Μετασυγχώρηση

Τρίτη, 14 Μάιος 2024 21:40 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Μετασυγχώρηση

του Στέλιου Ράμφου
Ένας άνθρωπος ή ένας λαός για τα δεινά του οποίου φταίνε μονίμως οι άλλοι, δεν έχει δύναμη να συγχωρεί και γι’ αυτό μένει αμετανόητος. Συγχώρηση και μετάνοια είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το άτομο δεν αντέχει να ανακαλύψει εαυτόν πίσω από τις ψευδαισθήσεις του, ενώ η κοινωνία δεν τολμά να ζητήσει λογαριασμό από τις φαντασιώσεις της, να συνειδητοποιήσει τι τρέχει μέσα τους και ν’ αλλάξει γραμμή.

Η συγχώρηση αποκαθιστά κοινωνία του θύτη και του θύματος, την οποία διέρρηξε η ένταση των περιστάσεων και η σκληρότητα των επιλογών. Μεσολαβεί η αναστοχαστική εργασία του παθόντος, που λυτρωμένος από το βάρος των οδυνηρών συμβάντων ξαναπιάνει τα βήματα της ζωής για να επουλώσει το τραύμα πέρα της μνησικακίας και της εκδικητικότητος. Η μνήμη του κακού δεν δίνει καρπό, δίνει η αναμνηστική εμπειρία του πόνου στη βιωματική του ανάκληση.

Συγχωρούμε για να συνυπάρξουμε, αλλά δεν ξεχνούμε. Η συγχώρηση απαιτεί εσωτερική εγρήγορση, όχι λήθη. Η λήθη καταδικάζει είτε αθωώνει και γι’ αυτό κουκουλώνει, δεν θεραπεύει. Δέσμιο της μνήμης του, το παρελθόν δεν αφήνει να τρέξει ο χρόνος διαιωνίζοντας το ασυγχώρητο. Το δίλημμα είναι: εξάρτηση από το παρελθόν ή ελευθερία σ’ έναν καινούργιο χρόνο;

Συγχωρώντας υπακούομε στο βαθύ νόημα της ανθρωπινότητος, το συνυπάρχειν εν κοινωνία, ακούμε την κλήση του στην προσδοκία μιας αυθυπερβάσεως. Μιλούμε για στάση ζωής, όχι για θεωρία. Συγχωρούμε τον υπαίτιο για το εσωτερικό σκοτάδι που τον έσπρωξε στην καταλογιστέα ενέργεια, όμως εντάσσουμε την πράξη του στο διφορούμενο μιας ελευθερίας η οποία παράλληλα με το καλό γεννά και το κακό.

Δεν συγχωρούμε από αγάπη για τον υπαίτιο, ο οποίος μπορεί να έπραξε απάνθρωπα, να συμμετείχε, ας πούμε, ενεργά στο Ολοκαύτωμα ή σε κάποια Γενοκτονία. Συγχωρούμε από σεβασμό στην ανθρωπινότητα, ασυμβίβαστη με εκδικητικές ανταποδόσεις. Εκδικος είναι ο εκδικητής, εκείνος που εφαρμόζει με τον τρόπο του το δικό του δίκιο. Η εκδίκηση αναπαράγει μέσα μας επιθετικά το εις βάρος μας κακό και δηλητηριάζει την ψυχή μας. Χάνουμε την ευκαιρία το σφάλμα να γυρίσει σε πνευματική μεταστροφή, να αναλάβουμε ευθύνη για το μέλλον και να κλείσουμε το ρήγμα που προκάλεσε στον χρόνο της ζωής μας το κακό. Η συγχώρηση ενώνει σαν σταυρός τα το πριν διεστώτα, συμβολίζει ένα παρόν ανοικτό ποιητικά εξίσου στο παρόν και στο μέλλον.

Η παγίδα (και το σκάνδαλο) είναι με τη φορά των πραγμάτων να γίνει η συγχώρηση συνενοχή, ήτοι «μετασυγχώρηση». Άλλο «συγχωρώ» και άλλο «υιοθετώ» κάτι που αναιρεί την ανθρωπινότητά μου και με αποξενώνει από τη φύση της. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν αναγνωρίζω όρια στην ελευθερία μου. Όμως η ελευθερία χωρίς όρια τρέπεται εύκολα σε ιδιοτέλεια και δικαιωματισμό που τραυματίζουν καίρια το δίκαιο και αυτό το ανθρωπεύεσθαι. Ορίζει πλέον την ύπαρξη η αοριστία της ελευθερίας, με ό,τι αρνητικό κάτι τέτοιο συνεπάγεται: μια θεσμοποίηση του κακού που μας ξαναγυρνά στα ζώα.

Διδακτικό παράδειγμα επί του θέματος αποτελεί η καταδίκη των υπαιτίων για τις βαρβαρότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να αποδοθεί συλλογική ευθύνη και ενοχή στον γερμανικό λαό, πράγμα που εις βάθος χρόνου ίσως δημιουργούσε νέο τραύμα με ανείπωτα ξεσπάσματα. Στις εξελίξεις θετικά επέδρασε η οραματική προσπάθεια των τότε πολιτικών ηγεσιών να ενωθεί η Ευρώπη, με το εγχείρημα να συνεχίζεται και τα σκαμπανεβάσματα να ζητούν την υπομονή και την πίστη μας.

Τηρουμένων των αναλογιών, πολύ μικροτέρας εκτάσεως γεγονός, όμως ιστορικά παράλληλο της μεταβάσεως από την Ευρώπη των πολέμων σ’ εκείνη της ειρήνης, μπορεί να θεωρηθεί η δική μας μεταπολίτευση, που αρχίζει το 1974 και πορεύεται ακόμη. Σημειωτέον, το «Μετά» εν συνθέσει προς το «πολίτευση» δηλώνει κίνηση προς, μεταβολή καθεστώτος από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία. Αλλά ενώ στη μεταπολεμική Γερμανία η ανασύνταξη ήταν άμεση και η προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε σχετικώς γρήγορα, στη δική μας περίπτωση η Μεταπολίτευση συνιστά πάντα παρόν.

Γιατί διαρκεί τόσο η Μεταπολίτευση; Επέρασαν πενήντα ολόκληρα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και ακόμη το αίσθημα της ανατροπής της ανεμίζει τις σημαίες των αντιπολιτευομένων. Μάλιστα όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο ακαθόριστο δείχνει εκείνο το «Μετά». Όμως θεσμικές αλλαγές έγιναν γρήγορα και οι υπαίτιοι της εκτροπής τιμωρήθηκαν. Τι μένει αμετάβλητο ώστε να περιμένουμε τόσο; Κουραστήκαμε από το σημειωτόν! Μήπως πρέπει να ξεχάσουμε; Σαν να φοβόμαστε την ειρήνη που η συγγνώμη συνεπάγεται και αποτελεί εξίσου εθνική εκκρεμότητα ως προς τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49.

Τέτοιες εκκρεμότητες μολύνουν τον αέρα που αναπνέουμε και η ζωή δεν περιμένει. Αντί να εξοφλήσουμε το χρέος μας στο παρελθόν αρνησιδικούμε και επιμένουμε σε αναβολή της συγχωρητικής καθάρσεως. Μήπως πίσω από τη μακροημέρευση της Μεταπολιτεύσεως κρύβεται κάποια ασύνειδη συνενοχή με τον κακό εαυτό μας, ένα είδος διαχρονικού κοινού παρονομαστή των πνευματικών μας αγκυλώσεων;

Εάν το δικτατορικό καθεστώς στηριζόταν στη μονοδιάστατη τάξη, η δημοκρατία εισήγαγε την ελευθερία ως πολιτικοποίηση της ζωής των ανθρώπων, οπότε διατηρούμε εις το ακέραιο τα σκοτάδια μας με την κουλτούρα του πελατειασμού ως αντεστραμμένου εγωισμού. Αφήνω κατά μέρος το ερώτημα πόσο ανθεκτική είναι μία δημοκρατία παρέχουσα και όχι απαιτούσα. Επίσης μια ουσιαστική μεταπολίτευση όφειλε να ενθαρρύνει τη σιωπή που χρειάζεται η αναστοχαστική εξέταση του τραυματικού παρελθόντος. Αντ’ αυτού επεκράτησαν οι διαδηλώσεις με ντουντούκες με συνθηματολογικές κραυγές, δηλαδή ο ασφαλέστερος τρόπος να μην αναλογισθούμε τίποτε και να μείνουμε απαράλλαχτοι.

Από την άποψη αυτή δεν είναι άτοπο να βλέπουμε στη Μεταπολίτευση ένα ναρκισσιστικό εγώ που θυματοποιεί εαυτόν και δαιμονοποιεί το άλλο. Αυτό υποδαύλισε εκ νέου τον διχασμό και έδωσε προβάδισμα στη στατική μνήμη απέναντι στην αναστοχαστική ανάμνηση. Μετατρέποντας η πολιτικοποίηση τα δημόσια πράγματα σε πολεμικές αντιπαραθέσεις θεσμοποίησε την κοινωνική διαίρεση. Η Μεταπολίτευση δεν αξιοποίησε πνευματικά την οδυνηρή εμπειρία της επταετίας, για να αναζητήσουμε εντός μας ως άτομα και ως κοινωνία αόρατα νήματα τα οποία υφαίνουν μεγάλα λάθη και έτσι βαλτώνουμε σε επιλογές οι οποίες αποκλείουν τη συγχωρητική ανάμνηση – απλώς τιμωρούμε.

Η Μεταπολίτευση θα έφερνε αλλαγή αν καλλιεργούσε τη συγχωρητική σχέση του παρόντος με το παρελθόν, σε συνδυασμό με την αυτογνωσία. Να μη βρίσκει στις ψυχές μονίμως αντίκρισμα το συμβολικό σχήμα «φίλος-εχθρός» και ο πελατειασμός έδαφος στο ασυγχώρητο, εις βάρος κάθε αξιοκρατίας.

Όμως οι θεσμικές παρεμβάσεις της Μεταπολιτεύσεως δεν είχαν εσωτερικές προεκτάσεις. Πολύ γρήγορα καταλήξαμε στα «πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία ανά την επικράτεια, τεμένη μιας δημοκρατίας όπου όλοι συνυπάρχουν διαιρεμένοι μεταξύ τους και ασυγχώρητοι. Οσο και να «μετρούν» οι αναλυτές, δεν θα αντιληφθούν ότι ο διχασμός συγκροτεί εδραία πολιτισμική μας πραγματικότητα, εργαζομένη αποτελεσματικά στα πεδία των ψυχισμών και των νοοτροπιών. Είναι ο τρόπος μας να κατανοούμε και να βιώνουμε παραπολιτικά την πολιτική. Έτσι εξορκίζουμε τη συμπληρωματική συνύπαρξη των διαφορετικών, επιμένουμε στο απόλυτο εκεί που χρειάζονται πρακτικές λύσεις και ανάγουμε σε στρατηγική την ενοχοποίηση του άλλου. Προφανώς έχουμε ζωτική ανάγκη από το ασυγχώρητο.

Στο κενό πάνω από το οποίο ίπταται το ασυγχώρητο αναπτύσσονται ο αριστερός αντισυστημισμός, αλλά πρόσφατα και ένα κεντροδεξιό μεταμοντέρνο. Το τελευταίο φθάνει να νομιμοποιεί «κανονικότητες» στις οποίες όλες μπορούν να είναι όλα, εις βάρος κάθε έννοιας και σημασίας των πραγμάτων. Έχω κατά νουν τον νόμο για τους γάμους των ομοφύλων ζευγαριών. Ο μεταμοντερνισμός, ως γνωστόν, σχετικοποιεί κάθε είδους σταθερές αρχές και αναφορές, απορρίπτει τη διάρκεια προς τιμήν της παρούσης στιγμής, ανάγει τα πάντα σε κοινωνικές συνθήκες και πολιτισμικές κατασκευές, δίνει στο νόημα συγκυριακή σημασία.

Στο ιδεολογικό τούτο πλαίσιο ο φιλελευθερισμός περνά στο περιθώριο, αν δεν γίνεται άφαντος, και τα ποικίλα επιθυμητικά «δικαιώματα» διεκδικούν μορφή εννόμου τάξεως, εν ονόματι της «συμπεριλήψεως». Με τη σειρά της η «συμπερίληψη» αποδεικνύεται μια συνενοχική συγχώρηση –για την ακρίβεια «μετασυγχώρηση»– αφού η μεταμοντέρνα ανοχή φέρει επάνω και μέσα της έντονη αδιαφορία και αρνητική ενσυναίσθηση, ελλείψει αξίας του σκοπού να γίνεται καθένας μας περισσότερο άνθρωπος.

Η πρώτη δημοσίευση έγινε στην Καθημερινή στις 6/5/2024.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση