Γράφει ο Παναγιώτης Στρατηγάκης*
Όλα δείχνουν πως η εικόνα της ανάπλασης στην Παλαιολόγου με όλα τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ανάμεσα στα πλατάνια θα γίνει μόνιμη. Οι μόνοι που δεν φέρουν ευθύνη είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης και ιδίως αυτοί των περιχώρων που αναζητούν θέση στάθμευσης στο κέντρο.
Καμία από τις πολλές μελέτες για τη Σπάρτη δεν έλαβε ρεαλιστικά υπόψη αυτή τη μεγάλη ανάγκη. Αντίθετα, ο δημόσιος διάλογος αρκέστηκε σε ευχολόγια περί βιώσιμης κινητικότητας και άλλα σενάρια τα οποία ανάγουν το ποδήλατο σε μια λύση παντός καιρού, πράγμα εντελώς ουτοπικό.
Βεβαίως και οι Σπαρτιάτες μπορούν να κινηθούν με ποδήλατο σε μία πόλη που ευτύχησε να έχει φαρδείς και επίπεδους δρόμους. Αυτό όμως αφορά μόνο τους κατοίκους «εντός των τειχών» και ειδικότερα τους νέους σε ηλικία. Ποια μέριμνα δόθηκε για την κίνηση και την εξυπηρέτηση των δεκάδων χιλιάδων δημοτών που επισκέπτονται τη Σπάρτη για τις δουλειές τους; Κατοικούν στο Καστόρι, στους Βουτιάνους, στα Χρύσαφα, στο Γεράκι, στη Λιαντίνα και εξαρτώνται από το αυτοκίνητο. Για τους ηλικιωμένους και τα ΑΜΕΑ; Είναι ζωτική η σχέση τους με το αυτοκίνητο. Για τους υπόλοιπους κατοίκους του νομού που σπεύδουν κάθε μέρα στις υπηρεσίες και την αγορά; Μόνο περιφρόνηση λαμβάνει αυτή η μερίδα (ή και πλειοψηφία) του πληθυσμού όταν καταργούνται αβλεπτί πολύτιμες θέσεις στάθμευσης.
Η μετατροπή της πόλης σε ανοιχτό εργοτάξιο αποτελεί μεν πληγή για όλους μας, αλλά ελπίζουμε στον προσωρινό της χαρακτήρα. Ακόμη και αν χρειαστούν χρόνια, κάποια στιγμή τα έργα θα ολοκληρωθούν. Τα αποτελέσματα, όμως, των επεμβάσεων και η δυσχέρεια στις μετακινήσεις θα παραμείνουν. Εκατοντάδες θέσεις στάθμευσης χαμένες, επικίνδυνες διαβάσεις διπλής κατεύθυνσης στην Παλαιολόγου, τραχύ και στενό οδόστρωμα με υπόνοιες κακοτεχνιών από πολλούς φορείς. Η αισθητική, δε, των έργων υπόκειται στην υποκειμενική κρίση του καθενός.
Παρά την αποτυχημένη και εγκαταλελειμμένη πια ανάπλαση στην Αγίου Νίκωνος, η προηγούμενη δημοτική αρχή έσπευσε να τρέξει τα έργα σε όλους τους υπόλοιπους δρόμους χωρίς καν να ολοκληρώσει εκείνο που είχε ξεκινήσει. Τελικά, η ανάπλαση της Παλαιολόγου μπλέχτηκε στις συνεχείς βολές της δημοτικής αρχής ενάντια στον εργολάβο και του εργολάβου ενάντια στη δημοτική αρχή. Ωστόσο, στον πυρήνα του το πρόβλημα είναι συστημικό και παραμένει τέτοιο: η βιώσιμη κινητικότητα δεν εξετάστηκε σοβαρά και με επιστημονικούς όρους.
Ουκ ολίγοι αναφέρουν συχνά πως η Σπάρτη είχε ανάγκη μία αλλαγή. Παράλληλα, με ένα αίσθημα μειονεξίας προς τις άλλες πελοποννησιακές πόλεις, καλλιεργείται η εντύπωση πως μερικοί κυβόλιθοι και μερικά πλατάνια μπορούν να φέρουν οικονομική ανάπτυξη και τουρισμό. Αγνοούν όμως πως η πόλη στην ουσία της θα είναι η ίδια. Τα ίδια απρόσωπα κτίρια θα είναι εκεί και τα λίγα εναπομείναντα νεοκλασικά θα γερνούν ανάμεσά τους. Οι ίδιοι άνθρωποι –με την περιοδική βοήθεια των ελληνοαμερικανών– θα συνεχίσουν να αποτελούν το καταναλωτικό κοινό και να κινούν με κόπο την αγορά. Απλούστατα, εάν οι ιθύνοντες προσβλέπουν σε απέραντους χώρους για τραπεζοκαθίσματα, πρέπει να αναρωτηθούν κάθε πόσο γεμίζουν τα ήδη υπάρχοντα.
Οι Βαυαροί μάς κληροδότησαν ένα πολεοδομικό σχέδιο που μέχρι χθες μας εξυπηρετούσε απρόσκοπτα. Ο Γκορτσολόγος μάς παρέδωσε το έμβλημα της νεότερης Σπάρτης, τον δρόμο με τους φοίνικες. Ο πραγματικός λόγος που όλα αυτά τα χρόνια η Σπάρτη δεν αναπλάστηκε ήταν πως δεν το είχε ανάγκη. Μπόρεσε να είναι παράλληλα φιλική προς τους πολίτες της και φιλόξενη προς τους κατοίκους των χωριών και προς τους επισκέπτες. Εδραίωσε τη σύγχρονη εικόνα της προβάλλοντας το τοπίο, το νεοκλασικό κτηριακό απόθεμα και φυσικά τα παρτέρια της Παλαιολόγου. Μέχρι χθες, ένας καλλωπισμός του δημοσίου χώρου θα ήταν υπεραρκετός αντί για τα θηριώδη έργα.
Τουλάχιστον η Σπάρτη δεν είναι η μόνη που βιώνει αναπλάσεις και αλλαγές. Την τελευταία εικοσαετία, πάμπολλες ελληνικές πόλεις αναπλάθονται αντί να συντηρούνται. Διαφαίνεται δυστυχώς πως η διοχέτευση κοινοτικών κονδυλίων σε εκτεταμένα έργα και εργολαβίες, φαντάζει ευκολότερη από την ενεργοποίηση της τεχνικής υπηρεσίας και της υπηρεσίας πρασίνου. Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του Δήμου –μηχανικών κι εργατοτεχνιτών– αποτελεί δυστυχώς την εξαίρεση. Η αυτεπιστασία έχει εκλείψει ως πρακτική, παρότι θα ήταν επωφελέστατη για την εκτέλεση μεσαίων και μικρών έργων εξωραϊσμού. Αντ’ αυτών, μεγάλα και δαπανηρά έργα εγκαθίστανται στα κέντρα των πόλεων και στους δημοτικούς προϋπολογισμούς. Αποτελεί, δε, ευχή τα έργα αυτά να είναι παράγωγα αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και ενός δημοσίου διαλόγου γενικότερα. Σημαντικότερο παράδειγμα, ο μεγάλος περίπατος της Αθήνας, που ως εργοτάξιο αποτέλεσε χαίνουσα πληγή για τον Κώστα Μπακογιάννη, ενώ σήμερα ως αποπερατωμένο πλέον έργο λαμβάνει αμφιλεγόμενα σχόλια για την αισθητική και εν τέλει για την αναγκαιότητά του. Το τελευταίο ζήτημα, αυτό της αμφίβολης αναγκαιότητας, ομοιάζει πολύ με την περίπτωση της πόλης μας.
Ωστόσο, παρά τα όσα αρνητικά σημειώθηκαν δικαίως, ο μεγάλος περίπατος της Αθήνας εκτελέστηκε σε εφαρμογή μίας άρτιας συγκοινωνιακής μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Γιώργο Γιαννή και την ομάδα του. Η προσέγγισή τους υπήρξε ολιστική και ο σχεδιασμός έγινε βάσει μετρήσεων και με εφαρμογή μοντέλων πρόβλεψης της κυκλοφορίας. Αν μη τι άλλο, ο μεγάλος περίπατος δεν επιχείρησε να μεταβάλει την Αθήνα σε τουριστικό χωριό. Εξυπακούεται πως η μελέτη της ομάδας Γιαννή έλαβε υπόψη τόσο τους μόνιμους κατοίκους του κέντρου της Αθήνας, όσο και τους ανθρώπους οι οποίοι μετακινούνται κι εργάζονται εκεί καθημερινά. Αυτή ακριβώς είναι η προσέγγιση που λείπει από την πόλη μας: μια επιστημονική μελέτη για το κυκλοφοριακό ζήτημα. Αυτή η έλλειψη πραγματικής μέριμνας για τους επισκέπτες και τους κατοίκους εκτός Σπάρτης είναι που καθιστά το έργο εγωκεντρικό, εντείνει την απομόνωση και κατακερματίζει την ταυτότητα της πόλης.
Σήμερα, τον Αύγουστο του 2024, η πρωτοβουλία του Δημάρχου να αναθεωρήσει μελέτες και σχέδια είναι άκρως ενθαρρυντική. Μαγικές λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, ειδικά όταν τα εργοτάξια είναι εν εξελίξει. Οι επεμβάσεις όμως που έπονται, ας είναι προς την σωστή κατεύθυνση προς όφελος όλων των κατοίκων του νομού. Αναμένουμε με αγωνία.
*Ο Παναγιώτης Στρατηγάκης (γεν. 1996) είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ με μεταπτυχιακές σπουδές στην αποκατάσταση ιστορικών κτηρίων. Δραστηριοποιείται επαγγελματικά μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης.