Είναι εδώ και αρκετές 10ετίες που «εθνικές» γομολάστιχες, προς ικανοποίηση γειτόνων λαών -άσπονδων φίλων, σβήνουν από την Εθνική Ιστορία στιγμές μεγαλείου, για να μην γνωρίζουν ούτε τη νεότερη ιστορία τους και να μην εμπνέονται απ’ αυτήν οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι νέες γενιές, προκειμένου να είναι εύκολα διαχειρίσιμοι σύμφωνα με τα σχέδια των ξένων αφεντικών και των ντόπιων τοποτηρητών τους.
Αυτό συμβαίνει και με την Βορειοηπειρώτισσα Ερμιόνη Μπρίγκου, τη «Μάνα της Χειμάρρας», όπως την ονομάζουν. Στον κήπο του σπιτιού της, έξω από τη Χειμάρρα της Β. Ηπείρου, στη θέση Σκουτάρι, έχει φυτέψει μια μυρτιά.
«Για να μην είναι τα παιδιά στον ήλιο», λέει.
Τα «παιδιά» είναι έξι (6) Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, σκοτώθηκαν στη Χειμάρρα στις 2 και 3 Απρ.1941 και τους έθαψε με κάθε μυστικότητα ο πατέρας της Ερμιόνης Μπρίγκου στον κήπο του πατρικού της σπιτιού, που γειτόνευε με το στρατιωτικό φυλάκιο το οποίο είχε στήσει ο Ελληνικός Στρατός εκεί για τις ανάγκες του πολέμου του 1940 κατά των Ιταλών του Μουσολίνι.
«Οταν έφτασε ο ελληνικός στρατός αδειάσαμε ένα δωμάτιο στο σπίτι για να μείνουν οι αξιωματικοί. Δεν ήταν για μας ξένοι, ήταν δικά μας παιδιά. Αισθανόμασταν ότι ήρθαν να μας ελευθερώσουν, να μας σώσουν. Ημουν τότε 7-8 χρόνων. Αδειάσαμε, λοιπόν, το δωμάτιο κι εγώ, η μάνα, ο πατέρας και η γιαγιά μου χωρέσαμε στο άλλο. Αδειάσαμε και το μαντρί από τα γίδια και βάλαμε εκεί μία διμοιρία, 15 άτομα ήταν. Αλλαζαν συνέχεια θέσεις για να νομίζουν οι Ιταλοί (που βρίσκονταν στο ένα χιλιόμετρο απόσταση) ότι ήταν περισσότεροι. Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι στήθηκε το φυλάκιο.
Το πρωί με σήκωνε η μάνα μου να πάω στους φαντάρους τσάι. Μου έλεγε “σκύβε όπως πας να μη σε βρει κανένα βλήμα”, μου 'λεγε “πήγαινε άκρη - άκρη να μη σε δουν. Επειτα με έστελνε στο μαντρί να τους φωνάξω για πρωινό. Η μάνα μου μαγείρευε για όλους.»
Όταν έγινε η τελική επίθεση κατά του φυλακίου, η οικογένεια Μπρίγκου έφυγε για να γλιτώσει. Σαν καταλάγιασε η μάχη και γύρισαν βρήκαν μόνο θάνατο:
«Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα μικρά παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί».
Οι πεσόντες στο φυλάκιο αυτό δεν γνωρίζει κανείς πόσοι επακριβώς ήταν. Ήταν σίγουρα περισσότεροι. Οι έξι νεκροί ήρωες Έλληνες στρατιώτες έμειναν για να καλύψουν τα νώτα των υπολοίπων στην οπισθοχώρηση και θυσιάστηκαν κοντά στο σημείο που είναι θαμμένοι. Η ταφή τους έγινε από τον πατέρα της Ερμιόνης και μάλιστα οι τάφοι προστατεύτηκαν από τον ίδιο. Όταν ενημερώθηκε πως στο εν λόγω χωράφι ( μετά από δήμευσή του από το καθεστώς στο πλαίσιο της «αγροτικής μεταρρύθμισης») θα γίνονταν γεωργικές εργασίες, πήγε την ίδια νύχτα και φύτεψε δέντρα πάνω από τους τάφους, για να μην ανακαλυφθούν από τους εργάτες της κοοπερατίβας.
Οι τελευταίες λέξεις του πατέρα της Ερμιόνης, του Γιάννη Μπρίγκου, πριν φύγει από τη ζωή ήταν:
«Να προσέχεις τα έξι παιδιά και να δώσεις στους δικούς τους ανθρώπους τα πράγματά τους».
Ήταν ένα μυστικό που κράτησε η Ερμιόνη Μπρίγκου και η μητέρα της μέχρι ΚΑΙ το 1991 που έπεσε το καθεστώς Χότζα.
Από τότε και μέχρι σήμερα η Ερμιόνη Μπρίγκου συνεχίζει να μένει εκεί με την οικογένεια της, «για να μην είναι μόνοι οι Ήρωες».
Και δεν καυχιέται γι’ αυτό, μόνο σπάζει η φωνή της κάθε φορά που τη ρωτούν για την προσφορά της και λέει:
«Έκανα μόνο ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μάνες των παιδιών … Αυτά τα παιδιά ήρθαν για να μας ελευθερώσουν και σκοτώθηκαν ηρωικά δίπλα από το σπίτι μας. …Ο πατέρας μου έφυγε πικραμένος γι’ αυτό. Διώχθηκε και βασανίστηκε ανελέητα από το καθεστώς, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει που είχε θάψει τους Έλληνες ήρωες».
KAI η ίδια, επί καθεστώτος Χότζα, απειλήθηκε από την αλβανική αστυνομία να φανερώσει πού είναι θαμμένοι οι Έλληνες στρατιώτες αλλά αρνήθηκε να το κάνει:
«Ε, μο διάολε, τράβα το δρόμο σου. Εγώ τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω» είπε στον αστυνομικό.
Τα «περιποιείται τα «παιδιά της» η «Μάνα της Χειμάρρας», τα μοιρολογάει, τους ανάβει καθημερινά κερί και τους μιλάει συνεχώς :
«Κοιτάξτε, βρε παιδιά, που εγώ έζησα, και έγινα μεγάλη, και έγινα γιαγιά, κι εσείς, παιδιά μου, δεν γυρίσατε ποτέ στην πατρίδα...».
Τελευταία επιθυμία της είναι να θαφτεί στην αυλή του σπιτιού της, δίπλα στα έξι παλληκάρια της. Αφού δεν μπόρεσε να τους χωρίσει η ζωή, γιατί να τους χωρίσει ο θάνατος;
Έξι Ελληνόπουλα που έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα, έξι Ελληνόπουλα που τόσα χρόνια είναι θαμμένα και αζήτητα στον κήπο ένος Ελληνικού Σπιτιού της Β. Ηπείρου, έξι Ελληνόπουλα που τόσα χρόνια μια Μάνα της Β. Ηπείρου, η Ερμιόνη Μπρίγκου, τα κλαίει, τους μιλάει και τους ανάβει κερί και λιβάνι για να μείνει η μνήμη τους ζωντανή:
Παναγιώτης Αλογογιάννης
Ανδρέας Προβατάς
Ματθαίος Λαγός
Δημήτρης Σελλάς
Νικόλαος Βουρλούμης
Σταυρός Καντάς
ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!
Δόξα και τιμή στη σεμνή Μάνα της Χειμάρρας, τη γνήσια Ελληνίδα, Ερμιόνη Μπρίγκου.
Ντροπή, σ’ εκείνους που κρύβουν την ιστορία μας από τους Έλληνες και, κυρίως, από τα Ελληνόπουλα.