Ιστορικές αναδρομές: Μνήμες του συγγραφέα Θανάση Βαλτινού από τον Καραβά

Αναδημοσίευση με αφορμή την απώλεια του σπουδαίου συγγραφέα

Σάββατο, 02 Νοέμβριος 2024 12:14 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ιστορικές αναδρομές: Μνήμες του συγγραφέα Θανάση Βαλτινού από τον Καραβά

Ο «ΛΤ» αποχαιρετά τον Θανάση Βαλτινό, αναδημοσιεύοντας ένα κείμενο του Ν.Ι. Καρμοίρη όπως δημοσιεύθηκε στην στήλη «Ιστορικές Αναδρομές» στις 12-3-2022:

Η γνωριμία μου με το συγγραφέα και ακαδημαϊκό, Θανάση Βαλτινό, υπήρξε από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερη. Συναντηθήκαμε στη Σπάρτη, στο πλαίσιο κάποιων πολιτιστικών εκδηλώσεων, τον Σεπτέμβρη του 2018. «Άκουσα πως είσαι από τον Καραβά. Έχω ζήσει στον Καραβά το διάστημα 1942-44, στον πύργο του Ζαχαριά1. Έχω γράψει και ένα διήγημα για τον Καραβά2», μου είπε, προτάσσοντας το χέρι για χειραψία, έχοντας νωρίτερα ακούσει τον τόπο καταγωγής μου. «Θυμάμαι ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι, του Καρμοίρη, που λέγανε», πρόσθεσε αργότερα, αναφερόμενος στο σπίτι που ζήσαμε και μεγαλώσαμε τέσσερεις γενιές. Και συνέχισε: «Στο γεφύρι του Κοπανίτσα3, εκεί που στένευε ο Ευρώτας, κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι».

Λίγους μήνες αργότερα, κι αφού εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα, επεδίωξα να τον ξανασυναντήσω, θέλοντας να μου μιλήσει για το πέρασμά του από το χωριό μου, να μου διηγηθεί αναμνήσεις και γεγονότα που δεν γνώριζα και να μάθω για εκείνο το διήγημά του, που χάρισε στον ιδιαίτερο τόπο μου μια μικρή χάρτινη αιωνιότητα.

Ήταν άνοιξη του 2019. Ανταμώσαμε στο Παγκράτι και προσφέρθηκε να μου κάνει το τραπέζι. Αφού καθίσαμε, ακούμπησα πλάι του το μαγνητοφωνάκι για να καταγράψω τη συνομιλία μας. Πάτησα το rec κι εκείνος, πίνοντας λίγο απ’ το αγαπημένο του λευκό κρασί, άρχισε να μου εξιστορεί:

«Στον Καραβά βρεθήκαμε τυχαία. Στον πόλεμο του ‘40 ο θείος μου, αδερφός της μάνας μου, υπηρέτησε στο μέτωπο μαζί με τον Καρελλά. Όταν έγινε η υποχώρηση και γύρισαν πίσω, νέο παιδί αυτός, ανύπαντρος, αντί να επιστρέψει σπίτι του, ακολούθησε την παρέα των Καρελλάδων κι έφτασε μαζί τους στη Σπάρτη. Ο Καρελλάς είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι, με έναν πέτρινο πύργο με καμάρες. Τον είχε κληρονομήσει. Είχε παντρευτεί κάποια απόγονο του Ζαχαριά Μπαρμπιτισώτη κι εμείς τον λέγαμε ο πύργος του Ζαχαριά. Είχε στη δούλεψή του, στο τσιφλίκι, πολλούς σέμπρους που κατέβαιναν για δουλειά στον κάμπο από τη Λογγάστρα και τους Σουστιάνους. Του δίνανε το μισό του μισού. Δεν του το πολυδίνανε, όμως. Για αυτό δεν τους είχε εμπιστοσύνη και ήθελε κάποιον να τους ελέγχει. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος κι αναλάμβανε δημόσια έργα, αλλά εκείνη την περίοδο δεν είχε δουλειά. Δεν είχε τίποτα παραπέρα, και ουσιαστικά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Είχε αρχίσει η πρώτη εποχή της πείνας. Ήταν τότε ο πρώτος δύσκολος χειμώνας, του ‘41. Ο θειος μου έγραψε στον πατέρα μου να μας πάρει και να ‘ρθει στον Καραβά, να γίνει επιστάτης του Καρελλά. Έτσι βρεθήκαμε στον Καραβά, γύρω στο ‘42. Ο Καρελλάς έδωσε ένα κτήμα στον πατέρα μου να καλλιεργούμε και του ανέθεσε να ελέγχει τους σέμπρους. Έπιαναν τα χέρια του κι έτσι έφτιαξε εκεί έναν χώρο δίπλα στον πύργο για να μένουμε.

Τότε ο Καραβάς δεν είχε πολλά σπίτια. Μόνο οι Κατσάνηδες μένανε κοντά στον πύργο˙ Ανδριόπουλους του λέγανε κανονικά στο επίθετο. Από τότε δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι περισσότερο κάποια ονόματα των σέμπρων που κατέβαιναν από τα χωριά. Τον Κωτσαρέλο (Νικολόπουλο τον έλεγαν στο επίθετο) από τη Λογγάστρα, τον Μπαρμπιτσιώτη, τους Κατσάνηδες, τον Μπουτσικάκη, τον Μπέη. Οι περισσότεροι είχαν παρατσούκλια! Θυμάμαι το σπίτι του Καρμοίρη πάνω στη στροφή του δρόμου. Ήταν ένα σπίτι περιωπής. Δεν περνούσαμε συχνά από ‘κει. Δεν μας έβγαζε πάντα ο δρόμος. Θυμάμαι και τον Καρελλά που ήταν με το θείο μου φίλοι, κι ερχόταν συχνά με τη γυναίκα του. Θυμάμαι και τον “Ρόζα”, τον Γιώργο τον Ανδριόπουλο, που έπαιζε ποδόσφαιρο έπειτα, και τον αδερφό του το Δημητράκη. Ήταν και τα ξαδέρφια του ο Νικόλας κι ο Πότης ο Κατσάνης, ακριβώς κάτω από εμάς. Εκείνοι ήταν αριστεροί της εποχής τότε.

Ο θείος μου παντρεύτηκε μια κληρονόμο φαρμακείου στο Γύθειο κι εγκαταστάθηκε εκεί. Εμείς μείναμε 2-3 χρόνια στη Σπάρτη, ύστερα στο Γύθειο στον θείο μου, και μετά στην Τρίπολη. Όσο μέναμε στον Καραβά πηγαίναμε σχολείο με τα αδέρφια μου στη Σπάρτη, με τα πόδια. Έβγαλα την πρώτη και τη δευτέρα στη Σπάρτη. Μετά πήγα από την τετάρτη Δημοτικού στην πρώτη οκταταξίου… Θυμάμαι ότι με ρώτησε ο δάσκαλος ποιοι σταύρωσαν το Χριστό˙ του απήντησα οι Εβραίοι και με πέρασε! Τέτοιες ήταν οι εξετάσεις! Είχαμε έναν καθηγητή στο Αρρένων που έφερνε στην ίδια τάξη με εμάς την κόρη του, γιατί το Θηλέων ήταν απέναντι. Αυτή είχε μία φίλη που ήταν για εμένα ο πρώτος μου έρωτας. Τη συνάντησα αυτή την κυρία μετά από πολλά χρόνια σε κάποιο φιλικό τραπέζι. Ήταν χήρα αξιωματικού. Είχε παχύνει αρκετά, αλλά παρέμενε το ίδιο όμορφη με εκείνο το κορίτσι που είχα γνωρίσει. Δεν είχε χάσει τη γοητεία της. Δεν της είπα, βέβαια, τότε ποιος ήμουν.

Πρώτη φορά έκανα μπάνιο εκεί, στον Ευρώτα, στο γεφύρι του “Κοπανίτσα”. Εκεί έμαθα να κολυμπάω. Εσείς τώρα το λέτε γεφύρι του Κόπανου, όμως εμείς τότε το ξέραμε ως γεφύρι του Κοπανίτσα. Εκεί στα χαλάσματα, ανεβαίναμε σε ένα βράχο και κάναμε βουτιές. Ήταν πιο στενά εκεί και μάζευε όγκο το νερό. Ήταν κατόρθωμα τότε να κολυμπήσεις εκεί, στου Κοπανίτσα το γεφύρι, γιατί ήταν βαθιά τα νερά.

Οι σέμπροι δεν ήταν όλοι τους και πολύ δουλευταράδες. Ο κάμπος τους ζούσε. Τότε ο κάμπος του Καραβά δεν είχε πολλές πορτοκαλιές. Εκείνη την εποχή άρχιζαν να βάζουν, κι ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φύτεψε μερικά δέντρα στους μπαχτσέδες του Καρελλά. Θυμάμαι ένα αυλάκι αρδευτικό -δεν ξέρω, υπάρχει ακόμα;- που περνούσε εκεί κοντά στον πύργο. Μπροστά στο σπιτάκι που μέναμε υπήρχε ένα πεζούλι, μια κολώνα μαρμάρινη, με έναν ρυθμό περίεργο -δεν ήταν κάποιας ιδιαίτερης αξίας-, την είχαν βάλει εκεί και καθόμασταν. Εκεί μαζεύονταν οι γυναίκες των γειτόνων και των σέμπρων κι οι περίοικοι και ρούγευαν. Τώρα δεν υπάρχει αυτό το πεζούλι, το χάλασαν όταν πέρασε ο καινούργιος δρόμος.

Εκεί σε εκείνο το πεζούλι, καθόμασταν κάποια φορά με τους Κατσάνηδες κι ακούστηκε κάτι σαν βουή, σαν χουγιαχτό, και μέχρι να καταλάβω τί γίνεται είχαν κάνει έξοδο οι Γερμανοί κι οι Ταγματασφαλίτες. Ορμάνε και πιάνουν τον έναν από τους Κατσάνηδες. Τον Πότη, τον αδερφό του Νικόλα. Κάποιος του τράβηξε δυο χαστούκια κι εγώ ένοιωσα πολύ ταπεινωμένος. Εγώ, του πήγαινα κάθε μέρα το πρωί ένα μπουκάλι γάλα και μέσα είχε σημειώματα, διπλωμένα σε ένα σελοφάν. Ύστερα τον πήγαν στην Τρίπολη. Εκεί ήταν κάποιος θείος, ή γνωστός τους, έμπορας κι αυτός προσπαθούσε να τον σώσει, αλλά τελικά τον σκότωσαν τον Πότη. Άλλη φορά, ήρθε κάποιος στο καλύβι μας και μάς είπε να μη φοβηθούμε, γιατί θα γίνουν κάποιες μικροταραχές. Αργότερα ήρθαν κι έκαψαν το σπίτι των Κατσαναίων, του “Ρόζα” και του Δημητράκη, π’ ήταν πιο κάτω απ’ το δικό μας. Θυμάμαι, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ο Γερμανός διοικητής αποχαιρέτισε το λαό της Σπάρτης στην πλατεία και μετά έκανε μια με το χέρι, κατέβασε τη σημαία τους, την πήρε κι έφυγε. Στο Μενελάιον το ξενοδοχείο ήταν το διοικητήριο τους. Τότε έτρεξε κάποιος από πίσω τους κι έριξε δυο-τρεις βολές στον αέρα. Ήταν οι πρώτες ντουφεκιές καλωσορίσματος της ελευθερίας.

Κάποτε, μετά από χρόνια, έμαθα πως εκείνη η μεγάλη περιουσία του Καρελλά φαγώθηκε στα χαρτιά και τον τζόγο. Δεν έχω ξαναπάει στον Καραβά από τότε. Μόνο μια φορά, πριν 5-6 χρόνια, πέρασα από εκεί με το αμάξι και δεν τον γνώρισα. Την είχα αλλιώς στο μυαλό μου την περιοχή. Ο δρόμος έχει πάρει ένα κομμάτι από τον περίβολο του πύργου, μαζί με την πεζούλα και τον φούρνο. Κι η Σπάρτη, είναι αγνώριστη πια!».

Πριν χαιρετηθούμε συμφωνήσαμε να ξανανταμώσουμε την επόμενη φορά στον Καραβά και να τον περπατήσουμε. «Θα βαδίσουμε στα παιδικά μου χρόνια», είπε. «Δύσκολα -λόγω της Κατάστασης-, αλλά ωραία χρόνια…»._

mnhmes thanasi valtinou apo ton karava b

***

Ο Θανάσης (Σπανός) Βαλτινός γεννήθηκε το 1932 στο Καστρί Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Στα χρόνια της Κατοχής έζησε στον Καραβά Σπάρτης. Έχει γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο, ενώ έχει μεταφράσει και αρχαίους Τραγικούς. Από το 2008 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 2016. Για το συγγραφικό του έργο έχει αποσπάσει πλήθος σημαντικών βραβεύσεων. Τα βιβλία του κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις της Εστίας.
---
[Τα αποσπάσματα του κειμένου προέρχονται από δημοσιεύματα των φύλλων με αριθμό 39 (Οκτ.-Νοέ. 2018) και 43 (Ιούλ.–Σεπτ. 2019) της εφημερίδας «Το Γεφύρι».]

Παραπομπές:
1 Εννοούσε τον πύργο (χάνι) του Καρελλά
2 Πρόκειται για το διήγημα «Εθισμός στη νικοτίνη», δημοσιευμένο στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων (εκδ. Εστία, Αθήνα 2008, σ. 9-28), το πρώτο μέρους του οποίου εξελίσσεται στον Καραβά της Σπάρτης. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ausblicke, τχ. 36, Φεβρουάριος 1979.
3 Αναφερόταν στο γεφύρι του Κόπανου, η ονομασία του οποίου συχνά παραφραζόταν από τους ντόπιους.

Λεζάντες εικόνων:
α) Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, δεύτερος από αριστερά, με τα αδέρφια του κατά την περίοδο της Κατοχής στο χωριό Καράτουλα της επαρχίας Κυνουρίας.
β) Θανάσης Βαλτινός και Νίκος Ι. Καρμοίρης. Παγκράτι, 2019.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti