
Πριν χρόνια, άνοιξη τέτοια εποχή, όταν πήγαινα στη Νότια Λακωνία από τη Σπάρτη ως τη Μονεμβασιά και αντίθετα, και έκανα τακτικά αυτή τη διαδρομή, χαιρόμουν πραγματικά την ανθισμένη φύση. Την ομορφιά, τα χρώματα, τα μεθυστικά αρώματα από τους πορτοκαλανθούς κυρίως και όλα τα μεγαλεία της. Το ίδιο γινόταν και αργότερα ίδια εποχή, όταν πήγαινα στην Τρίπολη και στη διαδρομή με ξεσήκωναν τα σπάρτα που φοράγανε φέσια κίτρινα και με τη μεθυστική μυρωδιά τους τραβούσανε τις μέλισσες να τις κεράσουν νέκταρ, από τα οποία είναι κατάφυτη η περιοχή δεξιά και αριστερά του δρόμου. Σε ορισμένα σημεία σταμάταγα κιόλας για να απολαύσω και να χαρώ την ευωδιά και όλο το θαύμα, όπως κάνω και στο σπίτι μου. Βγαίνω στο μπαλκόνι δυο τρεις φορές τη νύχτα να απολαύσω το άρωμα απ’ τις πορτοκαλιές. Ακούω και τ’ αηδόνια στα πλατάνια της ρεματιάς την κονταυγή. Και γενικά απολαμβάνω βαθειά ό,τι βγάζουν τα χρυσοκίτρινα σπάρτα, οι ροδόχρωμες κουτσουπιές, οι άσπρες γκορτσιές, όλα αγκαλιασμένα και συνταιριασμένα αρμονικά με τα νιόβγαλτα φύλλα που συνιστούν την ομορφιά και τη μοσχοβολιά της άνοιξης. Όλα εκείνα που διαλαλούν το μέγα θαύμα, «της ζωής τον ακάθιστο ύμνο», όπως λέει ο ποιητής. Την ανάσταση της γης.
Όμως μέχρις εκεί. Ποτέ δεν στάθηκα να εμβαθύνω περισσότερο αλλά όλα άρχιζαν και τελείωναν στην απόλαυση και αυτό μου αρκούσε.
Προχθές όμως που τηλεφωνηθήκαμε με το φίλο, μου μίλησε για τους ασπαλάχτους αυτός, που τώρα είναι ανθισμένοι στο νησί του και πόσο γοητεύεται από την εικόνα, μοναδικές ζωγραφιές και τη μυρωδιά. Προπαντός τη μυρωδιά. Και αναρωτήθηκε, πρώτη φορά όπως είπε στη ζωή του, γιατί τη μυρωδιά δεν την πιάνουν με τα τέλεια μέσα που διαθέτουμε σήμερα. Τον ήχο, συνέχισε, τον πιάνουν, τα χρώματα το ίδιο. Τη μυρωδιά γιατί; Δεν μπορούν; Γιατί δεν προσπαθούν και αυτή να την παγιδεύσουν; Διότι, συνέχισε, φωτογράφισα τους ασπαλάχτους και μετά κύτταζα τη φωτογραφία με τα χρώματα και τη χαιρόμουνα. Μου φαινόταν όμως πως κάτι έλλειπε και αυτό ήταν η μυρωδιά. Γιατί ήθελα να μυρίζει κιόλας η φωτογραφία.
Με κύματα έρχεται ο ήχος κι αυτόν τον πιάνουμε. Βλέπεις τον ομιλητή και ταυτόχρονα ακούς εκείνα που λέει, ή τον τραγουδιστή να τραγουδά. Ή ακούς το τραγούδι του από τον δίσκο ή το βίντεο κι ακούς και βλέπεις. Η μυρωδιά κι αυτή με κύματα έρχεται ή με σωματίδια. Γιατί δεν προσπαθούν να την πιάσουν; τί τους εμποδίζει; Φωτογραφίζουμε το μωρό, γυρίζουμε βίντεο και έχουμε τις πρώτες του λεξούλες, το κλάμα του. Τη μυρωδιά του όμως δεν την έχουμε. Δεν μπορούν να την πιάσουν; και το ίδιο συμβαίνει με τη γεύση. Σήμερα, εξακολούθησε, έκοψα φρέσκα κληματόφυλλα, τρυφερά, τύλιξα και έκανα υπέροχα ντολμαδάκια. Με τα καρυκεύματά τους, τα αρτύματα, το πιπέρι, το κίμινο, τον μαϊντανό, τη ρίγανη, τη φρέσκια ντομάτα κι ένα σωρό άλλα που πρόσθεσα, ώστε βγήκαν κάτι ντολμαδάκια μούρλια. Αν τα φωτογραφήσω ή τα βιντεοσκοπήσω όμως να σου τα στείλω, η μοσχοβολιά και η γεύση τους θα μείνουν απ’ έξω. Και αν ήμουν επιστήμονας που ασχολείται μ’ αυτά θα κυνηγούσα να πιάσω, όπως τον ήχο και τα χρώματα, τη γεύση και τη μυρωδιά.
Βγήκα από τη θάλασσα εκεί στην ερημιά αγναντεύοντας την απεραντοσύνη και τους κυματισμούς της. Έρχονταν κι ένα μεθυστικό αεράκι που έφερνε την αρμύρα και το άρωμά της που σε τρέλαινε. Τη φωτογράφησα. Απ’ τη φωτογραφία όμως έλλειπε η μυρωδιά, ενώ εγώ ήθελα να υπάρχει κι αυτή που έρχεται απ’ το πέλαγος και είναι άλλο πράγμα. Είπα: πιάνουν ήχους, χρώματα, λεπτομέρειες στα βάθη των ωκεανών. Τη μυρωδιά γιατί; και με τη σκέψη αυτή πήγα να σκάσω.
Μοσχοβολούσε ο κάμπος ολόκληρος ώστε σου έρχονταν λιγοθυμιά. Η φωτογραφία όμως ή το βίντεο δεν μυρίζουν κι είναι κρίμα. Σκεφθείτε τί υπέροχο θα ήταν αν μύριζε κιόλας! Έχει χρόνια ο άνθρωπος που κάνει φωτογραφία, βιντεοσκοπεί και ηχογραφεί. Παγίδεψε τα πάντα, όχι όμως τη μυρωδιά, που κι αυτή, όπως είπαμε, κύματα είναι και δεν αναφέρει κανείς γιατί. Τί συμβαίνει λοιπόν με την οσμή και τη γεύση; Και πρώτη φορά το μυαλό έκανε αυτό το άλμα.
Μαγειρεύουν όλοι στην τηλεόραση. Στέλνουν και φωτογραφίες των παρασκευαζομένων φαγητών. Αντιλαλεί και το τηγάνισμα. Όμως γιατί να μην μυρίζουν κιόλας; Και σαν προβληματισμό δεν το είδα πουθενά, ενώ η μυρωδιά είναι κάτι πολύ βασικό. Συνεπώς αν είχαμε τη φωτογραφία μαζί με όλα τα άλλα και να μυρίζει θα ήταν αλλιώτικα, θα ήταν κάτι πλήρες και θα είχαμε άλλη διάσταση δηλαδή όλον τον κύκλο των αισθήσεων, αφού όλα βγάζουν την ομορφιά τους σαν χρώμα, ήχο, οσμή, γεύση, αφή. Από το παραμικρό λουλουδάκι μέχρι το πιο μεγάλο και σύνθετο δέντρο. Όλα θέλουν να φανούν. Να δείξουν την ύπαρξή τους, ότι είναι όμορφα. «Όλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της ψυχής τους», λέει ο Σολωμός. Όμως για ποιόν τη βγάζουν και αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος ποιος θα τα καμάρωνε; Εμείς οι άνθρωποι λοιπόν έχουμε αυτό το προνόμιο, οι μόνοι. Και αντί να καθόμαστε να τα χαιρόμαστε όλ’ αυτά, εμείς τρωγόμαστε. Τραγικό. Και αν τα ειπείς κάπου μπορεί να σου απαντήσουν: έλα, μωρέ, κάποτε θα βρεθεί κι αυτό ή με τί κάθεσαι κι ασχολείσαι; Και εκεί θα τελειώσει η συζήτηση. Θα σου απαντήσουν επιπόλαια που θα σε κάνουν να ντρέπεσαι, γιατί τα σκέφτηκες και προβληματίστηκες. Και ο φίλος μου με τις απορίες του έδωσε φτερά και στη δική μου λαχτάρα.
Θα κλείσω λέγοντας ότι τρέχουμε με χίλια στον κατήφορο χωρίς φρένα και δεν παίρνουμε είδηση, όπως δεν παίρνουμε είδηση ότι η γη γυρίζει. Και όλα πάνε να γίνουν μια ανωμαλία. Προσπαθώ να κλείνω τα μάτια μου, τα αυτιά μου, αλλά αυτά μπαίνουν μέσα σου χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Ας ελπίσουμε στη δύναμη της φύσης από την οποία αυτό το τέρας, ο άνθρωπος, έφυγε. Πιστεύω όμως ότι τελικά η φύση δεν θα νικηθεί από τον άνθρωπο. Δεν μπορεί η παντοδύναμη φύση, που στο κάτω κάτω αυτή μας δημιούργησε, να φαγωθεί απ’ το δημιούργημά της, και αυτό με παρηγορεί. Πάντως πρέπει να φοβάται κανείς το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος.
Υστερολόγιο: Ένα απόφθεγμα – παροιμία των Ινδιάνων της Αμερικής λέει: «Την άνοιξη περπάτα ανάλαφρα. Η μάννα Γη κυοφορεί». Όποιος το έπιασε αυτό και το κράτησε μέσα στο λόγο του ανθρώπου ήταν σπουδαίος, μέγας φιλόσοφος και ευαίσθητος άνθρωπος. Άστραμμα του μυαλού του. (Οι Ινδιάνοι ήσαν ένα με τη φύση, μιλούσαν μ’ αυτήν και γι’ αυτήν και ταυτίζονταν μαζί της, όπως οι αρχαίοι Έλληνες με την Γαία. Τη μάννα γη και την Δήμητρα, (Γη+μήτηρ), που την άνοιξη είναι χαρούμενη γιατί ήρθε η κόρη της από τον Κάτω Κόσμο. Ανασταίνεται η πλάση).