Δεν προφταίνει να μπει ο Σεπτέμβρης και το ’χεις έγνοια: Να παραγγείλεις τα ξύλα της χρονιάς για το τζάκι.
Και μια μέρα τα ’χεις σωρό έξω από την αυλόπορτα: Χοντρά ξύλα, λιανά ξύλα, προσανάμματα. Ανασκουμπώνεσαι και κουβαλάς. Ντανιάζεις. Και ξανακουβαλάς. Και ντανιάζεις ξανά. Μυρίζει ξύλο φρεσκοκομμένο. Χωρίς να θέλεις θυμάσαι. Την έκθεση που έγραφες κάθε χρόνο στο σχολειό σου:
«Προετοιμασίες για το χειμώνα». Σκουπίζεις με την ανάστροφη της παλάμης το ιδρωμένο σου μέτωπο και μονολογείς: «Χειμώνα, είμαι έτοιμος»! Ήδη νιώθεις τις ζωντανές φλόγες του τζακιού να σε ζεσταίνουν.
Κάποια μέρα καθαρίζεις και την καμινάδα. Άχαρη δουλειά, μα απαραίτητη. Να «τραβάει» το τζάκι και να μην πιάσουν φωτιά οι καπνιές κι ακουστούν σειρήνες στη γειτονιά.
Θυμώνεις λίγο, γιατί ο καιρός δε λέει να χαλάσει. Έχεις βάλει μια αγκαλιά ξύλα στο παραγώνι και περιμένεις. Κοιτάς το βουνό …ξανακοιτάς …τίποτε!!! Χαρά Θεού εκεί έξω κι εσύ να φαντάζεσαι χιόνια, βοριάδες, αστραπόβροντα, θύελλες, καταιγίδες και βροχές! Θα χόρευες το χορό της βροχής των ινδιάνων αν τον ήξερες, μα δεν τον ξέρεις. Απλώς ελπίζεις.
Κι ένα βράδυ που κάνει λίγη ψύχρα, βρίσκεις πρόφαση. Λες: «Δεν ανάβουμε το τζάκι, βρε παιδιά;». Και χωρίς να περιμένεις έγκριση τρέχεις: Σπίρτα, προσανάμματα, λίγα λιανόξυλα, χοντρές κουτσούρες στο πίσω μέρος και σε λίγο ο «ιερός καπνός» της πατρογονικής εστίας ανεμίζει σαν θριαμβικό σινιάλο πάνω στην καμινάδα.
Το σπίτι αρχίζει να μυρίζει ξύλο και καπνό αλλά σ’ αρέσει. Είναι μυρωδιά ζωντανή και ζωογόνα. Όλοι, ακόμα κι εκείνοι που έλεγαν: «Είναι νωρίς ακόμα για τζάκι», τρέχουν προς τη φλόγα όπως οι νυχτοπεταλούδες στο φως της αναμμένης λάμπας. Δε λείπουν και οι «μικροκαβγάδες»: «Τραβηχτείτε λίγο, βρε, να πυρωθώ κι εγώ!». Τα αναμμένα ξύλα τριζοβολούν. Μερικά βγάζουν μια δυνατή φλόγα με ήχο σφυριχτό: «Κάποιος μας μελετάει» λέει η γιαγιά η σοφή. Ένας πάει και κόβει φέτες ψωμί. Τις στήνει όρθιες μπροστά στα αναμμένακούτσουρα. Τις γυρίζει κι απ’ τις δυο μεριές και σε λίγο έχει μελαχρινές, ζεστές, τραγανές, νόστιμες «καψάλες». Φέρνει λάδι και ελιές και αρχίζει το τσαλαβούτημα. Ακόμα και τα κακομαθημένα στο φαΐ παιδιά μαλώνουν ποιο θα πρωτοφάει την παραδοσιακή «μπουκουβάλα» (καψαλισμένη φέτα με λάδι) και τις ελιές. «Να βάλουμε και κρεμμύδια στη στάχτη» λέει η γιαγιά. «Λογικέψου, μάνα. Είναι βράδυ. «Αν φας και κρεμμύδια, θα ξενυχτίσεις» της λέει ο γιος και γελάει.
Η μασιά και η τσιμπίδα δουλεύουν συνεχώς κι ας μην υπάρχει λόγος σοβαρός: Να μεριάσουν ένα ξύλο, να μαζέψουν ένα άλλο, να συγυρίσουν τα κάρβουνα … Κι η γιαγιά να μιλάει συνέχεια! Λες κι έχει με το τζάκι μια παλιά, μυστική συγγένεια που της δίνει ένα προβάδισμα σε όλα: «Δεν ξέρετε να βάζετε καλά τα ξύλα. Εγώ ανάβω ωραία φωτιά. Ξέρω απ’ το χωριό μου. Μην τη χαλάτε».
Τα μάτια όλων πάνε κι έρχονται στις φλόγες. Είναι παρέα το τζάκι. Οι φλόγες σε υπνωτίζουν. Σε βουλιάζουν στα παλιά. Θυμάσαι. Αναπολείς. Ελπίζεις. Ονειρεύεσαι. Τα χέρια απλώνονται με ανοιχτές τις απαλάμες. Τα ζεσταίνεις και μαζί ζεσταίνεται και η καρδιά σου. Κι έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό σου η «παλιά φίλη» η Άννα, απ’ το παλιό αλφαβητάρι, που κοίταζε τη χιονισμένη αυλή απ’το θαμπωμένο τζάμι και χουχούλιζε τα παγωμένα χέρια της και τραγουδούσε: «Κάνει κρύο παγωνιά – θέλω τζάκι και γωνιά»!
Θυμάσαι ζωηρά αυτό το μάθημα γιατί ερχόταν να διδαχτεί, τότε, μες στο χειμώνα κι όταν άνοιγες τη σελίδα του βιβλίου, οι φλόγες απ’ το τζάκι της Άννας πετάγονταν και σου τσουρούφλιζαν τα φρύδια και τα μαλλιά. Κι έβλεπεςτη γιαγιά της Άννας, του Μίμη, της Έλλης και της Λόλας τυλιγμένη στο χοντρό σάλι της, σκυφτή, με τα μάτια μισόκλειστα γεμάτα ήρεμη σοφία ζωής, με τις παντούφλες στα πόδια, καθισμένη στο χαμηλό ψαθοπλεγμένο σκαμνί της, να πυρώνεται και ν’ αναγαλλιάζει μ’ ένα αγαθό χαμόγελο. Και μπροστά της, μ’ ορθάνοιχτα τα χέρια, τα τέσσερα εγγόνια της, να πυρώνονται κι αυτά και να την κοιτάζουν με αδημονία προσμένοντας το παραμύθι.
Στα χρόνια τα παλιότερα το τζάκι ήταν το κέντρο γύρω από το οποίο γύριζε η ζωή της οικογένειας στους παγερούς μήνες του χειμώνα. «Μπροστάπύρα κι από πίσω κλαδευτήρα», έλεγε για το τζάκι ο παππούς. Κι εννοούσε πως όταν κάθεσαι στο τζάκι, ζεσταίνεσαι από μπρος, μα από πίσω η πλάτη κρυώνει. Το «χειμωνιάτικο» ήταν το προνομιούχο δωμάτιο του παλιού σπιτιού: Κουζίνα, τραπεζαρία, πλυσταριό, καθιστικό, υπνοδωμάτιο …ΟΛΑ μαζί. Και στη μέση το τζάκι, να σκορπίζει γύρω γλυκιά θαλπωρή, που ζέσταινε τα κορμιά αλλά και τις ψυχές.
Δίπλα στο τζάκι το παλιό ήταν πάντα ένα κρεβάτι. Μικρό ή μεγάλο, φτωχικό ή πιο «επίσημο» με νίκελα γυαλιστερά και σουμιέ, έπαιζε τον ίδιο ρόλο: Ξάπλα δίπλα στο ζεστό παραγώνι. Οι πιο ηλικιωμένοι της φαμελιάς έπαιρναν, δικαιωματικά, αυτήν την προνομιούχα θέση του «χειμωνιάτικου». Οι υπόλοιποι κοιμούνταν στ’ άλλα δωμάτια (στη σάλα, στην καμαρούλα …) τα οποία ήταν «μπούζι», αφού άλλο μέσο θέρμανσης, εκτός από το τζάκι, δεν υπήρχε τότε στο σπίτι. Αυτοί, λοιπόν, οι «παρίες» της οικογένειας, πριν φύγουν για ύπνο, περνούσαν μπροστά απ’ το τζάκι να πάρουν μια τελευταία «πύρα». Πυρώνονταν από μπρος, πυρώνονταν από πίσω κι ύστερα τρεχάλα για τα παπλώματα, να προλάβουν να πάρουν μαζί τους τη ζεστασιά του τζακιού.
Τζάκι χωρίς κάστανα δε γίνεται. Ιεροτελεστία πραγματική: Το χάραγμα. το ψήσιμο στη θράκα. Το γύρισμα με την τσιμπίδα. Κι ύστερα καυτά στα χέρια για το ξεφλούδισμα κι γλυκιά γεύση του ψημένου κάστανο στον ουρανίσκο. Λίγο τσιπουράκι για συνοδεία δεν βλάφτει. Αντίθετα δίνει στη γεύση μιαν άλλη διάσταση και δυναμώνει την εσωτερική «φωτιά».
Κι η ψησταριά; Αυτήν πού τη βάζεις; ΟΛΑ τα τζάκια ήταν (και είναι) γιομάτα λαδιές από γενναία βραδινά τσιμπούσια δίπλα στη φωτιά. Τα κάρβουνα του τζακιού έχουν μια δική τους φιλοσοφία όσον αφορά τα παϊδάκια, τις μπριζόλες, τα λαπάκια, τα λουκάνικα, τα κοτόπουλα, τιςτσίχλες και τα άλλα «βλαβερά» (κατά τους ιατρούς) πλην νοστιμότατα και αναντικατάστατα (κατά τους μερακλήδες) εδέσματα του κάρβουνου.
Με τη μασιά, λοιπόν, βγάζεις κάρβουνα από τα αναμμένα κούτσουρα, τα απλώνεις στραωματσάδα, βάζεις πάνω τη λαδωμένη σχάρα, ξαπλώνεις πάνω της νωχελικά τα, (γενναίως αλατισμένα και ριγανισμένα)κοψίδια και σε λίγο η τσίκνα γεμίζει μεθυστικά το σπίτι, ξεμπουκάρει θριαμβικά απ’ την καμινάδα και σαν ύπουλη ξεμυαλίστρα γυναίκα τρυπώνει απ’ τις χαραμάδες στα διπλανά σπίτια και παλαβώνει τους γειτόνους.
-Πάλι ψήνουν οι διπλανοί κι εσύ με τάισες απόψε κουνουπίδι! λέει ο παραπονιάρης γείτονας στη συμβία του.
Τα λίπη που στάζουν βάζουν φωτιά στα κάρβουνα. Τα σβήνεις! Γυρίζεις τα μεζεκλίκια στη σχάρα για να μην καούν, βουτάς και κάνα μεζέ πάνω από τη φωτιά, δίνεις και στα παιδιά που τους τρέχουν τα σάλια, φτιάχνεις λαδολέμονο, το βάζεις σ’ ένα ταψί κι ύστερα βγάζεις τα κοψίδια από τη σχάρα και τα βάζεις να «δροσιστούν» μέσα στο λαδολέμονο. Καψαλίζει και μπόλικες φέτες ψωμί και αρχίζει η ευωχία!
Όποιος έψησε στο τζάκι και μετά πήγε να φάει στη τραπεζαρία έχασε ΟΛΗ την απόλαυση. Εκεί στο παραγώνι, μπροστά στη φωτιά, καθώς οι πρόγονοι των σπηλαίων, πιάνεις τα μεζεκλίκια με τα χέρια και τα «κατασπαράζεις», μαζί με καψαλισμένο ψωμί βουτηγμένο στο λαδολέμονο. Οι κούπες με το κρασί αδειάζουν και γεμίζουν διαρκώς, λάδια κυλάνε στα πηγούνια, στα χείλη και στα πέριξ μάγουλα, λάδια στάζουν στο παραγώνι και στα ρούχα, γλείφεις τα δάχτυλα, παστρεύεσαι, τρως και ξανατρώς ώσπου μόνο τα κόκαλα να μείνουν «εις ανάμνησιν» μιας ακόμα όμορφης βραδιάς που μόνο το τζάκι μπορεί να χαρίζει! Κι αν η νοικοκυρά του σπιτιού γκρινιάξει για τις λαδιές που σημάδεψαν το τζάκι και δύσκολα θα βγουν, δεν πειράζει. Ας μείνουν εκεί μαζί με άλλες που θα ’ρθουν για να θυμίζουν πως άνθρωποι ζωντανοί κατοίκησαν στο σπίτι αυτό και έζησαν κοντά στο τζάκι στιγμές ανθρώπινης αγάπης και ζεστασιάς.
Αν έμπαινες παλιά στα σπίτια των χωριών μας, παραμονή Χριστουγέννων, αργά τη νύχτα, θα έβρισκεςτους νοικοκυραίους να έχουν από νωρίς κοιμηθεί, για να σηκωθούν πολύ πρωί για την εκκλησία. Υπήρχε όμως και κάποιος που αγρυπνούσε. Ήταν η φωτιά στο τζάκι, με το «Χριστόξυλο», το μεγάλο καλοδιαλεγμένο κούτσουρο που έκαιγε συνεχώς ΚΑΙ τις δώδεκα μέρες τις γιορτινές. «Σαν απόψε η κυρά μας η Παναγιά θα γεννήσει τον αφέντη το Χριστό. Ανάβουμε τη φωτιά για να ζεσταθούνε μάνα και παιδί.» λέγανε οι αγνοί χωρικοί. Βέβαια η καμινάδα του τζακιού ήταν η χαρά των καλικάντζαρων, γιατί από κει θα έμπαιναν ώστε να κάνουν άνω – κάτω όλα τα πράγματα του νοικοκυριού. Ένα πράγμα μόνο φοβούνταν κι έτρεμαν: Τη φοβερή φωτιά που «καθαίρει και απελαύνει στίφη δαιμόνων». Έτσι που έκαιγε ολονυχτίς στο τζάκι, ήταν φρουρός ακοίμητος και φοβερός, που φρουρούσε τη δίοδο της καμινάδας. Εκεί στο αναμμένο τζάκι έριχναν αλάτι για φοβίσει με τον κρότο που έκανε του καλικάντζαρους ή ένα παλιοτσάρουχο να καεί, ώστε με τη βρόμα του να διώξει μακριά τα παγανά. Και πάνω στην καπνοδόχο κρέμαγαν το κόκαλο από το κατωσάγονο ενός χοίρου για να ταφοβίσουν.
Με συντροφιά τη φωτιά στο τζάκι ο μυλωνάς των ελληνικών παραδόσεων ξενυχτούσε στον ερημικό του μύλο , μακριά στη ρεματιά , καιμ’ ένα αναμμένο δαυλί κατάκαιγε τον ενοχλητικό καλικάντζαρο που ζύγωνε απαιτητικός , για να του μαγαρίσει και να του πάρει τη σούβλα με το μοναδικό του ψητό κρέας .
Τις αποκριές η μάνα τράβαγε στάχτες με τη μασιά απ’ τ’ αναμμένο τζάκι κι έβαζε μέσα της αυγά , όρθια το ένα κοντά στο άλλο , και τα «μελέταγε» , ένα για κάθε μέλος της οικογένειας . Όποιο αυγό «ίδρωνε» , σήμαινε «καλό» για τον ιδιοκτήτη του . Αντίθετα ήταν κακό σημάδι αν το αυγό κάποιου ράγιζε . Και την Καθαρή Δευτέρα με καπνιά απ’ το τζάκι , πάλι η μάνα , «μουντζούρωνε» όλα τα μέλη της οικογένειας «για το καλό» και τους άφηνε να γυρίζουν μουντζουρωμένοι μέχρι το βράδυ .
Όταν βασίλευε νωρίς ο ήλιος του χειμώνα καιτο σκοτάδι άπλωνε τα πέπλα του στη γη, αφού οι άνθρωποι είχαν τελειώσει με τα βάσανα της μέρας, το αναμμένο τζάκι μάζευε γύρω του όλη την οικογένεια, καθώς η κλωσσομάνα τα πουλάκια κάτω απ’ τις φτερούγες της. Κι αφού κουβέντιαζαν για όσα έγραψε η μέρα κείνη στο τεφτέρι της, ερχόταν στο τέλος η μαγική η ώρα του παραμυθιού. Συνήθως ήταν η γιαγιά που ξεκινούσε:
«κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δος της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινίσει».
Και τα παιδιά: « Σιγά, γιαγιούλα, μην γκρεμιστεί η ανέμη απ’ την κλωτσιά! Ξεκίνα! Άρχισε, γιαγιά, το παραμύθι»! Κι άρχιζε η γιαγιά να λέει τα παλιά τα παραμύθια, που πουθενά δεν είχαν γραφτεί παρά μόνο τα κουβαλούσε μαζί της προίκα απ’ τις προγιαγιάδες των Ελλήνων στο μυαλό και την καρδιά της, για τη βασιλοπούλα που είχε τον πύργο της μέσα σ’ ένα σκοτεινό δάσος … και γέμιζε σιγά –σιγά το μισοσκόταδο - πλάι στο τζάκι - με άλογα και πριγκιπόπουλα, με δράκους και στοιχειά που πάλευαν ή για το καλό ή για το κακό. Το παιχνίδισμα της φλόγας του τζακιού ζωντάνευε τη φαντασία κι η καμινάδα έφερνε μέσα στο σπίτι το αλύχτημα των σκύλων, το λυσσομάνημα του βοριά και το μαστίγωμα των κεραμιδιών απ’ τη βροχή. Γλυκός φόβος απλωνόταν στις ψυχές και μαζευόταν ο ένας κοντά στον άλλο και τα χέρια έψαχναν ν’ αδράξουν άλλα χέρια. Κι ένα «αχ!!!» ανακούφισης έβγαινε στο τέλος του παραμυθιού και γλεντούσαν οι καρδιές στο χαροκόπι του γάμου της πριγκίπισσας με το αρχοντόπουλο που νίκησε όλους τους δράκους και ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες για την αγάπη της και μόνο. Και το μικρό παιδί για να δείξει τη χαρά του έπαιρνε ένα ξυλάκι αναμμένο από τη φωτιά του τζακιού και το κούναγε γρήγορα γύρω – γύρω, κάνοντας σχήματα με τη κόκκινη γραμμή του κάρβουνου μέσα στο σκοτάδι.
-Μη! του ’λεγε η γιαγιά ! Μην γυρίζειςτο δαυλί. Θα κατουρηθείς το βράδυ στο κρεβάτι!!!
