Γράφει ο Κωστής Κορνέτης*
Πόσο άστοχη ήταν τελικά η πολύκροτη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών στο Παρίσι; Οι Γάλλοι έβγαλαν την τελετή από το γήπεδο όπου ανήκε, έφτιαξαν ένα θέαμα ασύνδετο και πλαδαρό, μια drag παρέλαση που ατίμασε μέχρι και τους συμβολισμούς του Μυστικού Δείπνου. Τι σχέση, τέλος πάντων, έχει το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας, ο κουκουλοφόρος τιμωρός με τα παρκούρ από το Assassins Creed ή η αναρχική Μαρί Λουίζ της Κομούνας με το πνεύμα του Ολυμπισμού; Και τι κρίμα για τους αθλητές που πέρασαν σε τρίτη μοίρα. Εμείς τα κάναμε καλύτερα. Είκοσι χρόνια πριν κάναμε μακράν την καλύτερη τελετή έναρξης -προήγαμε το αρχαίο πνεύμα συν το ολυμπιακό ιδεώδες· τα πάντα ήταν όπως έπρεπε, λιτά και απέριττα, χωρίς τον στόμφο και τους φανφαρονισμούς των Γάλλων. Αυτοί είναι woke, με μόδες της στιγμής, εμείς πανανθρώπινοι και διαχρονικοί.
Αυτή η άποψη κυκλοφορεί σε μεγάλο βαθμό στα ελληνικά σόσιαλ μίντια μετά την πρόσφατη τολμηρή τελετή του Παρισιού. Υπάρχει βέβαια κάτι παράδοξο σε αυτή την αντιπαράθεση με το 2004 -τη χρονιά που, τρόπον τινά, σφράγισε την εποχή της πλασματικής ελληνικής ανόδου που επιστέγασε το Euro και βέβαια η Ολυμπιάδα, που ενέταξε τη χώρα στο πάνθεον των ιδανικών διοργανωτών. Υποβιβάζει την ευφυή σύλληψη της γαλλικής τελετής με τη συμπεριληπτικότητα του συνθήματος liberté-égalité-fraternité/sororité σε ένα ιδιότυπο και ανούσιο μπρα ντε φερ με τα καθ’ ημάς -όπου, φυσικά, εμείς κερδίζουμε με χαρακτηριστική άνεση. Επίσης παρασιωπά το γεγονός ότι ψηφίδες της ελληνικής τελετουργίας όπως τα Ντάτσουν με τα καρπούζια στη λήξη ή ο Σάκης Ρουβάς δεν είχαν ακριβώς πανανθρώπινο χαρακτήρα. Πέρα από τα εγκώμια για την αριστουργηματική σύλληψη του Παπαϊωάννου, που τώρα πια όλοι εξαίρουν με περηφάνια, ποιος θυμάται τις κριτικές της εποχής για το γραμμικό, «παπαρηγοπούλειο» σχήμα του; Σε άλλο επίπεδο, απωθούμε και τη μαύρη σελίδα του πολύκροτου στημένου ατυχήματος των Κεντέρη – Θάνου, που επισκίασε τους Αγώνες προκαλώντας σοκ, οδηγώντας χιλιάδες κόσμου στο στάδιο να φωνάζει ρυθμικά «Κε-ντέ-ρης», εναγκαλιζόμενος συνωμοσιολογικά σενάρια γι’ αυτούς που μας επιβουλεύονται. Για να μη μιλήσουμε, βεβαίως, για τη διαχείριση της κληρονομιάς των Αγώνων και την τραγική κατάληξη των ολυμπιακών ακινήτων.
Απορρέουν όλα αυτά από νοσταλγία; Εν μέρει ναι. Σύμφωνα με τη μεγάλη Ρωσοαμερικανίδα θεωρητικό Σσβετλάνα Μπόιμ, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η αναστοχαστική νοσταλγία που εστιάζεται στο άλγος, που αντιμετωπίζει την ίδια τη λαχτάρα για το παρελθόν με κάποια ειρωνεία· και η αποκαταστατική νοσταλγία, που εστιάζεται στον νόστο που προκαλεί αυτή η ενθύμηση του παλιού και χαμένου και που συνήθως συνδυάζεται με ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Eμείς φαίνεται πως επιλέγουμε τη δεύτερη. Είναι σαφές πως τέτοιου είδους τάσεις ευδοκιμούν σε εποχές μεγάλης πίεσης και αβεβαιότητας όπως η σημερινή.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως αντίστοιχα με την ιδιότυπη επέτειο από το 2004 και στα 50χρονα της Μεταπολίτευσης κυριάρχησε, με λιγοστές εξαιρέσεις, η φωτεινή, επιτυχημένη, εορταστική μετάβαση ως πανηγύρι της δημοκρατίας, ενώ απωθήθηκε το τραύμα της Κύπρου. Μιλώντας με μια Κύπρια φίλη, εντυπωσιάστηκα όταν μου είπε ότι διέγνωσε ένα μεγάλο κοντράστ στον τρόπο μνημονικού αναστοχασμού των πενήντα χρόνων ανάμεσα στην Ελλάδα της ανάτασης και του success story και στην Κύπρο της τραγωδίας, της κατοχής και της ντε φάκτο διχοτόμησης. Ομως, αυτή ήταν τελικά η ελληνική μετάβαση στη δημοκρατία: την ίδια στιγμή, γιορτή και δράμα. Είναι ακριβώς αυτός ο διττός χαρακτήρας της Μεταπολίτευσης που φαίνεται πως δεν μετασχηματίστηκε σε συλλογική μνήμη – με τις όποιες αναφορές στον πραγματικό καταλύτη της, δηλαδή το κυπριακό δράμα, να αχνοφαίνονται στο μπάκραουντ. Αποκαταστατική νοσταλγία, λοιπόν, κι εδώ. Μέχρι και στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ των Καλύβα – Παναγιωτόπουλου, που έκανε χρήση ενός εντυπωσιακού οπτικού υλικού, βλέπουμε το παρελθόν ως κάτι πολύχρωμο και εξωτικό: συγκίνηση, κοινό ξεκίνημα, επιτυχία, το τρίπτυχο της αισθητηριακής ενατένισης. Κάποιοι είπαν πως όταν το παρελθόν μετατρέπεται σε νοσταλγία τότε μπαίνει στο μουσείο και σταματά να μας αφορά άμεσα – άρα, αυτοί πιθανότατα είναι οι οριστικοί τίτλοι τέλους στο ατελείωτο έργο ονόματι Μεταπολίτευση.
Το 2024, βέβαια, πριν από τη Μεταπολίτευση και την Ολυμπιάδα, είχαμε ήδη καταναλώσει πολλή ιστορία λόγω και των άλλων επετείων, του ’21 και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα διαδοχικά κύματα νοσταλγίας όμως για τις δυο πρώτες εξωραΐζουν το παρελθόν. Είναι μια νοσταλγία που αναπολεί μεγαλεία, που εξιδανικεύει καταστάσεις, που αποσιωπά ή απωθεί μαύρες στιγμές και σελίδες προς όφελος του σπουδαίου, του ωραίου, του μοναδικού, του ελληνικού. Είναι η πεθυμιά για το τότε που λέει πολλά για το τώρα. Αντιστρέφοντας το περίφημο ποίημα της πρόσφατα εκλιπούσας Τζένης Μαστοράκη, το αλογάκι του λούνα πάρκ μας είχε δουλέψει ένα φεγγάρι ως Δούρειος Ίππος.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.