Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Όποιος ισχυρίζεται ότι στην Ελλάδα δεν επικράτησε ποτέ η κουλτούρα της απόλυτης πολιτικής ορθότητας, πρέπει να ζούσε κάπου αλλού τα τελευταία 50 χρόνια. Ναι, δεν γίναμε ποτέ μια χώρα όπου τα σχολεία και τα δημόσια αποχωρητήρια είχαν τριών ειδών τουαλέτες, ούτε ζητούσαμε από παιδιά του δημοτικού να δηλώσουν το φύλο τους χωρίς δικαίωμα επανόρθωσης. Κάθε προσπάθεια να εδραιωθούν τέτοιες συνήθειες και κανόνες θα αποδομείτο πολύ γρήγορα άλλωστε με τον απαράμιλλο ελληνικό τρόπο, με λίγη πλάκα και περισσότερη αδιαφορία. Δεν το σηκώνει η χώρα.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όμως, η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς έφερε ένα τσουνάμι ακραίας πολιτικής ορθότητας, που καθόρισε τον δημόσιο διάλογο. Όποιος ξέφευγε από μερικά κλισέ και στερεότυπα καιγόταν στη δημόσια πυρά. Η συζήτηση για την Ιστορία μας ήταν το πρώτο θύμα, καθώς όποιος υποστήριζε ένα άλλο αφήγημα και μια διαφορετική προσέγγιση ήταν αυτομάτως ύποπτος, πληρωμένος ή αντιδραστικός. Για δεκαετίες, δεν μπορούσε να διεξαχθεί μια ψύχραιμη συζήτηση για τον Εμφύλιο ή τη χούντα χωρίς βρισιές. Ενίοτε βέβαια και μπουνιές. Γιατί αυτό που ονομάζουν οι Αμερικανοί cancel culture, το να εξοστρακίζεις δηλαδή κάποιον για τις απόψεις του, το είχαμε αναπτύξει εδώ σε ακραίο βαθμό. Τα τελευταία χρόνια, το βίωσαν τα αμερικανικά πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης στο εσωτερικό τους. Ε, εμείς το βιώναμε στα πανεπιστήμιά μας δεκαετίες ολόκληρες, όταν το άσυλο δεν προστάτευε την ελευθερία της έκφρασης αλλά τα τάγματα του φόβου, που ήθελαν να τρομοκρατήσουν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους. Το τσουνάμι τρόμαξε και τη Δεξιά, που λόγω –δικαιολογημένων εν μέρει– ενοχών προσκυνούσε κάθε τόσο με επιδεικτικό τρόπο τα τοτέμ της Μεταπολίτευσης και της πολιτικής ορθότητας.
Όλα αυτά έφτασαν στο αποκορύφωμά τους όταν συνέβησαν δύο πράγματα ταυτόχρονα: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άνθησαν και η Αριστερά αύξησε τη δύναμή της λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και τελικά κυβέρνησε. Όποιοι βρέθηκαν απέναντι στο τσουνάμι του εθνικολαϊκισμού της αντιμνημονιακής περιόδου ένιωσαν στο πετσί τους το μπούλινγκ, το cancel culture, τη βαρβαρότητα. Όταν όμως το εκκρεμές πάει πολύ μακριά από τη μία μεριά, κάποια στιγμή πάει και από την άλλη, εξίσου μακριά. Αυτό βιώνουμε τώρα. Στον δημόσιο διάλογο πήγαμε στο άλλο άκρο, όπου το τι έκανε η χούντα, το αν πρέπει να επιτρέπονται κάμερες ασφαλείας ή τι συνέβη στην Κύπρο και πολλά άλλα τοτέμ τσαλαπατιούνται με βαρβαρότητα κάθε μέρα στο σύγχρονο Κολοσσαίο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε επικίνδυνο σημείο, γιατί οι νεότεροι συχνά αγνοούν την Ιστορία ή τη μαθαίνουν από το ΤikTok, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Αριστερά σταμάτησε να είναι μόδα, δεν πουλάει πια. Αφήστε που εκείνοι που έριχναν δεκάδες ανθρώπους στην κρεατομηχανή και στα πεινασμένα λιοντάρια του νεοελληνικού μας Κολοσσαίου κυλιούνται τώρα στη λάσπη, σε μίαν αδυσώπητη πάλη με τους πρώην συντρόφους τους. Έχει ο καιρός γυρίσματα, χωρίς να πρέπει κανείς να χαίρεται…