυμηθήκαμε με το Βαγγέλη, στη βεράντα του σπιτιού τους, όπου καθίσαμε αρκετή ώρα, αγναντεύοντας απέναντι τη βίλα Τουρκοβασίλη, που το είχα καημό να την ξαναδώ εδώ και 70 χρόνια, απολαμβάνοντας τα καλούδια που μας σέρβιρε η κ. Χαρά, καμωμένα με τα χεράκια της. Ήτανε πέτρινα τα χρόνια εκείνα της 10ετίας του ‘40, που ο δικηγόρος Μπάρμπα Γιάννης μας είχε παραχωρήσει να μένουμε γιατί είχε αναλάβει τη δίκη της μητέρας μας, που περνούσε από το στρατοδικείο, που λειτουργούσε τότε στην Τρίπολη.

 Ο πατέρας μας απελπισμένος, έψαχνε τότε να βρει έναν καλό δικηγόρο να αναλάβει την υπόθεσή της. Η τύχη μας, τον έφερε τότε στο γραφείο του. «Γιατί πράγμα κατηγορείται η γυναίκα σας»; «Για γενικό σύνδεσμο Πάρνωνα και Ταϋγέτου». «Μα ήτανε πράγματι»; «Όχι κυρ Γιάννη μου, άμα τη δείτε αυτή είναι χοντρή, πότε να πάει στον Πάρνωνα και πότε στον Ταΰγετο»; Κάποιο σημείωμα της βρήκανε». «Καλά κι εδώ στην Τρίπολη φέρανε δύο κεφάλια για λάφυρα και είπανε ότι ήσανε ανταρτών, αλλά δεν ήτανε. Ήταν τσοπάνηδες αξύριστοι. Ήλθανε μετά οι γονείς τους και μου διαμαρτυρήθηκαν: «Αυτά συμβαίνουν κ. Γιάννη μας στους πολέμους» είπε: πατέρας: «Από πού είσθε Κύριε». «Από την Τρύπη της Σπάρτης». «Και λέγεσθε»; «Δημητρακόπουλος Γιώργος». «Δημητρακόπουλος λέγεσθε και σας έχω τόσην ώρα όρθιον. Σηκώθηκε και του παραχώρησε κάθισμα. «Κι εμείς Δημητρακοπουλαίοι είμαστε αλλά ο παππούς μας, Βασίλης είχε νιτερέσια με τους Τούρκους και μας έβγαλαν Τουρκοβασίλιδες.

vilatourkovasili

Θ’ αναλάβω την υπόθεση κι εσείς θα μένετε στην έρημη βίλα μας να περιποιείσαι το περιβόλι. Έχεις κανένα στοιχείο να μας διευκολύνει, στην απαλλαγή της; Του ανέφερε ο πατέρας στοιχεία, όταν οι αντάρτες χτύπησαν το χωριό μας την 24/3/47 για να πάρουν όπλα, που εμείς δεν συμφωνούσαμε με το δεύτερο αντάρτικο. Είχαμε και τρία κορίτσια να παντρέψουμε. Κοιτάγαμε τις δουλειές μας για να συνέλθουμε από τις καταστροφές της κατοχής. Οι μεγάλοι άλλωστε είχανε μοιράσει τις χώρες επιρροής τους μετά τον πόλεμο, δεν έπρεπε να τους αγνοήσουμε.
  Του συνέστησε να προσκομίσει ότι στοιχείο έχει να το διασταυρώσει, να φέρει όσα μέλη της οικογένειάς μας κινδυνεύουν στην Τρύπη και τη Σπάρτη, να μένουμε στη βίλα του, στην οδό Καλαμών. Η πρώτη εκτίμησή του ήτανε ότι έχουμε στο τσεπάκι μας την απαλλαγή της μητέρας μας. Φύγαμε από την Τρύπη και τη Σπάρτη, τα δύο κορίτσια και ‘μεις οι δύο μαθητές του Γυμνασίου Σπάρτης. Ο Ηλίας κι εγώ συνεχίσαμε το σχολείο μας εδώ με επιτυχία. Εκείνη τη χρονιά στη Σπάρτη, όλα τα παιδιά από την Τρύπη, έμειναν στην ίδια τάξη. Μόνον ο Χρήστος ο Κουδούνης πέρασε. Ήτανε άριστος μαθητής. Δεν μπορούσαν να τον αφήσουν στην ίδια τάξη. Κάποια παιδιά που σταμάτησαν το σχολείο, εντάχθηκαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ίσως την ίδια τύχη να είχαμε κι εμείς αν δεν μας προστάτευε τότε ο δεξιός Δικηγόρος της Τρίπολης. Ακόμα και σήμερα μετά από 70 χρόνια, κάποιοι αριστεροί ακούνε δεξιά και ανάβουν τα κόκκινα λαμπάκια τους. Αλλά και κάποιοι ακροδεξιοί αν ψάξουν στην αριστερά θα εύρουν διαμάντια καλοσύνης και προκοπής. Τίποτε δεν είναι απόλυτο στη ζωή μας. Όλα είναι σχετικά, φίλοι μου αναγνώστες. Μόνο τους υποκριτές να φοβάστε.
 

Δεν ήτανε όλα ρόδινα στην Τρίπολη. Η Βίλα δεν θερμαινότανε, τις πρίζες τις είχανε κλέψει, για να έχουμε φως, μες τη νύχτα, έπρεπε να πιάνουμε τους δύο πόλους, να τους συνδέουμε, για να ανάψουν τα φώτα. Μα κτύπαγε το ρεύμα, αλλά ευτυχώς ήταν αδύνατο και επιβιώναμε. Φαγητό δεν είχαμε πάντα να φάμε, το βιός μας το έτρωγαν άλλοι στο χωριό μας. Όταν οι συγκάτοικοί μας μαθητές, έβαζαν λίγδα ή γλήνα στο τηγάνι κι ευωδίαζε όλος ο χώρος στη Βίλα, εμείς κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας και κλαίγαμε τη μοίρα μας. Όμως συνερχόμαστε και θυμόμαστε φάσεις της ζωής μας στη Σπάρτη και το καλαμπουρίζαμε. Προτού πιάσουν τη μητέρα μας, μέναμε στη Σπάρτη, οδός Παλαιά Μυστρά, οικία Σιμητάκου από Τρύπη. Φιλοξενούσαμε κρυφά και τον πατέρα μας, πολλές φορές. Φυλαγότανε και από τις δύο παρατάξεις, ήθελε να είναι αμέτοχος στο δεύτερο αντάρτικο κι έφευγε απ’ το χωριό, όταν έβλεπε τα σκούρα. Είχαμε και καταφύγιο πρόχειρο φτιάξει στο χειμωνιάτικο του χωριού, όπου κρυβότανε για μερικές ώρες κρίσιμες.

Όμως, έδωσαν τα πάντα οι γονείς μας να τελειώσουμε το Γυμνάσιο. Μας προστάτεψαν. Μας προμήθευαν τρόφιμα στη Σπάρτη σαν μαθητές. Η σπιτονοικοκυρά μας έφτιαχνε και κανά φαγητό με δικά μας προϊόντα. Έτρωγαν κι’ αυτοί, πολλές φορές. Μια μέρα δεν είχαμε κάτι έτοιμο να φάμε. Πήρε ο Ηλίας δυο χοιρινομπουκιές με μερικά αβγά, να φτιάξει κάτι στην κοινή κουζίνα μας. Έμεναν κι άλλοι μαθητές σε εκείνο το σπίτι, φίλοι μας. Όπως έφτιαχνε τη φωτιά με ξύλα, μια χοιρνομπουκιά έκανε φτερά. Ρωτάει τον έναν, τον άλλον, τίποτε. Στράφηκε στον πιθανότερο Βασίλη. Μήπως υποψιάζεσαι εμένα ρε Λίακα; Δεν βλέπεις το γάτο που αναγλύφεται; Αυτό θυμηθήκαμε στη Βίλα στην Τρίπολη, που ευωδίαζε απ’ τις μυρωδιές της λίγδας ή γλήνας των άλλων παιδιών, που εμείς δεν είχαμε τότε, και διασκεδάζαμε την πείνα μας. Η ζωή φίλοι μου αναγνώστες έχει γυρίσματα. Πρέπει να έχουμε υπομονή, στις δύσκολες καταστάσεις, που και σήμερα δοκιμάζουμε.
Υ.Γ. Ευχαριστώ τους γονείς μου που με τις δραστηριότητές τους δεν περάσαμε και απαρατήρητοι απ’ αυτόν τον γήινο κόσμο, έστω κι αν υποφέραμε.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti