Γιατί φοβόμαστε την καθαρεύουσα;

Τρίτη, 16 Ιούνιος 2020 20:28 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Την καθαρεύουσα δεν τη γελοιοποίησε ο Μποστ. Τον γοήτευε αφού του έδινε την ευκαιρία να παίζει μαζί της. Κάτι σαν τη γοητεία που ασκεί το θύμα στο πειραχτήρι του. Την καθαρεύουσα τη διέσυρε η δικτατορία. Το πολύτομο «Πιστεύω» του Παπαδόπουλου θα άξιζε να μελετηθεί κάποτε από γλωσσική άποψη. Και δεν εννοώ τις ασυνταξίες ή τους σολοικισμούς. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιούσε κυρίως στις ομιλίες του, τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε για να βρει το τέλος της πρότασης, τους τύπους που χρησιμοποιούσε και όσα φαινόμενα βοηθούν στην ψυχολογική αλλά και κοινωνιολογική ερμηνεία του φαινομένου.

Στη μεταπολίτευση η κοινοβουλευτική πολιτική τάξη την εξόρισε από την εκπαίδευση. Το πιστοποιητικό θανάτου εκδόθηκε το 1976 από τον Γεώργιο Ράλλη. Κι ας συνέχιζε να υπογράφει «Γεώργιος», κι ας συνέχιζε να τη χρησιμοποιεί στη ρητορεία του, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του. Οσοι είχαν σπουδάσει, στην καθαρεύουσα έκαναν τις σπουδές τους. Ομως ήθελαν να λυτρώσουν τις επερχόμενες γενιές από τα δεσμά της. Είχε έρθει η ώρα να απαλλαγούν ο δημόσιος λόγος και η πολιτική σκηνή, από την τρίτη κλίση και τη χρήση μετοχών οι οποίες αντιμετωπίζονταν ως κύτταρα της «ελιτίστικης στάσης». Τους απελευθέρωσε η ηγεμονία της πασοκικής διαλέκτου.

Η συνέχεια είναι γνωστή οπότε δεν χρειάζεται να την περιγράψω. Η Ελλάδα γλίτωσε από ένα φάντασμα που τη στοίχειωνε με τίμημα την αγλωσσία. Χαρακτηριστικότερο σύμπτωμά της η αδυναμία του Ελληνα μαθητή, και κατά συνέπεια του πολίτη, να κατανοήσει ένα κείμενο, κοινώς να το μεταφράσει σε «δικά του λόγια».

Χαρακτηριστική επίσης και η αδυναμία συνεννόησης στην καθημερινότητα που μας επιτρέπει να υπερηφανευόμαστε πως είμαστε μονίμως εκνευρισμένοι, σταθερά θυμωμένοι και καχύποπτοι.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η κατάσταση πριν από την κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρεύουσας ήταν καλύτερη. Ο γλωσσικός διχασμός δεν βοηθάει την επικοινωνία. Οσοι μιλούσαν καθαρεύουσα φοβούνταν όσους μιλούσαν δημοτική και αντιστρόφως. Διαφορά μορφωτικού επιπέδου, κοινωνικής τάξης, διαφορά νοοτροπίας. Η καθαρεύουσα φόβιζε επιπλέον επειδή ήταν η γλώσσα της δημόσιας διοίκησης. Χωρίς να υπολογίζουμε ότι η δημόσια διοίκηση φοβίζει είτε στην καθαρεύουσα είτε στη δημοτική. Φοβίζει λόγω της αναξιοπιστίας της και της αδούλωτης αυθαιρεσίας της.
Εννοείται ότι από τον διχασμό εξαιρούνται οι ποιητές και οι πεζογράφοι. Αυτοί δεν έγραφαν ούτε δημοτική ούτε καθαρεύουσα. Έγραφαν ελληνικά.

Η λύση στο πρόβλημα του γλωσσικού διχασμού δόθηκε με την καρατόμηση της καθαρεύουσας. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά. Είναι μια γλώσσα που κανείς δεν τη μιλάει πια – μάλλον κανείς δεν «πρέπει» να τη μιλάει πια. Είναι μια γλώσσα τεχνητή που φτιάχτηκε για να εκφράσει τους λόγιους – εχθρούς του λαού και της δημοκρατίας.
Κατά συνέπεια ενεπλάκη και σε πολιτικές συγκρούσεις. Όλα ήταν εναντίον της και πάνω απ’ όλα η γελοιοποίηση της από τη δικτατορία.
Πριν από τρία χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο όπου πρότεινα την επαναφορά της διδασκαλίας της καθαρεύουσας. Εννοείται ότι δεν πίστευα ότι η πρόταση θα συζητηθεί καν. Εντυπωσιάστηκα όμως από το πόσοι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας συμφωνούσαν. Φαντάζομαι τις αντιδράσεις της ΟΛΜΕ. «Πώς να διδάξουμε κάτι που δεν ξέρουμε;». Εννοείται δεν θα το έλεγαν έτσι. Θα ζητούσαν «επίδομα καθαρεύουσας», ο δε Φίλης θα υπαγόρευε ότι θέλουν «να κλέψουν το μέλλον των εφήβων» με το πνεύμα του πονηρού, την τρίτη κλίση.

Εννοείται ότι προσυπογράφω το άρθρο του Γιώργου Μαυρογορδάτου στην «Κ» της περασμένης Κυριακής όπου υποστηρίζει ότι αντί για τα λατινικά έπρεπε να επιστρέψει η καθαρεύουσα. Έχει σημασία ότι αυτό το λέει ένας πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και ικανός συγγραφέας Ιστορίας. Αν είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα λατινικά ή την καθαρεύουσα θα έπρεπε να διαλέξουμε τη δεύτερη.

Η καθαρεύουσα δεν συνδέει μόνον τη γλώσσα που μιλάμε σήμερα με το βάθος του ιστορικού σπηλαίου της ελληνικής. Η καθαρεύουσα συνδέει τη σημερινή Ελλάδα με τον ίδιο της τον εαυτό. Πώς μπορείς να αγνοήσεις ότι το μεγαλύτερο μέρος της νεοελληνικής γραμματείας έχει γραφτεί στην καθαρεύουσα; Θέλεις να αποκόψεις τον σημερινό Ελληνα από τη λογοτεχνία που γράφτηκε όχι 2.500 χρόνια πριν αλλά εκατό χρόνια πριν. Κοινώς περιορίζεις ασφυκτικά τον γλωσσικό του ορίζοντα. Και μετά απορείς πώς δεν τα καταφέρνει στην κατανόηση κειμένου.
  Μπορεί να διαβάσει σήμερα ένας έφηβος ολόκληρο διήγημα του Βιζυηνού; Και πώς θα τον αγγίξει το γλωσσικό αίσθημα του Εμπειρίκου;


Μια πρόταση: Αντί να μιλάμε για διδασκαλία της καθαρεύουσας που κάνει το κρύσταλλο της προόδου να ραγίζει από φρίκη, μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για διδασκαλία της λόγιας ελληνικής γλώσσας; Εκεί είναι το πρόβλημα. Ο σημερινός έφηβος είναι αποκομμένος από τη γλώσσα της νεοελληνικής λογιότητας – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι η καταδίκη της καθαρεύουσας έγινε την εποχή κατά την οποία οι λόγιοι δεν κρίνονταν από το έργο τους, αλλά από την εκλογή τους στο πανεπιστήμιο, κοινώς από τις σχέσεις τους με το φοιτητικό κίνημα.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti