Ο κυρ Βαγγέλης ο Ζης γεννήθηκε στο Λεωνίδιο της Κυνουρίας. Τα κύματα της ζωής και το καράβικάποιου καιρού τον έφεραν, μαζί με τον αδερφό του τον Γιάννη, στη Σπάρτη, όπου και άνοιξαν χάνι στη σημερινή οδό Βρασίδου.
Ήταν τότε που οι μετακινήσεις γίνονταν ακόμα με τα ζώα και η Σπάρτη χρειαζόταν χάνια για τις ανάγκες των ανθρώπων και των ζώων τους που κατέβαιναν από τα χωριά στην πόλη για τις δουλειές και τις ανάγκες τους.
Εδώ στη Σπάρτη, ο κυρ Βαγγέλης ο Ζης, γνώρισε και παντρεύτηκε τη Νικολέτα Στασινάκη από την Τρύπη και σαν καλός οικογενειάρχης, με τις οικονομίες του και την προίκα που πήρε, αγόρασε ένα παλιό σπίτι στο Νέο Κόσμο, κοντά στο Γυμνάσιο Αρρένων. Τούτοι οι παλιοί άνθρωποι διάλεγαν ένα – ένα τα σανίδια για το πάτωμα της ζωής τους μη και πατήσουν σε σανίδι σάπιο και γκρεμιστούν μαζί με τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Δεν πετούσαν στα σύννεφα.Ήθελαν να πατάνε γερά στη γη και να απλώνουν τα πόδια τους ως εκεί που έφτανε το πάπλωμά τους. Γνωρίζοντας καλά την πιάτσα σαν χανιτζής, ο κυρ Βαγγέλης, ήξερε πως οι ταβέρνες είχαν πέραση στον καιρό του και γι’ αυτό αποφάσισε να κάνει, δίπλα από το σπίτι του, ένα ταβερνάκι. Έβαλε μαστόρους και με πέτρα έχτισαν το μαγαζί, που θα γινόταν και νέο σπίτι του, αφού το παλιό δόθηκε προίκα στη μεγάλη την κόρη. Χώρος για να κοιμάται η οικογένεια υπήρχε. Σημασία είχε, πάνω απ’ όλα, να κερδηθεί η ζωή. Άλλωστε, αυτά τα παλιά μαγαζάκια στις λαϊκές γειτονιές ήτανε κάτι σαν εκκλησιά και σαν σκολειό, προέκταση του σπιτιού, ένα κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, ένα κομμάτι ψυχής.
Έβαλε, λοιπόν, ο κυρ Βαγγέλης τρία καλά, μεγάλα, ξύλινα βαρέλια στον τοίχο, αράδιασε κάμποσα τραπεζάκια με τις καρέκλες τους, μια ξυλόσομπα στη μέση για το χειμώνα και το ταβερνάκι ήταν έτοιμο. Η κουζίνα που μαγερεύανε για το σπίτι τους έγινε και κουζίνα του μαγαζιού. Λίγα πράγματα (τα απολύτως απαραίτητα) απλά, λαϊκά, χωρίς ξιπασιά και ψηλοπετάγματα, μαζί με ανθρώπινη απλότητα, καλοσύνη και αλήθεια, που είναι το αληθινό μεγαλείο της ζωής. Λίγο αργότερα, κι αφού τα πράματα πήγαιναν καλά, μπήκαν και μερικά ράφια στον τοίχο (αριστερά από την πόρτα της ταβέρνας) και γέμισαν με μπακαλική: μακαρόνια, ρύζια, ζάχαρες, φασόλια, κονσέρβες, αλάτια, μπαχαρικά, σαλάμια, τυριά, μπελντέδες, σαπούνια,σαρδέλες του κουτιού, ρέγγες, παστούς μπακαλιάρους, σπίρτα, λουμίνια, οινοπνεύματα, καφέδες, ρολ και τάιντ και χλωρίνες, κλπ, κλπ. Έτσι το μικρό μαγαζάκι της γειτονιάς πήρε τη γνωστή και αξέχαστη ελληνικότατη παραδοσιακή μορφή της μπακαλοταβέρνας . Με το που διάβαινες τοκατώφλι σε καλωσόριζαν οι μυρουδιές (ξένες μεν μεταξύ τουςμεναλλά αρμονικά συναδερφωμένες υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεσία της μυρουδιάς του κρασιού) μαζί με το χαμόγελο και τη ζεστή κουβέντα του κυρ Βαγγέλη και της κυρα - Νικολέτας.
Ο Νέος Κόσμος της Σπάρτης ήταν τότε μια ταβερνο-γειτονιά. Ήδη, πριν από την ταβέρνα του Ζη, δούλευαν από παλιότερα οι ταβέρνες του Κακαλέτρη, του Τσούση, του Λουμάκη, του Αμπατζή, του Τσαγκούρη καθώς και η «κοσμική ταβέρνα» του Κεφαλόπουλου. Όμως η ζήτηση ήταν μεγάλη και υπήρχε χώρος για όλους. Ήταν τόσος ο καημός των ανθρώπων της βιοπάλης, τότε, που ήθελε πολύ κρασί για να πνιγεί.
Ο κυρ Βαγγέλης ο Ζης ήταν ένας άνθρωπος ζεστός, καλόβολος, καλομίλητος, χαμογελαστός, με καλή καρδιά, τίμιος, αδύνατοςστη θωριά, κοντακιανός, με ένα χαρακτηριστικό παχύ μουστάκι. Του άρεσε η παρέα, το καλό κρασί (σ’ όλα τα τραπέζια είχε κι ένα ποτήρι δικό του) και αγαπούσε, πάνω απ’ όλα, την οικογένεια και τη δουλειά του. Από το ίδιο καλούπι του Θεού είχε βγει και η γυναίκα του η κυρα- Νικολέτα, με το πράο, όμορφο, καλοσυνάτο πρόσωπο και τον χαρακτηριστικό κότσο στα σκαλωτά μαλλιά της. Σ’ αυτούς τους «όμορφους» ανθρώπους χάρισε ο Θεός και πέντε παιδιά που τους έμοιασαν σε όλα: τρία αγόρια (τον Σπύρο, τον Τάκη και τον Ηλία) και δύο κορίτσια (την Κική και τη Μαρία). Μεγάλη οικογένεια, μεγάλα τα βάσανα, μεγάλες όμως και οι χαρές. Άλλωστε από βάσανα ήξερε καλά η γενιά τους. Γι’ αυτό και είχανε μάθει να μη σπάζουν, να παίρνουν από τα βάσανα δύναμη και να τεντώνονται σαν το δοξάρι του τόξου που σφεντονίζει μακριά τη σαΐτα.
Ο κυρ Βαγγέλης γέμιζε κάθε φθινόπωρο τα βαρέλια του με καλά κρασιά από το Σκλαβοχώρι και η κυρα-Νικολέτα στο κουζινάκι της, στο πίσω μέρος, ετοίμαζε τα μεζεδάκια του κρασιού, τον περίφημο τηγανητό μπακαλιάρο, τα ντολμαδάκια, τους κεφτέδες, τα συκωτάκια κι ό,τι άλλο γύρευαν οι πελάτες, που περισσότερο πήγαιναν στις ταβέρνες όχι για να φάνε, αλλά για να πιουν.
Με μια μεριδούλα στη μέση και με 4-5-6…πιρούνια αραδιαστά στα χείλη του πιάτου μπορούσαν να πιουν ολόκληρα κιλά κρασί, πριν μοιραστούν μεταξύ τουςτα νέα της ημέρας από την πόλη και τη γειτονιά, για ν’ ανοίξουν μετά (με τη βοήθεια του κρασιού) τα πορτοπαράθυρα της ψυχής, ώστε ν’ αγναντέψει ο ένας την καρδιά του άλλου, να μοιραστούν και να αλαφρύνουν τα βάρη από τα βάσανα, να μεγαλώσουν και να θεριέψουν οι ελπίδες και τα όνειρα που ήταν εκεί κρυμμένα.
Πολλές φορές στην ταβέρνα του Ζη πήγαιναν (σε γιορτές, βαφτίσια, αρρεβώνες και διαδόματα) ολόκληρες οικογένειες της γειτονιάς, μαζί με φίλους, συμπεθέρους και συγγενήδες, για να γιορτάσουν το ευχάριστο γεγονός, με ωραία φαγητά( ψητά και της κατσαρόλας) που ετοίμαζε, με σπιτική φροντίδα, η κυρα - Νικολέτα, για να πιουν κρασί και μπίρες, να τραγουδήσουν και να χορέψουν με τα ωραία τραγούδια που έβαζε ο κυρ Βαγγέλης στο γραμμόφωνο(κι αργότερα στο πικ απ) του μαγαζιού ενώ τα μεσημέρια οι βιοπαλαιστές, γυρίζοντας απ’ τη δουλειά, έπιναν και κανένα ουζάκι στου Ζη για ν’ ανοίξει η όρεξη, κατά πώς λέγανε για δικαιολογία. Κι όταν οι ταλαίπωροι της ζωής φτιάχνανε κεφάλι με το πιοτό και με τα τραγούδια, ανεβαίνανε στην επιφάνεια αυτά που τους τρώγανε τα σωθικά, οι πόνοι και οι αδυναμίες τους και τα «γαμώτο» της ζωής, και σηκώνονταν από την καρέκλα για να ρίξουν ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, να βάλουν τον εαυτό τους στο κέντρο του κόσμου και να στριφογυρίσουν γύρω του, χτυπώντας (πού και πού) το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γης μέσα να μπούνε»! Ακόμα επιζεί, στόμα με στόμα, η ανάμνηση του μπαρμπα –Μήτσου του Παπαδημητρίου (είχε ξενιτευτείοικογενειακώς στη Σπάρτη από τα Λουτρά της Μυτιλήνης για μια καλύτερη ζωή) που σηκωνόταν και χόρευε τα απτάλικα ζεϊμπέκικα ή τους καρσιλαμάδες λύνοντας το φαρδύ του ζωνάρι και ρίχνοντάς το καταγής.
Το καλοκαίρι, ο κυρ Βαγγέλης ο Ζης, έβγαζε λίγα τραπεζάκια απέναντι από την ταβέρνα, σ’έναν όχτο με αριές αγκινάρες (από κάτω απλώνονταν μπαξέδες) κι εκεί, μέσα στο καλοκαιρινό δροσερό αεράκι, την ώρα που απόσκιωνε, σέρβιρε τους μερακλήδες, που καθισμένοι σ΄ αυτό το όμορφο «μπαλκονάκι» απολάβαιναν, εκτός από το κρασί και τα μεζεδάκια, καιτη δροσιά που ανάπνεαν οι φρεσκοποτισμένοι από το γειτονικό μαγκανοπήγαδο μπαξέδες, τις ελιές που ασήμιζαν στο φεγγαρόφωτο παρακάτω, τα πλατάνια του Ευρώτα πέρα μακριά και τη σκιά του Κοκκινόβραχου του Πάρνωνα αντίπερα. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι , απ’ όξω από την ταβέρνα, έβγαζε ο κυρ Βαγγέλης το γραμμόφωνο και αντηχούσαν σ’ όλη τη γειτονιά (και πιο πέρα ακόμα) τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καζαντζίδη, της Καίτης Γκρέυ, της Γιώτας Λύδια, του Μπιθικώτση κι όλων των άλλων της χρυσής εποχής του λαϊκού μας τραγουδιού. Κι όταν έρχονταν Απόκριες και Καθαροδευτέρα, έξω από την ταβέρνα του Ζη, μαζεύονταν οι γείτονες κι έπιναν κρασί με χαλβά και ταραμά και λαγάνα και σκορδοκρέμμυδα που έφερναν απ’ τα σπίτια τους και άναβαν φωτιά με λιόξυλα και χόρευαν γύρω της τραγουδώντας, για να ξορκίσουν το κακό απ’ τη ζωή τους και να κάνουν τον ήλιο να ξαναβγεί πίσω από τη συννεφιά. Ανθρώποι αλέγροι, ανε¬νόχλητοι, αγνοί, γιομάτοι αγαθότητα…
