Πρόκειται για την κοινωνική κατηγορία των ανθρώπων, η οποία έχει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής και διαχειρίζεται τους τομείς της παραγωγικής οικονομίας. Είναι απόρροια της βιομηχανικής επανάστασης του 18ου αιώνα, σχηματοποιήθηκε, περιχαρακώθηκε και επιβλήθηκε πολύ γρήγορα, άλλαξε τα δεδομένα της οικονομίας, στην οποία μέχρι τότε κυριαρχούσε ο αγροτικός τομέας και εισήγαγε και θέσπισε νέους κανόνες οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Συγκέντρωσε τον πλούτο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και αναγορεύθηκε σε κυρίαρχη ομάδα εξουσίας υπηρετώντας τα συμφέροντα των εχόντων/λίγων, με τον σοσιαλισμό απέναντι να προσπαθεί και να αγωνίζεται να απλώσει δίχτυ προστασίας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των πολυπληθών κοινωνικών ομάδων, της εργασίας, του μόχθου και της παραγωγής.
Στην Ελλάδα, μετά τον εμφύλιο η αστική τάξη συγκροτείται, ξεχωρίζει και επιβάλλεται στηριγμένη στον εξωτερικό παράγοντα, τα ανάκτορα και την παράταξη της Δεξιάς, η οποία με τις αποφάσεις, τις επιλογές και τις πράξεις της είναι ο κατ’ εξοχήν υποστηρικτής και προστάτης της. Κυρίαρχη ιδεολογική της υπόσταση είναι η σταθερή υπέρμαχη θέση της υπέρ οποιουδήποτε εκσυγχρονισμού και η ενίσχυση της παραγωγικότητας, που αφορά την αύξηση του ιδιωτικού κέρδους. Παρότι η δημοκρατία είναι προς όφελός της, προς το συμφέρον της, γιατί έτσι δίνεται η εντύπωση της νομιμοποίησής της με την ψήφο των πολιτών, οι κυρίαρχοι αστοί, οι οποίοι θεωρούν το κράτος ιδιοκτησία τους, προέκταση της αυλής τους επιδιώκουν να είναι συγκεντρωτικό, γιατί πιστεύουν ότι έτσι ευκολότερα θα μπορούν να το ελέγχουν και να το προσαρμόζουν στα συμφέροντά τους. Αυτό έγινε και με τον Χίτλερ, όταν αρχικά τον στήριξαν οι πλούσιοι επιχειρηματίες δεδομένου και του αντικομμουνιστικού του μένους, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι είχε άλλο σκοπό και όχι την προαγωγή των συμφερόντων τους. Ωστόσο την περίοδο εκείνη, αλλά και τώρα, ο στρατηγικός στόχος του νέου καθεστώτος ήταν και είναι μια ελλειμματική/ελεγχόμενη δημοκρατία στηριγμένη σε ένα κράτος βίαιης δίωξης της οργανωμένης Αριστεράς, κάτι που βόλευε και βολεύει την ελληνική αστική τάξη, τη θεμελίωση και τη διαιώνιση της κυριαρχίας της.
«Η κυρίαρχη ιδεολογική αναπαράσταση της σχέσης της ελληνικής ανώτερης τάξης με τις κατώτερες συμπυκνώνεται πληρέστατα στον “χαριτωμένο” τρόπο που καρπαζώνουν και βρίζουν το υπηρετικό τους προσωπικό οι “νοικοκυραίοι” στις παλιές ελληνικές κωμωδίες. Πρόκειται για την ουσία του ταξικού ρατσισμού. Όπως τα σεξιστικά “καλαμπούρια” εξακολουθούν και σήμερα να προξενούν το γέλιο επειδή θεωρείται “φυσική” η κατωτερότητα των γυναικών, η ελληνική αστική τάξη έκανε “χιούμορ” με τη “φυσική” κατωτερότητα των κατώτερων τάξεων που αναμενόμενο ήταν να “τις τρώνε” από κατά τα άλλα συμπαθέστατα αφεντικά τους». (Κύρκος Δοξιάδης, καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο ΕΚΠΑ).
Ο ταξικός ρατσισμός των Ελλήνων μεγαλοαστών εκδηλώνεται και με τις έννοιες της περιφρόνησης, της δυσφήμησης και της διαπόμπευσης. «Κατώτεροι άνθρωποι», μειονεκτικοί, ανίκανοι μέχρι «αποβράσματα της κοινωνίας», που πρέπει να «διαπαιδαγωγηθούν» και να πειθαρχούν, που γεννήθηκαν για να υπηρετούν πιστά τους «ανώτερους», επιβάλλεται να δέχονται συνειδητά τις εκ «φύσεως» διαφορές, αφού όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα(!), να θεωρούν δεδομένες τις ταξικές ανισότητες και προσδιορισμένοι φτωχοί δεν μπορούν να έχουν λόγο σε κρίσιμες επιλογές. Δηλαδή, στην υπάρχουσα οικονομικοκοινωνική διαστρωμάτωση, η μεγάλη μάζα των απλών ανθρώπων, παρότι ώριμοι και αυτόνομοι πολίτες, δεν έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν και πολύ περισσότερο να αποφασίζουν γι’ αυτά που τους αφορούν. Έτσι, η οικονομική εξουσία στηριγμένη στο ιδεολόγημα της ανωτερότητας-κατωτερότητας, με εκτελεστικό όργανο την πολιτική εξουσία παίρνει μέτρα προσαρμογής και προσανατολισμού, υπακοής και σωφρονισμού, που διακρίνονται έντονα από τον κατευθυνόμενο ιδεολογικό τους χαρακτήρα.
Στη βάση αυτού του αστικού ρατσισμού λαμβάνονται και οι αποφάσεις που αφορούν το σχολείο και το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Η αφαίρεση των κοινωνιολογικών μαθημάτων των ανθρωπιστικών σπουδών, οι κάμερες και η αστυνόμευση στους χώρους εκπαίδευσης, ο αποκλεισμός χιλιάδων υποψηφίων από τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η απαίτηση για τη δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων πιστοποιούν για τους αστούς μια ταξική αναγκαιότητα. Γι’ αυτούς, που δεν νοιώθουν άνετα ανάμεσα σε κανονικούς ανθρώπους, που δεν είναι δυνατόν με τη νοοτροπία και τη σκέψη τους, τα παιδιά των «κατώτερων» τάξεων, των υπηρετών τους, να συναθροίζονται στον ίδιο χώρο, να έρχονται σε επικοινωνία με τα δικά τους, να σπουδάζουν στα ίδια Πανεπιστήμια, να συναγωνίζονται και να αναδεικνύονται «ισότιμα» και «ανώτερα» από τα δικά τους, τη στιγμή που έχουν όλες τις δυνατότητες να δημιουργήσουν φορείς «ανεξάρτητης» ανώτερης μόρφωσης, μόνο για τα δικά τους παιδιά.
«Προτιμώ ένα παιδί να πάει σε ένα δημόσιο ΙΕΚ και σε δυο χρόνια να γίνει web designer, παρά να καταλήξει σ’ ένα τμήμα δημόσιου Πανεπιστημίου, από το οποίο μπορεί να μην αποφοιτήσει ποτέ ή το τμήμα αυτό τελικά να του δώσει ένα πτυχίο που δεν θα έχει καμία αξία στην αγορά εργασίας». Αυτά λέχθηκαν από τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης των «αρίστων» την 11ην/9/2021 από το βήμα της 85ης ΔΕΘ, τα οποία αποδεικνύουν την ολοτελή άγνοια της υπόστασης, της δομής και της αξίας των Πανεπιστημίων, όπου από χώροι έρευνας και διασταύρωσης ιδεών, αμφισβήτησης και διάνοιξης οριζόντων είναι για τους επιχειρηματίες οι τόποι, που παράγουν έτοιμους «εργάτες» κατάλληλους για τις υπηρεσίες τους, με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος τους.
Με τις ίδιες κυριαρχικές ιδέες και πεποιθήσεις παίρνονται οι αποφάσεις και την περίοδο της πανδημίας, η οποία έχει οδηγήσει την κοινωνία σε εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, με τους κυβερνώντες να συγχέουν σκόπιμα την άσκηση της πολιτικής εξουσίας με την επιστημονική γνώση εφαρμόζοντας υποχρεωτικούς κανόνες υπακοής και υποταγής των «κατώτερων», εισάγοντας νέα ιδεολογήματα σκληρής πειθαρχημένης παιδαγωγίας.