Χριστουγεννιάτικο τάμα

Γράφει ο Γιάννης Μητράκος
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2011 02:00 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Η γιαγιά μου-Θεός σχωρέσʼ την- ήτανε ένας αγνός άνθρωπος της υπαίθρου, που γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε όλη της τη ζωή, σʼ ένα μικρό ασήμαντο γορτυνιακό χωριουδάκι χωμένο μέσα σε μια λαγκαδιά στα πλεύρα του Λύκαιου όρους. Πολύτεκνη, με δυο γιους και τρεις κόρες, έδωσε μάχη για να μη λείψει στα παιδιά της το καθημερινό φαγητό. Πότε γεωργός, πότε κτηνοτρόφος, κατάφερνε να βγάζει τον επιούσιο με αξιοπρέπεια, χωρίς να πέφτει στην ανάγκη κανενός. Σʼ αυτό, βέβαια, συνέβαλε και ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, που βλέποντας τα καζάντια του χωριού αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του πρώτα στο Γύθειο και μετά στη Σπάρτη.
Δύσκολη ζωή στα προπολεμικά χρόνια. Φτώχεια, αρρώστιες, δυστυχία. Μα και αγάπη, συνεργασία, αλληλεγγύη και ανθρώπινη ζεστασιά. Και άδολη χαρά στις γιορτινές στιγμές, δίχως περιττές επιδείξεις και πολυτέλειες. Ένα πιάτο με λίγο βραστό ή ψητό κρέας, κομμάτια τυρί και στενόμακρες φετούλες από μαύρο ψωμί, για μεζέ. Και από κοντά η γυάλινη κανάτα με το ρουμπινάτο κοκκινέλι κι ο δίσκος με κλασικά κρασοπότηρα με τα βραχάκια. Έπαιρναν κι έδιναν τα τραγούδια μέχρι τα μεσάνυχτα. Κι αντιλαλούσαν τα σοκάκια του χωριού και οι απέναντι πλαγιές του βουνού από τα βάσανα της αγάπης  και τις σαγιτιές του έρωτα...
Στήριγμα, σε τούτη τη δύσκολη καθημερινή πορεία, είχε η γιαγιά μου την ακλόνητη πίστη της στο Χριστό και την ευσέβειά της στην Παναγία και στους Αγίους. Γιʼ αυτό, αν και μόνιμα κουρασμένη από τις βαριές δουλειές που είχε αναλάβει, πρώτη ήταν κάθε Κυριακή στην εκκλησιά του Αϊ –Γιώργη και σʼ όλα τα θρησκευτικά πανηγύρια του χωριού. Ξεχωριστά σεμνύνονταν τις μεγάλες δεσποτικές γιορτές και τη θεομητορική γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου και τηρούσε με αυστηρότητα όλες τις μεγάλες νηστείες της Ορθοδοξίας. Κι όταν προσευχόταν πράγματι κουβέντιαζε με το Δημιουργό και με τους Αγίους Του, ζητώντας τη βοήθειά τους στις φουρτούνες της ζωής.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα του 19... . Η γιαγιά μου είχε βγάλει τα κατσικοπρόβατά της για βοσκή στην Κοκκαλιαρίτσα. Φύσαγε παγωμένος βοριάς κι απέναντι το Μαίναλο άσπριζε χιονισμένο. Ψυχή πουθενά. Τυλιγμένη με τα χοντρόρουχά της καθόταν κάτω απʼ το μέλεγο και κοίταζε με ανησυχία την πιο καλή κατσίκα της τη Μπιρμπίλω. Μέρες τώρα σκουντουφλούσε και δεν είχε διάθεση ούτε για χορτάρι, ούτε για νερό. Και να, τώρα, είχε ξαπλώσει κάτω στη γης με κλειστά τα μάτια και βαριανάσαινε. Την πλησίασε. Της χάιδεψε το κεφάλι και τη σκέπασε μʼ ένα παλιό σκουτί. Δάκρυα της ήλθαν στα μάτια. Αγαπούσε τα ζωντανά της και δεν ήθελε να υποφέρουν. Πόσο μάλλον η Μπιρμπίλω της που της είχε χαρίσει τόσα κατσικάκια! Μέσα στην απελπισιά της στράφηκε προς την Ψηλή Παναγιά και προσευχήθηκε με θέρμη: «Παναγιά μου, κάνε καλά τη Μπιρμπίλω μου και γω θα σου φέρω ανήμερα τα Χριστούγεννα το πιο καλό μου κατσίκι»!
Μέσα σε δυο μέρες - θαύμα έγινε;- η Μπιρμπίλω συνήλθε! Στάθηκε στα πόδια της, ζωήρεψε και ξανάρχισε να τρώει με όρεξη! Χαρά η γιαγιά μου! Σταυροκοπιόταν στα εικονίσματα κι ευχαριστούσε την Παναγιά για το δώρο που της έκανε. Αλλά, καθώς περνούσαν οι μέρες και κοντοζύγωναν τα Χριστούγεννα, άθελά της λησμόνησε το τάξιμο!
Λες κι ο τρισκατάρατος βάλθηκε να την κολάσει!
Παραμονή Χριστουγέννων! Σκοτάδι απλωνόταν παντού! Ένα ροδαλό φως αχνόφεγγε στην ανατολή και στον ξάστερο ουρανό άστραφταν τʼ αστέρια του Δεκέμβρη σαν διαμάντια! Η γιαγιά μου κοιμόταν ακόμα δίπλα στο παραγώνι. Στο τζάκι κοκκίνιζαν λίγα κάρβουνα απομεινάρια απʼ τα χοντρά κούτσουρα, που ζέσταναν αποβραδίς το χειμωνιάτικο. Και τότε είδε το όνειρο! Μα τι όνειρο! Ανέβαινε λέει στο κακοτράχαλο μονοπάτι για την Ψηλή Παναγιά και στα χέρια της κρατούσε αγκαλιά ένα αδύνατο κακοφτιαγμένο κατσίκι. Και να! Μόλις κόντευε στην εκκλησιά δυο πανώριοι στρατιώτες τη σταμάτησαν και τη ρώτησαν πού πάει. «Πάω το τάμα μου στην Παναγιά, γιατί μου ʽσωσε τη Μπιρμπίλω», τούς απάντησε! Εκείνοι γέλασαν. Πήραν από τα χέρια της το κατσίκι και το πέταξαν στην άκρη του δρόμου. «Και τώρα πήγαινε να φέρεις το αληθινό σου τάμα στην Παναγιά που σε προσμένει», της είπαν! Η γιαγιά μου γύρισε κλαίγοντας και κατηφόρισε προς το χωριό τρέχοντας! «Συχώρα με, Παναγιά μου, την ανόητη, συχώρα με», έλεγε και τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι!
Ούτε κατάλαβε πότε ξύπνησε και πώς ξύπνησε! Τα μάτια και τα μάγουλά της ήταν βρεγμένα από τα κλάματα κι έτρεμε σαν το ψάρι! Τότε θυμήθηκε το τάμα της! Σηκώθηκε ευθύς πλύθηκε κι ετοιμάστηκε, ενώ απέξω ακούγονταν τα πρώτα παιδικά κάλαντα! Βγήκε με φούρια και πήγε στο μαντρί. Διάλεξε το πιο καλό κι όμορφο κατσίκι και μετά πήρε το δρόμο για το σπίτι του παπα-Λάμπρου. Του χτύπησε την πόρτα κι όταν αυτός βγήκε του παράδωσε το κατσικάκι και με λαχανιασμένη φωνή του εξιστόρησε τα καθέκαστα. «Εύγε», της είπε ο σεβάσμιος Λευίτης, «την ευχή του Χριστού και της Παναγιάς να ʽχετε εσύ και  τα παιδιά σου! Αύριο τα χαράματα, σαν θα τελειώσει η χριστουγεννιάτικη λειτουργία, οι Επιτρόποι θα κληρώσουν το κατσικάκι σου και με τα χρήματα θα παραγγείλουμε μιαν εικόνα της Γεννήσεως στʼ όνομά σου»!
Έφυγε ανακουφισμένη η καημένη η γιαγιά μου! Πώς το ʽπαθε και ξέχασε το χριστουγεννιάτικο τάμα της; Ευτυχώς που τη λυπήθηκε η Παναγιά και με το σημαδιακό όνειρο της θύμησε την υπόσχεσή της. Περπατούσε ανάλαφρη και χαιρόταν το ζεστό φως του ήλιου που έσπαζε την πρωινή παγωνιά. Παρέες από σκολιαρόπαιδα πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας τα κάλαντα. Ψηλά κατά του Φιλιπποκωνσταντή το μαχαλά της φάνηκε πώς άκουσε τα παιδιά της να καλαντίζουν! Χαμογέλασε! Βίασε το βήμα της για να φτάσει μιαν ώρα αρχύτερα στο σπιτικό της. Πόσες δουλειές είχε να κάνει σήμερα! Να φτιάξει μελομακάρουνα, βουτυράτους κουραμπιέδες και τραγανές δίπλες! Να ζυμώσει χριστόψωμα και να τα φουρνίσει! Να καθαρίσει και να στολίσει το αρχοντικό της, γιατί απόψε θα ʽφτανε  κι ο σύζυγός της, που ʽχε κοντά ένα μήνα να τον ιδεί, για να κάνουν μαζί Χριστούγεννα! Χαιρόταν και η χαρά έκανε το πρόσωπό της να λάμπει σαν τον ήλιο που ξεπρόβαλλε πάνω από τη ράχη του Αγκαθόλακα!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti