του Δημήτρη Σωτηρόπουλου
Η τελευταία εικοσαετία μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί παγκοσμίως ως περίοδος ριζοσπαστικοποίησης των αλλαγών που διαμορφώνουν την ύστερη νεωτερικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα.
Αυτό που ονομάζουμε ύστερη νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ανοιχτότητα και σύγκλιση των οικονομικών συστημάτων διαμέσου ειρηνικού ανταγωνισμού (παγκοσμιοποίηση), από τη σαρωτική τεχνολογική επανάσταση και την ενίσχυση του ρόλου της επιστήμης, από τις διαρκείς μετακινήσεις ανθρώπων, κεφαλαίων και υπηρεσιών, όπως και από τον βαθύτερο κοινωνικό κατακερματισμό που συνεπάγεται και ριζικές αλλαγές στα μοντέλα ζωής (κρίση της πυρηνικής οικογένειας) και στη συναφή κουλτούρα των κοινωνιών.
Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή επέφερε ωστόσο και πολλαπλές κρίσεις που άρχισαν να ξεπηδούν απανωτά από τη μεγάλη χοάνη της Ιστορίας, σαν τις μπάμπουσκες, επηρεάζοντας όλες μαζί, αν και με διαφορετικούς τρόπους η καθεμία, την εξέλιξη των πραγμάτων. Ιδίως ο δυτικός κόσμος που βρίσκεται στην πρωτοπορία των αλλαγών αυτών βίωσε αλλεπάλληλες αναταράξεις ως απόρροια όλων αυτών: ισλαμιστική τρομοκρατία (μέσα στο έδαφος των ΗΠΑ και της Ευρώπης και όχι στην περιφέρεια, όπως παλιότερα), οικονομική κρίση μετά το 2008, κρίση της Ε.Ε. (Βrexit), μεταναστευτική και κλιματική κρίση, πολιτισμικοί πόλεμοι (διαμάχες για τις έμφυλες ταυτότητες, ΜeΤoo κ.λπ.), υγειονομική και ενεργειακή κρίση και τελευταία μια μεγάλη γεωπολιτική κρίση σχετιζόμενη με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η περίοδος αυτή των πολυ-κρίσεων (poly-crisis) δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και το πολιτικό πεδίο, ενισχύοντας τις εθνολαϊκιστικές φωνές που αντιμετωπίζουν φοβικά και με εθνική εσωστρέφεια τις προκλήσεις αυτές (βλ. την άνοδο των λαϊκιστών σε ΗΠΑ, Αγγλία, Ελλάδα και οψίμως στη Γαλλία εν όψει και των προεδρικών εκλογών). Ενίσχυσε επίσης τον «αντισυστημισμό» και τον αντι-ελιτισμό, δηλαδή την αντίδραση απέναντι στα ορθόδοξα κανάλια παραγωγής της γνώσης και της πληροφορίας, δημιουργώντας εναλλακτικές, αλλά απολύτως έωλες πηγές αντι-γνώσης.
Η διάχυτη συνωμοσιολογία, τα fake news και η μετα-αλήθεια είναι εν τέλει οι τρόποι αντίστασης στην «επίσημα αποδεκτή» γνώση όσων την παράγουν. Αν το δούμε από απόσταση, πάντως, όλες οι βιομηχανικές επαναστάσεις και οι κρίσεις τους από το δέκατο ένατο αι. και μετά επέφεραν τέτοια αντίδραση, ορισμένες φορές προκαλώντας πολύ πιο επικίνδυνα φαινόμενα, όπως η γέννηση των ολοκληρωτισμών και οι δύο καταστροφικότατοι παγκόσμιοι πόλεμοι.
Ο υψηλότατος αριθμός των θανάτων εξαιτίας της πανδημίας (πάνω από 6 εκατ. παγκοσμίως), τα πρωτοφανή lockdowns με δυστοπικούς όρους σε άλλοτε σφύζουσες από ζωή πόλεις του πρώτου κόσμου, τα μεγάλα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, η πρόσκαιρη αδυναμία μετακινήσεων, η εφαρμογή της τηλεργασίας και η επιβολή της κοινωνικής αποστασιοποίησης έδωσαν την εντύπωση ότι η υγειονομική κρίση θα επέφερε δομικές αλλαγές στον κόσμο μας.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που έκανε είναι να επισπεύσει αλλαγές που ήταν ήδη διαμορφωμένες στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση, οι άυλες επαφές και η εξ αποστάσεως επικοινωνία και συνεργασία, καθώς και να επιβεβαιώσει τον καθοριστικό ρόλο της επιστήμης σε κάθε πτυχή της ζωής μας, μαζί με την ανάγκη για παγκόσμιο συντονισμό απέναντι σε παγκοσμιοποιημένες απειλές. Με άλλα λόγια, χωρίς να θέλει κανείς να υποτιμήσει τη σημασία της και τις ζοφερές της παρενέργειες, η πανδημία λειτούργησε μάλλον ως επιταχυντής εξελίξεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης παρά ως ανατροπέας.
Εκείνη η κρίση που αντιθέτως φαίνεται ότι θα λειτουργήσει πολύ πιο ανατρεπτικά είναι η ουκρανική, καθώς θέτει καίρια ζητήματα, τόσο γεωπολιτικά όσο και πολιτικο-ιδεολογικά. Κυρίως, δε, όσα θέτει, αμφισβητούν ευθέως τη βάση του κόσμου της μετανεωτερικότητας.
Πρώτα απ’ όλα, επαναφέρει τον πόλεμο ως μέσο αναθεώρησης του ευρωπαϊκού, μετακομμουνιστικού status quo. Ως γνωστόν, η E.E., από καταβολής της ύπαρξής της, μεταπολεμικά, συστάθηκε ως μια ειρηνική δύναμη ήπιας διπλωματίας, με το ΝΑΤΟ να αναλαμβάνει να καλύψει το κενό ασφάλειάς της που προέκυπτε από αυτή την υπαρξιακή επιλογή. Ο ιμπεριαλιστικός και άκρως επικίνδυνος ρωσικός αναθεωρητισμός επαναφέρει τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς στο προσκήνιο με νέους ψυχροπολεμικούς όρους. Πρόκειται για μεγάλο πισωγύρισμα.
Ανατρέπει όμως και το παγιωμένο σχήμα της παγκοσμιοποίησης. Ο διαφαινόμενος οικονομικός και πολιτικός αποκλεισμός της Ρωσίας του Πούτιν για καιρό από τον υπόλοιπο κόσμο, με την εξαίρεση των μεγάλων δυνάμεων της Ασίας, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία και το Ιράν, μας προκαταλαμβάνει για έναν κόσμο οικονομικά κατακερματισμένο και με ζώνες επιρροής που δεν θα επικοινωνούν η μία με την άλλη, θυμίζοντας τους προηγούμενους αιώνες.
Αυτό σημαίνει ότι οι μετακινήσεις προσώπων και κεφαλαίων, οι διασυνοριακές επικοινωνίες και οι διεθνείς συνεργασίες θα περιοριστούν εντός αυτών των νέων περίκλειστων περιφερειών, με σοβαρή επίπτωση σε μια σειρά θεμάτων οικουμενικής σημασίας που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς παγκόσμια συνεργασία, όπως η διαχείριση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κ.λπ.
Αμφισβητεί, τέλος, και την πορεία της πολιτικής φιλελευθεροποίησης και του παγκόσμιου εκδημοκρατισμού μετά το 1991, κάτι που αποτελεί το αναγκαίο πολιτικό συμπλήρωμα της παγκοσμιοποίησης, καθώς ευνοεί την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση ατόμων και κοινωνιών παντού στον πλανήτη. Μια κατάκτηση που πήρε χιλιάδες χρόνια στην ανθρωπότητα για να την επιτύχει, προφανώς με όλες τις αδυναμίες που μένουν να αντιμετωπιστούν. Και που αν αντιμετωπιστούν, θα είναι με τους όρους της δημοκρατίας και όχι του αυταρχισμού.
Αντιθέτως, τα ανελεύθερα καθεστώτα και οι συγκαλυμμένες δικτατορίες που έχουν επικρατήσει στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Τουρκία και αλλού συνιστούν, χάρη στην εξαγόμενη επιθετικότητά τους, απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης ‒ απειλή εξωτερική και εσωτερική. Εξωτερική διότι τις αμφισβητούν με όρους αυτοκρατορικού επεκτατισμού. Και εσωτερική διότι ενισχύουν εντός της Δύσης τις αντιφιλελεύθερες αντισυστημικές δυνάμεις του φιλοαυταρχισμού, ακροδεξιού και ακροαριστερού. Υπονομεύουν δηλαδή τον κόσμο που τόσο πασχίζουμε να οικοδομήσουμε όλες αυτές τις μεταπολεμικές και μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες: ανοικτό, ελεύθερο, δημοκρατικό, ειρηνικό, όσο το δυνατόν πιο συμπεριλητπικό και δίκαιο. Ευχής έργο θα ήταν να ακολουθήσουν όλοι στον πλανήτη σε αυτό. Αν κάποιοι δεν θέλουν από μίσος γι’ αυτό που είμαστε, ας φροντίσουμε τουλάχιστον από την πλευρά μας να μη συνιστούν απειλή σε όσα έχουμε καταφέρει.