Ο επίμονος σοφός

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο» υπό την επιμέλεια του Δ. Αβούρη

Παρασκευή, 19 Οκτώβριος 2018 14:04 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο επίμονος σοφός

Της Ελένης Δελή – δασκάλας στο 12/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Μολάων

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα σπίτι μες στο δάσος, ζούσε ένας σοφός.

Όλη μέρα διάβαζε. Από το κοντινό χωριό πήγαιναν συχνά να ζητήσουν συμβουλές. Πάντα ο καθέν του έφερνε κάτι. Στο σπίτι, σε κάθε γωνίτσα του, υπήρχαν βιβλία από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι! Όλα τα είχε διαβάσει!

Κανείς δεν θυμόταν το όνομά του…   Όλοι έλεγαν:
«ο επίμονος σοφός,
που βλέπει παντού το φως»

Πάντα προσπαθούσε να δείξει το σωστό δρόμο με τις συμβουλές του.

Μια μέρα αποφάσισε και φόρτωσε όσα περισσότερα βιβλία σε μια άμαξα. Ήθελε να πάει να συναντήσει ανθρώπους σε μέρη μακρινά. Μάθαινε πως δεν διαβάζουν.  Ήθελε να πάει κοντά τους, να δείξει σε όσους περισσότερους τα βιβλία του.  Ήθελε να τους μιλήσει για την αξία της γνώσης.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, περνάει βουνά, πεδιάδες…. Ταξίδευε μέρες. Επιτέλους βλέπει μπροστά του μια πολιτεία! Μπαίνει με την αμαξά του στους δρόμους της.

Κανείς δεν του δίνει σημασία! Κανείς δεν γυρνάει το κεφάλι του να τον δει. Κανείς δεν απαντάει στην καλημέρα του! Όλοι είναι απασχολημένοι με κάτι.  Δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει γύρω τους.

Απογοητευμένος συναντά στον δρόμο                                                                                         
«τον κλέφτη μπακάλη
με τα πολλά τα κάλλη».  

Αυτός ήταν καλοντυμένος κι όμορφος. Εύκολα μπορούσε να ξεγελάσει τον άλλον, να τον κλέψει στο ζύγι ή στα ρέστα που έπρεπε να δώσει.
-  Τι συμβαίνει και σε αυτή την πολιτεία δεν μιλάει κανείς σας;
-  Εμείς εδώ όλη μέρα δουλεύουμε! Δεν μας ενδιαφέρει τίποτα άλλο!
-  Δε σας νοιάζει να διαβάζετε; Να μορφωθούν τα παιδιά σας;
-  Τι είναι αυτά; Τα παιδιά μας δουλεύουν από μικρά. Μόνο το χρήμα έχει σημασία!

Είχε μείνει έκπληκτος!. Κοιτάζει απέναντι σε έναν όμορφο κήπο και τι να δει!
«Τον τσιγκούνη τον μανάβηπου τον πήρε το καράβι» να τραγουδά:
«Στον τεμπέλη κηπουρό,άντα το χώμα του ουρώ!»

Πλησιάζει και του λέει:                                                                                                             
- Είναι σωστό αυτό που κάνεις;                                                                                                  
- Εμείς τους τεμπέληδες δεν τους θέλουμε στην πολιτεία μας. Θέλουμε να φύγει! Εμείς εδώ μόνο δουλεύουμε! Έτσι δεν είναι; Ρωτά
«τον κουτσό τον σιδερά
που αγαπούσε τον παρά».

-  Εμείς έχουμε γεννηθεί μόνο για δουλειά!

Αμίλητος, συνεχίζει με την άμαξά του προς την παραλία. Εκεί βλέπει έναν ψαρά. Είναι γεμάτα με λαχταριστά, φρέσκα ψάρια. Από το βλέμμα του καταλαβαίνει ότι είναι μεγάλος ψεύτης!

Πάει και τον ρωτά:
-  Ψεύτη ψαρά τι τον θέλεις τον παρά;
-  Μπα! Εγώ δεν τα πουλάω τα ψάρια μου! Φτωχός είμαι! Τα χαρίζω.

Για κακή του τύχη, πέφτει ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα από την τσέπη του. Σκύβει αμέσως και τα πιάνει. Δίχως ίχνος ντροπής για το ψέμα που μόλις είχε πει!!!

Ο «επίμονος σοφός», απογοητευμένος, αποφασίζει να φύγει από την πολιτεία. Το μόνο που ενδιέφερε τους ανθρώπους εκεί ήταν η δουλειά και το χρήμα που τους πρόσφερε χωρίς να νοιάζονται για καμία αξία της ζωής.  

Δρόμο παίρνει… δρόμο αφήνει…  Ώσπου… να… μπροστά του φαίνεται άλλη πολιτεία. Γεμάτος αγωνία μπαίνει στους δρόμους της. Από παντού ακούγονται μουσικές και χοροί. Γέλια και δυνατές φωνές!

Πεινούσε πολύ. Σκέφτηκε να ρωτήσει που θα μπορούσε να φάει. Να μιλήσει. Να γνωρίσει τους ανθρώπους εκεί. Α! Να μπροστά του                                                             
«ένας μικρός αγγελιοφόρος
που τον συνεπήρε ο σπόρος»

-  Καλημέρα! Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε που θα μπορούσα να φάω;
-  Μέρααααααα καλή και διασκεδαστική! Ααααα! Εμείς εδώ, όλη μέρα τρώμε και πίνουμε.

Έχουμε εδώ την καλύτερη ταβέρνα, με πολύυυυυυ κρασί.  Όμως ο ταβερνιάρης κάπου πήγε με τον βαρκάρη. Μάλλον να φέρουν φρέσκα ψάρια. Α! Να τος ο βαρκάρης! Τον ρωτάει γελώντας:
Τον χοντρό τον ταβερνιάρη
πού τον πήγες βρε βαρκάρη;

-  Έμεινε στον φούρνο  
«με την  ψεύτρα φουρνάρισσα
που είδα και λαχτάρησα».

Είχε φτιάξει φρέσκα ψωμιά, κουλουράκια, σιροπιαστά… Κερνούσε και κρασί όποιον έμπαινε… Και ξέρεις εσύ… ο καλός μας, χοντρός ταβερνιάρης δεν μπορεί να αντισταθεί στο καλό φαγητό και το κρασί.

Ο σοφός τους κοιτούσε με έκπληξη.
-  Εσείς εδώ δεν κάνετε τίποτα άλλο από το να τρώτε και να πίνετε;
-  Κάνουμε! Τραγουδάμε και γλεντάμε και χορεύουμε! Αυτό μας αρέσει! Να περνάμε καλά! Να μην έχουμε έννοιες!
-  Αυτά εδώ ξέρετε τι είναι; ρώτησε ο σοφός και τους έδειξε την άμαξά του.

Τότε μόνο γύρισε ο βαρκάρης και ο μικρός αγγελιοφόρος να δουν την άμαξα με τα βιβλία.
- Ξέρουμε. Βιβλία είναι! είπε ο μικρός αγγελιοφόρος.
- Τι τα θες τόσα πολλά βιβλία; Πού σου χρησιμεύουν; ρώτησε ο ταβερνιάρης;
- Τι μου χρησιμεύουν τα βιβλία; Υπάρχει πιο σπουδαίο, πιο χρήσιμο πράγμα από αυτά; Υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να διαβάζεις και να μορφώνεσαι;
- Φυσικά! Το να διασκεδάζεις! Να τρως και να πίνεις!
- Και στ’ αλήθεια δε σας νοιάζει να διαβάζετε; Να μορφωθούν τα παιδιά σας;  
- Χάσιμο χρόνου είναι το διάβασμα! Δεν προσφέρει τίποτα!
- Αυτό μόνο εσείς το πιστεύετε;
- Όχι βέβαια! Όλοι στην πολιτεία έτσι είναι!

 Ο σοφός απογοητεύτηκε! Έφυγε από την πολιτεία τόσο στενοχωρημένος που ξέχασε και την πείνα του!
 -   Πρέπει να το πάρω απόφαση πως οι άνθρωποι πια δε νοιάζονται για το διάβασμα. Θα πάρω την άμαξά μου, τα βιβλία μου και θα γυρίσω στο καλυβάκι μου, μονολογούσε.

Δρόμο παίρνει…. δρόμο αφήνει…..  Όταν μπροστά του ξαφνικά βλέπει ένα μικρό σπιτάκι πάνω στο βουνό. Αποφασίζει να πάει εκεί, να ζητήσει λίγο φαγητό και να τον αφήσουν να ξεκουραστεί.

Πάνω στο βουνό βρισκόταν το μικρό, όμορφο σπίτι και γύρω του βοσκούσαν πρόβατα. Εκεί ο σοφός συναντάει                                                                                                        
τον φτωχό τσοπάνη
που εχάθηκε στο χάνι.

Ο φτωχός τσοπάνης είχε καλή καρδιά. Για λίγες μέρες μένει ο σοφός κοντά του για να ξεκουραστεί. Πριν φύγει αποφασίζει να του μιλήσει για ότι τον έχει στενοχωρήσει τόσο.
- Εσύ είσαι ένας φτωχός τσοπάνης κι όμως με άφησες να μείνω σπίτι σου. Μου έδωσες από το φαγητό σου, μου έδωσες στρώμα να ξαποστάσω και κάθε βράδυ με όρεξη και λαχτάρα ερχόσουν να σου διαβάσω κάτι, να ακούσεις κάτι παρά την κούραση σου. Στις δυο πολιτείες που πήγα κανείς δεν ενδιαφερόταν. Ήρθα με τόσα όνειρα… μα φεύγω απογοητευμένος!
- Σοφέ μου, μπορεί να είμαι φτωχός και αμόρφωτος ….μα νομίζω πως ξέρω τι φταίει. Είναι αυτό που με έκανε κι εμένα να φύγω μακριά.
- Αλήθεια;  Ξέρεις;
- Αυτό που φταίει είναι η μοναξιά. Οι άνθρωποι νιώθουν πια μόνοι τους. Μπορεί γύρω μας να υπάρχουν πολλοί άλλοι, αλλά ποιος στ’ αλήθεια μας νοιάζεται; Μας αγαπάει; Ποιος στ’ αλήθεια μας ακούει, μας πονάει; Αυτό κάνει τους ανθρώπους να δουλεύουν ασταμάτητα. Να διασκεδάζουν χωρίς να τους νοιάζει τίποτα.  Γιατί έτσι μόνο δεν σκέφτονται ότι τους πονά!

Στην επόμενη πολιτεία που θα πας, προσπάθησε να φέρεις κοντά σου τους ανθρώπους, να δείξεις ότι νοιάζεσαι. Και τότε θα τα καταφέρεις!

Ο σοφός, την άλλη κιόλας μέρα, δίχως να χάσει χρόνο ξεκίνησε για την πιο κοντινή πολιτεία.             

Τι παράξενο αλήθεια… Ένας φτωχός τσοπάνης, βοήθησε αυτόν, τον σοφό, να καταλάβει τι φταίει. Τελικά έτσι είναι η ζωή! Όλοι μαθαίνουμε από όλους αρκεί «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας».

Δρόμο παίρνει….δρόμο αφήνει, ώσπου συναντάει μπροστά του ένα μεγάλο χωριό. Μπαίνοντας διαπίστωσε πως κάνεις δε μιλούσε με τον άλλον. Όλοι αγέλαστοι και αμίλητοι προχωρούσαν.

Τότε, ξεφόρτωσε κάμποσα από τα βιβλία του στη μέση της πλατείας. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο και ξεκίνησε να διαβάζει δυνατά το αγαπημένο του βιβλίο. Ήταν τόσο παράξενο το θέαμα! Μα κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Τα πρώτα που πήγαν κοντά του ήταν τα παιδιά. Η αγνή τους καρδιά γοητεύτηκε από τα λόγια του σοφού, από τον ήρεμο και γλυκό τόνο της φωνής του. Σιγά σιγά κόσμος άρχισε να μαζεύεται δίπλα του, γύρω του. Ώρα πολλή τον άκουγαν να τους μιλά.  

Μέρες πολλές γινόταν αυτό. Οι άνθρωποι εκεί, περίμεναν την στιγμή αυτή κάθε μέρα. Ξεκίνησαν να μιλούν μεταξύ τους, να γελούν, να ζουν αληθινά. Έπαψαν πια να νιώθουν μόνοι. Τα λόγια του σοφού, τους είχαν αλλάξει τη ζωή….

Όταν κατάλαβε πως είχε πετύχει τον σκοπό του έφυγε για επόμενη πολιτεία. Εκεί έκανε ακριβώς το ίδιο. Πάντα η ανάγκη των ανθρώπων για ζεστασιά, για ανθρώπινη επαφή, για γνώση, είχε το αποτέλεσμα που ήθελε.

Κάποιοι λένε πως ο επίμονος σοφός ακόμα γυρνάει από πολιτεία σε πολιτεία…. από χωριό σε χωριό…. και μιλάει στους ανθρώπους για την αγάπη, για τα βιβλία, για όλα αυτά που δίνουν αξία στη ζωή.

Ποιος ξέρει… μια μέρα μπορεί να περάσει κι από το δικό μας χωριό!

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα….

Ενημερωθείτε για όλη την επικαιρότητα της Λακωνίας και όχι μόνο μέσα από τη συνεχή ροή του www.lakonikos.gr. Κάνετε like στη σελίδα και γίνετε μέλος στην ομάδα του lakonikos.gr στο Facebook για να μαθαίνετε τα νέα πρώτοι! Με το κύρος και την αξιοπιστία του "Λακωνικού Τύπου", της μοναδικής ημερήσιας εφημερίδας της Λακωνίας με ιστορία 20 και πλέον ετών

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti