«Μια Αγλαΐα αφτιασίδωτη. Τα μάτια; Αγιοσύνης.
Η μεσιανή περήφανη κάθε σπιτιού κολώνα»
Δημήτρης Αβούρης
Άλλη μια γιορτή της μητέρας πέρασε. Λουλούδια, δώρα, αγκαλιές, φιλιά, χειροτεχνίες. Και σκέψεις. Κάθε χρόνο οι απαραίτητες σκέψεις, για ένα πρόσωπο σημείο αναφοράς για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους.
Μια σκέψη πάει στις μητέρες που έφυγαν, κάποιες πρόωρα, μετά από πόλεμο με την κάθε λογής αρρώστια. Άλλη πάει σε αυτές που συνεχίζουν την καθημερινή μάχη με το όποιο πρόβλημα, δικό τους ή της οικογένειας. Άλλη πάει στις γυναίκες που ίσως δεν έτυχε να αποκτήσουν ή έχασαν για πάντα τον καρπό της κοιλίας τους.
Σκέψεις που και μόνο το πέρασμα από το μυαλό φέρνει ένα σφίξιμο. Άραγε πόση πίστη στον εαυτό σου, στο όνειρο και στο γενικότερο καλό να χρειάζεται, αν αυτές οι σκέψεις είναι η καθημερινότητα;
Από την άλλη, άραγε πόση δύναμη να χρειάζεται, για να πεις ως μητέρα στο παιδί σου το φημισμένο «ή ταν ή επί τας» της σπαρτιάτισσας μάνας; Να απαιτήσεις από αυτό απλά να κάνει στη ζωή του ό,τι διδάχτηκε, από σένα, την κοινωνία, την πατρίδα. Να απαιτήσεις να πορευτεί με αξιοπρέπεια, να πολεμήσει στη ζωή του με ό,τι έχει και ό,τι δεν έχει, όσο μπορεί και κυρίως όσο δεν μπορεί. Να κρατήσει ζωντανό ό,τι βίωσε ως ανθρώπινο δίδαγμα και να το πάει παραπέρα. Ειδάλλως να μη γυρίσει ποτέ πια στη μητρική αγκαλιά.
Μπορεί τα λόγια αυτά να μη θυμίζουν γιορτή, αλλά σίγουρα προέρχονται από τις σκέψεις κατόπιν εορτής. Ειδικά σήμερα που η προτροπή του ποιητή να γίνουμε «τα τόξα απ' όπου τα παιδιά μας σα ζωντανά βέλη θα τιναχτούν μπροστά» (Χαλίλ Γκιμπράν), ακούγεται συχνά σαν κακόγουστο αστείο ή σαν ακαταλαβίστικη ξένη γλώσσα.
Όταν τα φώτα σβήνουν, οι ευχές και τα χρόνια πολλά χάνονται στον θόρυβο και τα βάσανα της κάθε μέρας. Κάποια μανίκια όμως ξανασηκώνονται. Η Θέτιδα, η μητέρα του Αχιλλέα, ξαναφέρνει τα φημισμένα όπλα στον γιο της, για να πάει στην Τροία κι ας ξέρει το τέλος του.
Η Παναγία ανεβαίνει πάλι, καθημερινά, τον δικό της Γολγοθά.
Η μητέρα του 1821 συνομιλεί με αυτήν ενός άλλου ’21:
«Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια…» (Διονύσιος Σολωμός).
Η Αγλαΐα της παράγκας ξαναγίνεται «η μεσιανή περήφανη κάθε σπιτιού κολώνα», σιωπηλή και πανταχού παρούσα. Αυτή που, σε σκιές που μας παραμονεύουν, «σε κάθε μαύρη μας στιγμή, έγνεφε, προχώρα» (Δημήτρης Αβούρης). Αυτή που τελικά μας έμαθε, σε κάποιους τουλάχιστον τυχερούς, κατόπιν εορτής, τι σημαίνει πραγματικά μητέρα!
Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός