«Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει» Μερικές λέξεις στο χωριό μου Η προέλευση και η σημασία τους

Γράφει ο Μηνάς Αναστασάκης
Τρίτη, 27 Δεκέμβριος 2011 02:00 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Όπως είναι γνωστό, η ελληνική γλώσσα είναι αρχαιότατη, είναι δε η μητέρα-γλώσσα που έχει μπολιάσει πολλές άλλες νεώτερες γλώσσες στον κόσμο. Παρʼ όλα αυτά, όπως στον αέρα που αναπνέουμε έτσι και στη γλώσσα, στεγανά δεν υπάρχουν. Οι λαλιές έτσι των λαών «ταξιδεύουν» και ανακατεύονται, ιδιαίτερα κατά τα νεώτερα χρόνια, με τις δυνατότητες που μας δίδουν οι επικοινωνίες αυτό γίνεται πιο πολύ. Έχουμε έτσι τα δάνεια και τα αντιδάνεια.
Ας δούμε τα σχετικά της περιοχής μας. Πρώτα θα αναφέρουμε την κάθε λέξη. Εν συνεχεία τη σημασία που έχει, ειδικά στο χωριό μου. Αν η λέξη είναι πασίγνωστης σημασίας δεν θα την εξηγούμε. Ακολούθως θʼ αναφέρουμε την προέλευσή της:
Αβανιά, κακή διάδοση εις βάρος κάποιου ή κάποιας. Προέλευσης τούρκικης.
Αμανάτι, δέμα ή και κάποιος που έμεινε κάπου ρέστος. Καταγωγής τούρκικης.
Ασβός, προέλευσης σλάβικης.
Βεντούζα, προέλευσης γαλλικής.
Αλαμπουρνέζικα, προέλευσης ιταλικής.
Αντερί, εσωτερικό ένδυμα κληρικών. Τούρκικη.
Γκουστέρα, το είδος της μεγάλης σαύρας. Σλάβικη.
Πιτσούνι, ιταλική. Φουρτούνα. Ιταλική.
Γαρμπής. Τούρκικη. Γιαούρτι. Τούρκικη.
Ζαγάρι. Τούρκικη. Ζεμπίλι. Τούρκικη.
Μόρα: «Μόρα να σε πιάσει!» = Νʼ αποβλακωθείς, νʼ αποκοιμηθείς τον αξύπνητο. Σλάβικη.
Σέμπρος. Σλάβικη. Χουγιάζω. Σλάβικη.
Γεμιτζής, ναύτης ιστιοφόρων. Τούρκικη.
Ζεβζέκης, σβέλτος, δραστήριος. Τούρκικη. (Το παρατσούκλι «Ζεβζέκης» είχε δοθεί θαυμαστικώς σʼ έναν Δελακοβία κατά τον προπερασμένο αιώνα.)
Μποτίλια. Ιταλική. Μπουγάδα. Ιταλική.
Βαλές. Γαλλική. Γρίπη. Γαλλική.
Γρουσούζης. Τούρκικη. Καντάρι. Τούρκικη.
Βρικόλακας. Τούρκικη. (Κατά την Παράδοση λέγεται πως στο χωριό μου, δυο μόνο βρικόλακες έχουν κατά καιρούς ακουστεί: ο πειρατής Βουρογιώργης και μια χωριανή μας γυναίκα, που της άρεσε πολύ το κρασί και εν συνεχεία κρεμάστηκε. Λέγεται επίσης -κατά την Παράδοση- ότι μετά το βρικολάκιασμά της πήγαινε με το αέρινο πια κορμί της στο σπίτι της, άνοιγε την κάνουλα των βαρελιών και το κρασί χυνόταν ως το λαγκάδι. Άμα τα διηγούνται αυτά οι χωριανοί μου ανατριχιάζουν, ιδιαίτερα όταν πλησιάζουν μεσάνυχτα… - «Συμβάντα» του προπερασμένου αιώνα.)
Ζαλώνομαι, φορτώνομαι: «Ζαλώθηκα κʼ ένα δεμάτι κλαδιά, τράβαγα και τις γίδες…». Λέξη σλάβικη.
Χουζούρι. Τούρκικη. Χιράμι, χιράμι ψιλό και χοντροχίραμο (=υφαντά, μάλλινα κλινοσκεπάσματα με λίγες ρίγες στην κεφαλή τους. Λευκά). Τούρκικη λέξη και αυτή, εκφερόμενη ως «χράμι», χωρίς το «γιώτα».
Καμπάνα. Γαλλική. Οβίδα. Γαλλική.
Τόκος. Ιταλική. Τανάλια. Ιταλική.
Πέστροφα. Σλάβικη. Ρούχο. Σλάβικη.
Σεβντάς, έρωτας, αγάπη. Τούρκικη.
Λιαγά, η γνωστή γειτονιά του χωριού μου, Ψηλά. Πήρε αυτό το όνομα γιατί ο τόπος εκείνος ήταν ιδιοκτησία  ενός Τούρκου, του Αλή Αγά. (Η πηγή από την οποία έχουμε αυτή την πληροφορία είναι ένα σύμβολο του προπερασμένου αιώνα.)
Αμπάριζα, το γνωστό παιδικό παιχνίδι. Γκιόνης, το γνωστό νυχτερινό πουλί που «κλαίει» σπαραχτικά. Είναι αλβανικές και οι δύο λέξεις.
Τσακάλι. Τούρκικη. Τσανάκι, το παλιό, πήλινο πιάτο. Τούρκικη και αυτή.
Μάνικα. Ιταλική. Μανέστρα. Ιταλική.
Μπιτόνι. Γαλλική. Μπλόφα. Γαλλική.
Σβέρκος. Αλβανική. Μπαμπέσα. Αλβανική.
Φιτίλι. Τούρκικη. Τσαπατσούλης. Τούρκικη.
Κουζίνα. Ιταλική. Καρδερίνα. Ιταλική.
Χουσένι, όνομα χωραφιών στο χωριό μου. Εκεί ήταν ο τόπος του Τούρκου Χουσεΐν, πιθανόν ενός Αγά.
Καλαμπούρι. Γαλλική. Πρέφα. Γαλλική.
Πουρές. Γαλλική. Ρεκλάμα. Ομοίως.
Βαπόρι. Ιταλική. Βελέντζα. Ιταλική.
Καλαμπαλίκι. Αραβοτούρκικη λέξη, που σημαίνει -γιʼ αυτούς- οχλοβοή, οχλαγωγία. Και πολυκοσμία. Στο χωριό μας υπήρξε ως παρατσούκλι. Με τη λέξη αυτή υπονοούνται και οι όρχεις, «νεοελληνηστί»!
  Λούμπα, γούβα φυσική, πέτρινη σε λαγκάδι ή και χωμάτινη, γεμάτη νερό. Λέγεται και επί κοινωνικού ή άλλου ατυχήματος: «Έπεσε σε λούμπα!» (=Τον ξεγέλασαν, τον έμπλεξαν κάπου). Είναι λέξη αλβανική.
Σβάρνα: «Τον πήρε σβάρνα το αυτοκίνητο» (=Τον παρέσυρε), και: «βάρνα», το γεωργικό εκείνο εργαλείο με το οποίο «σβαρνίζουμε», συντρίβουμε τις «μπάφες» του χωραφιού, ισοπεδώνουμε, στρώνουμε το οργωμένο χωράφι. Λέξη σλάβικη.
Σουμαηλαγά, τοπωνύμιο ψηλά στα βουνά του χωριού μου. Εκεί ήταν κάποτε ο τόπος του Τούρκου κατακτητή Ισμαήλ Αγά.
Καλαμπόκι. Λέξη αλβανική.
Επίλογος…
Αν στη γλώσσα μας, λόγω των ιστορικών συνθηκών, έχουμε πράγματι πολλές ξένες λέξεις, η δική μας πατρίδα έχει σκορπίσει τον απέραντο γλωσσικό πλούτο της, προ χρόνων αμνημονεύτων, σε Δύση και Ανατολή, στο Βορά και το Νότο. Και είμαστε υπερήφανοι.
(Θα επανέλθουμε)

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti