-Λυκούργο, πώς τις κάνεις, έτσι νόστιμες τις πατάτες; Η γυναίκα μου τις βγάζει νερόβραστες!
Έτσι έλεγαν στο Λυκούργο Μαρίνο οι πελάτες της ταβέρνας του, εκεί στην Γκορτσολόγου 59 στη Σπάρτη, όταν δοκίμαζαν το καλύτερο μαγειρευτό του μαγαζιού, τις πατάτες γιαχνί με σέλινο!
Ο Λυκούργος χαμογελούσε αλλά δεν έδινε απάντηση. Πού να πάει το μυαλό των θαμώνων της ταβέρνας του ότι έριχνε μέσα στις πατάτες ένα κομμάτι χοιρινό λίπος που έπαιρνε από το διπλανό χασάπικο του ΚΑΚΑΛΕΤΡΗ και απογείωνε τη γεύση!
Τέτοια και άλλα μυστικά έκρυβε για την τέχνη της κουζίνας του ο Λυκούργος Μαρίνοςένας από τους πιο συμπαθείς ταβερνιάρηδες της Σπάρτης που «τάισε» και «πότισε» χιλιάδες Σπαρτιάτες αλλά και ξένους από τη 10ετία του ’60 μέχρι και τη 10ετία του ’80!
Ο Λυκούργος Μαρίνος του Σπύρου (από την Αναβρυτή) και της Γεωργίας Γιαννοπούλου (από το Σκλαβοχώρι) γεννήθηκε στη Σπάρτη στα 1927, στα δύσκολα εκείνα χρόνια του μεσοπολέμου, που οι λαϊκές οικογένειες έδιναν αγώνα ζωής και ήταν δεύτερος από 8 αδέρφια . Ο πατέρας του ο κυρ Σπύρος ο Μαρίνος, αφού πολέμησε για την Πατρίδα από το 1912 μέχρι το 1922. Εγκαταστάθηκε και στα 1923 αγόρασε ένα οικόπεδο κοντά στην πλατεία στην οδό Ακροπόλεως 59 (σημερινή Γκορτσολόγου) και σιγά-σιγά έχτισε εκεί ένα όμορφο διώροφο σπίτι από πέτρα. Στο υπόγειο του σπιτιού έβαλε βαρέλια με κρασί για πούλημα και στο ισόγειο άνοιξε μπακάλικο.
Το σημείο εκείνο της Γκορτσολόγου, από την Ευαγγελιστρίας μέχρι τη Μενελάου, ήταν τότε το πιο εμπορικό σημείο της πόλης, με πολλά μαγαζιά και πολλή κίνηση και το μπακάλικο-κρασοπουλιό δούλευε μια χαρά, ενώ στο μεταξύ είχε μπει στη δουλειά και ο γιος του κυρ Σπύρου ο Λυκούργος. Στην κατοχή, έκλεισε το μπακάλικο και δούλεψε κηροπλαστείο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Στα 1957, όταν ο κυρ Σπύρος αποσύρθηκε, ο γιος του ο Λυκούργος αποφάσισε, εκτιμώντας τις νέες καταστάσεις στην πιάτσα της Σπάρτης, να ανοίξει ταβέρνα αντί για μπακάλικο, εκεί στο ισόγειο του σπιτιού του, φάτσα στο δρόμο: Δυο σκαλοπατάκια στο πεζοδρόμιο, μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα με μεγάλα τζάμια, τζαμαρίες δεξιά και αριστερά της πόρτας για άπλετο φως, μια μικρή, σεμνή πινακιδούλα στο ανώφλι («Λ. ΜΑΡΙΝΟΣ») και μέσα ο χώρος της παραδοσιακής ταβέρνας με τα 8-10 ξύλινα τραπεζάκια, τις ψάθινες καρέκλες, τη σόμπα, το ψυγείο, τα ράφια με τα μπουκάλια το ούζο και το κονιάκ, τα ποτήρια και τα κατρούτσα, τα ντουλάπια, η μικρή κουζινούλα στο βάθος… όλα τα χρειαζούμενα μιας καθώς πρέπει λαϊκής ταβέρνας.
Πράος, φιλότιμος, αγαπητός και προσηνής άνθρωπος από τη φύση του ο κυρ Λυκούργος κατάφερε μαζί με τη γυναίκα του τη Γεωργία (το γένος Κοψιαύτη) από τις Καρυές, που είχε παντρευτεί στα 1954, να κάνειτο λαϊκό οινομαγειρείο του τόπο συνάντησης, χαράς και ευωχίας, με νόστιμα καλομαγειρεμένα φαγητά κι εκλεκτό βαρελίσιο κρασί.
Στις καλές εποχές του μαγέρικου έφτανε η κυρα- Γιωργία να τυλίγει κι εκατό ντολμαδάκια την ημέρα, εκτός από τις πατάτες γιαχνί με το σέλινο που άφησαν εποχή, τους γίγαντες, τον μπακαλιάρο πλακί κι όλες τις άλλες νοστιμιές του φούρνου, της κατσαρόλας και του τηγανιού. Για να μαγειρέψεις πρέπει να αγαπήσεις πρώτα τον πελάτη και η αγάπη περίσσευε στην ταβέρνα του ΜΑΡΙΝΟΥ. Υπήρχε εκεί μια ζεστασιά που δεν τη χάριζε μόνο το κρασί και το καλό φαΐ αλλά κυρίως οι άνθρωποι. Γιατί οι άνθρωποι είναι που δίνουν περιεχόμενο στο χώρο και όχι ο χώρος στους ανθρώπους.
Και τι κόσμος δεν πέρασε από την ταβέρνα – μαγέρικο του Λυκούργου Μαρίνου: Βιοπαλαιστές του δρόμου, μαγαζάτορες και υπάλληλοι της περιοχής, Σπαρτιάτες που έκαναν τα ψώνια τους, χωρικοί που κατέβαιναν στη Σπάρτη για ψώνια και δουλειές, φαντάροι του ΚΕΕΜ που έβγαιναν εξοδούχοι, τουρίστες (ξένοι κι Έλληνες) που είχαν έρθει να γνωρίσουν τη Σπάρτη, παπάδες (μεγάλη και πολύχρονη η φιλία του με τον παπα-Γορανίτη της Φανερωμένης), οικογενειάρχες σοβαροί και μετρημένοι αλλά και φτωχαδάκια, υπάλληλοι, εργάτες, αχθοφόροι, οικοδόμοι … βαρύθυμοι και σέρτικοι.
Ο κυρ Λυκούργος, φιλικός και ανοιχτόκαρδος με όλους, τους περιποιόταν με το παραπάνω. Ο κόσμος τον προτιμούσε. Καθαρός ήτανε, ευγενικός ήτανε και στις τιμές του καλός ήτανε. Και πάντα είχε στο πέτο του ένα γαρύφαλλο που λες κι έπαιρνε ζωή και ομορφάδα απ’ την καρδιά του. Αυτό το γαρύφαλλο έβαζε σε απορία όσους γνώριζαν το Λυκούργο αφού έβλεπαν, το ίδιο γαρύφαλλο ζωηρό και ακμαίο για πολλές μέρες στο πέτο. Δεν ήξερα το μυστικό: Ότι ο Λυκούργος είχε στερεωμένο στο πίσω μέρος του πέτου ένα μικρό σωληνάρι κινίνου με νεράκι, που μέσα του βρισκόταν το κοτσάνι του γαρύφαλλου! Ο κυρ Λυκούργος σέρβιρε με σβελτάδα τους μεζέδες και το κρασί κι όταν είχε κάλμα η δουλειά καθόταν σ’ όλα τα τραπέζια με το ποτήρι του παίρνοντας μέρος στις ωραίες συζητήσεις, που μόνο οι λαϊκοί άνθρωποι ξέρουν να κάνουν, κάνοντας πολλές φορές τον συντονιστή. Γέμιζε η ταβέρνα με φωνές αδρές, μέσα από κείνη την ιδιότυπη λαϊκή ομορφιά της γλώσσας που χαρακτήριζε τους χερομάχους της ζωής και ήταν ήπια η συμπεριφορά τους κι εντυπωσιακή με τον περιεκτικό και γεμάτο αξιοπρέπεια λόγο τους και πιάναν και το τραγούδι όταν το ’φερνε η στιγμή και ρίχνανε και κάνα ζεϊμπεκάκι πάνω στη ζάλη και στο μεράκι τους.
Όλα ήταν απλά, όμορφα και ανθρώπινα, οι ψυχές φίλιωναν η μία με την άλλη και μοιράζονταν οι καημοί και τα όνειρα κι έβρισκε ο «κουρασμένος» ώμο για ν’ ακουμπήσει και αυτί πρόθυμο ν’ ακούσει το «αχ» του.
Γι’ αυτό, όταν ερχόταν η ώρα να κλείσει η ταβέρνα, οι πελάτες έφευγαν και είχαν γεύση όχι μόνο από φαγητό και κρασί αλλά και από ζέστα καρδιάς. Τότε ήταν που ανέβαινε και ο κυρ Λυκούργος στο σπίτι για ύπνο και κουβάλαγε μαζί του (απ’ την κορφή ως τα νύχια) τη μυρωδιά του μαγαζιού απ’ το κρασί, τα φαγητά και τον καπνό των τσιγάρων και πήγαινε στο κρεβάτι με την κυρα - Γιωργία και είχαν ήσυχη και καθαρή την ψυχή τους και ήταν ευτυχισμένοι και γεμάτοι, γιατί άλλη μια μέρα του Θεού είχε περάσει χωρίς κανένας να βλαφτεί και να στεναχωρηθεί εκεί στον τόπο το μικρό που τους είχε τάξει η μοίρα κι ο Θεός να βγάζουν πέρα τη ζωή τους τίμια και ανθρώπινα και να «διακονούν» τους ανθρώπους.
Πολλές φορές ο κυρ Λυκούργος τάιζε ανθρώπους παραπεταμένους από την κοινωνία, όπως ο Ντόκτορ Νικόλας, ο Μιχάλης ο Ξυπόλητος, ο Αντωνάκης … και, γενικά, σεμνά και αθόρυβα, βοηθούσε κόσμο που είχε ανάγκη, σύμφωνα με το ευαγγελικό : «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».Ιδιαίτερα όμως συμπαθούσε και περιποιόταν τα φανταράκια, στα οποία έβαζε ενισχυμένη μερίδα και τους έκανε και καλύτερες τιμές. Με συγκίνηση ο κυρ Λυκούργος θυμόταν όταν ήρθε στο μαγαζί, μετά από χρόνια, ένας επισκέπτης από τη Ρόδο και του έδωσε γνωριμία θυμίζοντάς του πως όταν ήταν φαντάρος στο ΚΕΕΜ ερχόταν στην ταβέρνα κι έτρωγε και πως ποτέ δεν ξέχασε τη στοργή και την περιποίηση που του ’δινεο κυρ - Μαρίνος. Κι άλλοι πολλοί, Έλληνες και ξένοι, που είχαν περάσει από την ταβέρνα του «ΜΑΡΙΝΟΥ», όταν ο δρόμος τους ξανάβγαζε στη Σπάρτη, δεν παρέλειπαν να επισκεφτούν τον κυρ Λυκούργο για να ξαναζήσουν τις αναμνήσεις και την ατμόσφαιρα της παλιάς ταβέρνας, αλλά (κυρίως) για να σφίξουν με αγάπη το χέρι του ταβερνιάρη και της γυναίκας του.
Μπορεί ο κυρ Λυκούργος ο Μαρίνος να έζησε στη Σπάρτη, όμως η ψυχή του ήταν πάντα στη μάνα Γη, την αγαπημένη του Αναβρυτή, εκεί στα σπλάχνα του Ταΰγετου. Γι’ αυτό ανελλιπώς, όταν έβρισκε ευκαιρία, καβάλαγε το αγαπημένο του μηχανάκι, τον «Μακάριο», μια παλιά FLORETTA, κι έφευγε για το χωριό του. Το μηχανάκι αυτό το έλεγε χαριτολογώντας «Μακάριο», επειδή είχε μαύρο χρώμα και το συσχέτιζε με τον τότε Αρχιεπίσκοπο και Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο. Ανεβαίνοντας το φιδωτό, δύσκολο και ανηφορικό δρόμο προς την Αναβρυτή, σε κάποια στροφή, στη μέση της διαδρομής, σταμάταγε για να κρυώσει η μηχανή, έβγαζε καμινέτο, καφόμπρικο, σπίρτα, κουταλάκι, καφέ, ζάχαρη, φλιτζάνι …που κουβάλαγε μαζί του σαν αποσκευή, έφτιαχνε καφεδάκι επί τόπου και το απολάμβανε αγναντεύοντας τον καταπράσινο κάμπο της Σπάρτης. Έκτοτε η στροφή αυτή έχει πάρει την ονομασία: «Στάση Λυκούργου»!
Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό κι έφτασε η μέρα που ο κυρ – Λυκούργος ο Μαρίνος έκλεισε την ταβέρνα του στα 1986! «Έκλεισε» είναι μόνο μια λέξη. Γιατί η ταβέρνα μέχρι, που «έφυγε» το αφεντικό της στα 2014, ήταν «ανοιχτή». Ο κυρ Λυκούργος κάθε πρωί έκανε ό,τι έκανε επί τριάντα, πάνω - κάτω, χρόνια:
Κατέβαινε από το σπίτι στην ταβέρνα, την καλημέριζε, καλημέριζε μαζί και τις αναμνήσεις και τους φίλους τους παλιούς που οι σκιές τους σεργιανούσαν ακόμα εκεί, καθόταν στο τραπεζάκι του, έπινε τον καφέ του και αναπολούσε τα παλιά, μια ζωή που έφυγε μεν, αλλά που άφησε ζωηρό το χνάρι, τη μυρωδιά και το χρώμα της στην παλιά ταβέρνα. Όλα τα είχε αφήσει στη θέση τους ο κυρ Λυκούργος! Και τα τραπεζάκια και τις καρέκλες και την κουζινούλα και την σόμπα και τα κατρούτσα στα ράφια …! Όλα μα όλα στη θέση τους!
Έμπαιναν και παλιοί φίλοι και κάθονταν παρέα με τον κυρ Λυκούργο κι έπιναν και κανένα κρασάκι και η παλιά ταβέρνα ανάσαινε και χτυπούσε ζωηρά η καρδιά της και ζωντάνευε το «χθες» και ακούγονταν φωνές και γέλια και τραγούδια και το τσούγκρισμα των ποτηριών και το τηγάνι που τσιτσίριζε και τα πατήματα του κυρ Λυκούργου στο πάτωμα που πηγαινοερχόταν να σερβίρει και πλανιόταν η μυρουδιά απ’ τις κατσαρόλες κι ακουγόταν και το χτύπημα του αυγολέμονου για τα ντολμαδάκια απ’ τα χέρια της κυρα-Γιωργίας. Γιατί ΝΑΙ! Η ζωή πεθαίνει ΜΟΝΟ όταν την λησμονήσουμε, ΜΟΝΟ όταν αφήσουμε τα λουλούδια της να μαραθούν στη καρδιά μας.
Ο κυρΛυκούργος ήταν «παλιά ψυχή». Και οι «παλιές ψυχές» δεν φοβούνται το θάνατο. Καθόταν εκεί, στο παλιό του μαγαζί, με ηρεμία και απολάμβανε κάθε στιγμή της ζωής, μικρή ή μεγάλη. Σπάνια τον έβλεπες έξω απ’ την ταβέρνα. Σαν το πουλί που φοβάται μην ανοίξει η πόρτα του κλουβιού του και δεν θα ξέρει πού να πετάξει έτσι κι ο κυρ Λυκούργος προτιμούσε τη σιγουριά της ταβέρνας του, εκεί που έζησε τη ζωή του, εκεί που μεγάλωσε τις χαρέςκαι λίγνεψε τις λύπες.
Σήμερα η ψυχούλα του τριγυρνάει ελεύθερη πια στα λιβάδια του ουρανού, αγκαλιά με τις ψυχές τωναγαπημένων του. Είναι όμως σίγουρο πως ξεκλέβει χρόνο για να ’ρχεται πού και πού εδώ κάτω, για να ρίχνει μια ματιά στην παλιά του την ταβέρνα, να μπαίνει σαν αέρας από τις χαραμάδες της πόρτας, να περπατά αθόρυβα πάνω στο πάτωμα, ν’ ακουμπά τις καρέκλες και τα τραπέζια του, ν’ ανασαίνει την παλιά καπνίλα, να μπαίνει στην κουζινούλα και να πιάνει τ’ αδειανά κατρούτσα γεμίζοντάς τα με το κρασί της μνήμης.
Η ταβέρνα του «ΜΑΡΙΝΟΥ», στην οδό Γκορτσολόγου 59 στη Σπάρτη, κοντά στην πλατεία, «έκλεισε» όταν πέθανε ο κυρ Λυκούργος, στα87 του χρόνια, σταμάτησε ν’ ανοίγει την πόρτα της και να της λέει «καλημέρα», αφήνοντας τη γυναίκα του, την κυρα-Γιωργία, για πρώτη φορά μόνη. Μένει όμως ακόμα ζωντανή η ταβέρνα, μαζί με τον κυρ Λυκούργο το αφεντικό της, στη μνήμη και την καρδιά όσων τον γνώρισαν και τος αγάπησαν κι ακόμα τον μνημονεύουν.
Δεν υπάρχει καλύτερο μνημόσυνο για το Λυκούργο Μαρίνο, τον παλιό ταβερνιάρη με το γαρύφαλλο, από εκείνο το μνημόσυνο που του κάνουν οι παλιοί φίλοι και γνωστοί, όταν αναθυμούνται τις ξεχωριστές ανθρώπινες στιγμές που έζησαν μαζί του και ιδιαίτερα εκείνοι που συγκινημένοι λένε στις δυο κόρες του, τη Δήμητρα και τη Σπυριδούλα και στις εγγονές του τη Ρένα και την Αγγελική:
«Ξέρεις τι έκανε για μένα ο πατέρας σου; Ξέρεις τι έκανε για μένα ο παππούς σου;»
«Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος
και δέντρο θα πεθάνει:
ρίζες απλώνει γύρω του
και τα φτερά του χάνει».
Γεώργιος Δροσίνης