Η μπακαλοταβέρνα του Ζη, λοιπόν, τα κατάφερε μια χαρά. Έγινε μοιράδι στον κόσμο. Τα παιδιά παντρεύτηκαν, ήρθανε και τα εγγόνια, ΟΛΟΙ έμπαιναν και βόηθαγαν πια στο μαγαζί, αφού νιώθανε, ανάμεσα σ’ άλλα, ΚΑΙ υποχρέωση, αλλά ΚΑΙ «ευχαριστώ» να πούνε σ’ αυτό το ταπεινό μαγαζάκι που έβαλε πλάτη για την οικογένεια. Ύστερα σηκώθηκε πάνω από την ταβέρνα κι άλλος όροφος από τον Ηλία το Ζη, τον γιο, καιπέρασαν τα χρόνια και βάρυναν στους ώμους του κυρ Βαγγέλη και της κυρα -Νικολέτας και κάπου στα 1968 η ταβέρνα έκλεισε και συνέχισε να δουλεύει μόνο το μπακάλικο με την ευθύνη, περισσότερο, του γιου τους του Ηλία. Βέβαια η φράση: «έκλεισε η ταβέρνα» είναι μόνο μια κουβέντα , αφού οι παλιοί πελάτες συνέχισαν να πηγαίνουν εκεί για κρασάκι και τα συναφή. Άλλωστε ο Λιας ο Ζης, ο γιος του κυρ Βαγγέλη, ήταν ένας κοσμαγάπητος, ζωντανός και κεφάτος άνθρωπος, που του άρεσε η παρέα, το τραγούδι και το κρασάκι και πολλές φορές με τους φίλους του έστηνε εκεί γλέντια που έμειναν αξέχαστα . Μέχρι που στα 1979 έκλεισε και το μαγαζί, αφού τα σούπερ- μάρκετ είχαν αρχίσει, πια, να καταβροχθίζουν (το ένα μετά το άλλο) τα μπακάλικα της γειτονιάς.
Κάπου στα 1987 η κυρα-Νικολέτταέφυγε για τους ουρανούς και δυο χρόνια αργότερα, το 1989,πήγε να τη βρει και ο άντρας της,κυρ Βαγγέλης. Τόσα χρόνια μαζί δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσουν το θάνατο να τους χωρίσει. Έφυγαν, έχοντας ξεπληρώσει με το παραπάνω το χρέος τους στη ζωή και στους ανθρώπους. Όμως το αποτύπωμα της ζωής του κυρ Βαγγέλη του Ζη έμεινε δυνατό μέσα στα χρόνια μαζί και οι αναμνήσεις από την μπακαλοταβέρνα του, που δέθηκε με τη ζωή των ανθρώπων της γειτονιάς του Νέου Κόσμου της Σπάρτης (κι όχι μόνο). Γιατί, τελικά, εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία στη ζωή είναι να αφήνει ο άνθρωπος καλή ανάμνηση και έργο καλό για να τον μνημονεύουν οι επόμενες γενιές. Και η ταβέρνα του Ζη , μαζί με τους ανθρώπους της, και πρώτους ανάμεσά τους τον κυρ Βαγγέλη, την κυρα – Νικολέτα και τον γιο τους τον Λια (έφυγε άδικα και απροσδόκητα το 2007) άφησαν καλή μνήμη, που στόμα με στόμα περνάει στις επόμενες γενιές και γίνεται ζωντανή παράδοση που πάει να πει «αθανασία».
Η ταβέρνα του Ζη!
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