Και το παιδί άφηνε το δαυλί και άρχιζε να πειράζει με το δάχτυλό του τα μικρά, στο χρώμα του μελιού, μυρμηγκάκια, που έβγαιναν στο παραγώνι γυρεύοντας ψιχουλάκια. Κανείς δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να βρει, από πού έβγαιναν αυτά τα μικρούλικα «στοιχειά» του τζακιού. Όμως ο παππούς, ορμηνεμένος από τη σοφία των προγόνων, έλεγε πως είναι πλούτος και ευτυχία για το σπίτι, γι’ αυτό και κάθε βράδυ περίμενε με αγωνία για να φανούν. Αφού η ζωή δεν είχε φανεί απλόχερη μαζί τους, τουλάχιστον, τα μυρμηγκάκια έφερναν την ελπίδα.
Το τζάκι υπήρξε η ζωντανή καρδιά του ελληνικού σπιτιού σ’ όλους τους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν μιαν ολόκληρη θεά, την Εστία, για να προστατεύει το σπίτι κι ότι αυτή ακριβώς η θεά έδωσε το όνομά της στο τζάκι, που ο λαός μας, ακόμα και σήμερα, το ονομάζει εστία ή στια. Δεν είναι, ακόμα, τυχαίο, ότι ο πολύπαθος Οδυσσέας που «πολλών δ᾿ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», έναν μονάχα πόθο είχε στην πολύχρονη και πολυτάραχη πορεία της επιστροφής του στην Ιθάκη: Να δει καπνό ν’ ανεβαίνει από τα τζάκια της αγαπημένης πατρίδας του κι ας πέθαινε: «Αυτάρ Οδυσσεύς ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανέειν ιμείρεται.» !!! Γιατί ήξερε καλά ο Οδυσσέας εκείνος (αλλά και κάθε «Οδυσσέας» των αιώνων ) πως ο καπνός του τζακιού δεν είναι ένας τυχαίος καπνός. Γιατί είναι ο καπνός που βγαίνει από μιαν εστία όπου γύρω της ανασαίνουν, χαίρονται, λυπούνται, αγαπούν, μοχθούν, ονειρεύονται … ΑΝΘΡΩΠΟΙ! Γι’ αυτό και είναι ένας καπνός ζωοποιός, που σημαδεύει το πέρασμα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ πάνω στη μάνα Γη.
Ο πολιτισμός και η εξέλιξη έσβησαν αυτή τη ζωντανή καρδιά απ’ το ελληνικό σπίτι. Σόμπες, στόφες, θερμάστρες, θερμοσυσσωρευτές, αερόθερμα, καλοριφέρ, κλιματιστικά …πήραν τη θέση του ελληνικού παραδοσιακού τζακιού. Ζεσταίνουν πολύ καλύτερα από το παλιό τζάκι, αλλά δεν «ζεσταίνουν»!
Προσπαθούν οι σύγχρονοι άνθρωποι, μέσα στις πολυκατοικίες, στα διαμερίσματα, στις μονοκατοικίες, στις βίλες,στις μεζονέτες, στα εξοχικά… να στήσουν τζάκια! Η μάταιη αυτή προσπάθεια να αναβιώσουν το παλιό μέσα στο καινούριο θυμίζει την ευαγγελική αποστροφή: «ουδείς δε επιβάλλει επίβλημα ράκους αγνάφου επί ιματίω ..» (ΜΑΤΘΑΙΟΣ 9:16 ).
Μια προσπάθεια μάταιη είναι να φέρουν χρώμα, ζωή και ζεστασιά στο κρύο «σήμερα» που τους παγώνει και τους πνίγει.
Πώς μια καρδιά να ζωντανέψει στο κρύο, γυαλιστερό και άψυχο μάρμαρο του σύγχρονου τζακιού; Και με ποιους ανθρώπους;
«Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή. (…)»
Οδυσσέας Ελύτης, [Φωτιά, ωραία φωτιά]
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!