Όταν ξενάγησα τη γιαγιά μου στη Βαμβακού

Πέμπτη, 24 Δεκέμβριος 2020 14:08 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Ανταπόκριση από τη Βαμβακού, έναν χρόνο πριν…

Η γιαγιά μου η συνονόματη πέθανε το 2006, η άλλη μου γιαγιά το 2015. Κι όμως, εγώ ξενάγησα τη γιαγιά μου στη Βαμβακού τέλη Δεκέμβρη του 2019. Μία από τις οργανωμένες ομάδες επισκεπτών που είχαμε στο «χωριό των παραμυθιών» ήρθε από τα Πάκια. Ανάμεσά τους άντρες, παιδιά, κυρίες που μας τίμησαν κι άλλες φορές με τον ερχομό τους στη Βαμβακού.

Ανάμεσά τους κι αυτή. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα, με γκρίζα μαλλιά, πιασμένα κότσο. Μια τυπική εικόνα Ελληνίδας γιαγιάς για τα δικά μου μάτια, μια εικόνα που σε λίγα χρόνια ίσως δε θα υπάρχει πια. Τα μάτια της και τα αυτιά της στην ξενάγησή μου, τι τιμή! Να περπατά με κάποια δυσκολία αλλά να ρουφά τα όσα ακούει, να νιώθει, να αισθάνεται τον νέο τόπο που πατά.

Τον ξέρει όμως πιο καλά από μένα κι ας ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν. Είμαι σίγουρη ότι γνωρίζει από πρώτο χέρι τον κόπο των αντρών να πελεκήσουν την πέτρα που έφτιαξε τον τόπο αυτόν. Ξέρει τον ατέλειωτο και καθημερινό κόπο των γυναικών να προκόψουν στο σπιτικό τους. Ξέρει τα παραδοσιακά παραμύθια που της είπαμε στο σπίτι των παραμυθιών, στην έδρα της Ακαδημίας Ποίησης και Παραμυθιού. Ξέρει τον Καραγκιόζη και τα κολλητήρια απ’ την παράσταση που είδε, είναι η ίδια της η «Αγλαΐα Κα» απ’ το ποίημα που άκουσε.

Michailidou Vamvakou

Μετά τη στάση που κάναμε για ένα αναζωογονητικό τσάι, η ξενάγηση θα συνεχιζόταν. Με μια προειδοποίηση όμως από τη μεριά μου, ότι ο δρόμος τώρα θα ήταν ανηφορικός, προειδοποίηση ιδίως για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, όπως νόμιζα.

Ανάμεσα σε όσους με ακολούθησαν ήταν κι εκείνη. Άκουσε απ’ τα χείλη μου το απόσπασμα από το καταστατικό της Ένωσης Πληρεξουσίων Βαμβακούς του 1898 μπροστά στη σημερινή κοινότητα (η πρόεδρος μάλιστα του Συλλόγου τους μου ζήτησε το κείμενο αυτό, στην προσπάθειά της να εμπνεύσει και στο χωριό της παρόμοιες προσπάθειες με αυτές της Ένωσης). Η γιαγιά συνέχισε μαζί με τους υπόλοιπους κι άκουσε την ιστορία του Γεωργίου Τσοχώνη, του μνημείου στον Προφήτη Ηλία, του Ρολογιού του χωριού.

Και μέσα από αυτήν την εμπειρία, μέσα από αυτήν την ανθρώπινη επαφή, ήρθε στη θύμησή μου η γιαγιά μου η συνονόματη. Κι αυτή με τα λίγα γράμματα που είχε μάθει, όσο είχε μπορέσει να πάει σχολείο (πρόσφυγας γαρ του ’22), διάβαζε, μάθαινε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Διάβαζε την Καινή Διαθήκη, βίους αγίων αλλά και ό,τι βιβλίο τύχαινε να φέρω από την παιδική βιβλιοθήκη όπου δούλευα ένα διάστημα παλιότερα.

Όπως ένα βιβλίο που δε θα ξεχάσω, για αρχαία παιχνίδια. Ήταν καθισμένη στο κρεβάτι της και το ξεφύλλιζε, το έβλεπε κι αναγνώριζε στις εικόνες παιχνίδια γνώριμα γι’ αυτήν. Κι εγώ ασυνείδητα, χωρίς να έχω γίνει καν ακόμα ξεναγός, έβαζα στόχο να επικοινωνώ τον πολιτισμό, να ξεναγώ με τέτοιον τρόπο ώστε ο λόγος μου, απλός κι ελκυστικός, να γοητεύει και να κάνει περήφανη την αγαπημένη μου γιαγιά.

Μετά το τέλος της ξενάγησης στη Βαμβακού, στο «χωριό των παραμυθιών», βγήκαμε όλοι μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία, για να θυμάμαι τη μέρα που ξενάγησα αυτήν τη γιαγιά, τη γιαγιά μου. Και εις άλλα τέτοια με υγεία! Καλές κι ευλογημένες γιορτές!

Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti