Πού βαδίζεις βρε κακέ, αχάριστε και φαρμακερέ;

Γράφει ο Ανάργυρος Ξεπαπαδάκης
Πέμπτη, 12 Ιανουάριος 2012 02:00 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Μέσα σε τούτη την κοιλάδα του κλαυθμώνος που ζούμε, ώρες-ώρες φανερώνεται καθαρά στον άνθρωπο που ζει μέσα στην κοινωνία, η σκληρή όψη της και παγώνει η καρδιά του. Αυτή η σκληρή όψη της δείχνει, πως ότι γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους έχει αιτία και σκοπό το συμφέρον, και γιʼ αυτό βασιλεύει παντού η κακία. Τότε χάνει κανείς το θάρρος του, απογοητεύεται, ζαλίζεται και πέφτει σε μελαγχολία.
Αχ! Πουθενά δεν υπάρχει αγάπη. Όλα ταʼ χει σκεπασμένα με τα μαύρα και φαρμακερά φτερά της η νυχτερίδα, που λέγεται κακία. Σπίτια, μαγαζιά, δρόμοι, συγγένειες, φιλίες, αισθήματα, όλα είναι μολεμένα από την κακία. Δίκες, καυγάδες, έχθρες, πείσμα, φθόνος. Κακία! Κακία! Απονιά ανάμεσα στους ανθρώπους, σκληρότητα, αδιαφορία του ενός για τον άλλον, κι ας λένε ολοένα πως είναι αδέλφια.
Τόση απονιά φίλε αναγνώστη υπάρχει, που αν βρεθεί κανένας να θελήσει να βοηθήσει με ένα τίποτα τον άλλον, αυτουνού του άλλου του φαίνεται σαν ψέμα, και κλαίει και φιλά τα πόδια εκείνου που τον βοήθησε. Ωστόσο, αυτός μπορεί, ύστερʼ από λίγο, να πνίξει έναν άλλον δυστυχισμένον, για την παραμικρή αιτία, όπως λέγει ο Χριστός στη γνωστή παραβολή του πονηρού δούλου.
Αν ταπεινωθείς, είσαι χαμένος άνθρωπος, θα σε βάλει κάτω, θα σε ποδοπατήσει, εκείνος που ταπεινώθηκες μπροστά του. Θα γίνει θηρίο καταπάνω σου. Η ταπείνωση και η συμπόνια λογαριάζεται για αδυναμία. Όποιος ταπεινώνεται, πρέπει να είναι ατσάλινος για νʼ αντέξει.
Αν κάνεις καλό στον άλλον, αν τον συμπονέσεις στην αρχή θα σου φιλά τα χέρια σου και τα πόδια σου, δεν θα πιστεύει στα μάτια του και στʼ αυτιά του για ότι του λες και για ότι του κάνεις. Μα άμα συνηθίσει στην καλοσύνη σου, θα γίνει λυσσασμένος εχθρός σου, θα σε συκοφαντήσει, θα βρει αφορμή να σε κακολογήσει, τόσο, που νʼ αναρωτιέσαι αν θυσιάστηκες αληθινά γιʼ αυτόν ή αν είναι ψέμα. Μάλιστα, όσο τον ευεργετάς, τόσο τον ερεθίζεις καταπάνω σου. Φαίνεται πως η ανθρώπινη φύση δεν αντέχει στην πολύ καλοσύνη. Δεν αντέχει!
… Σε στιγμή που είσαι πια σίγουρος πως νίκησες τον κακό άνθρωπο με την καλοσύνη σου, ευεργετώντας τον και σώζοντάς τον από την ανέχεια, από την αρρώστια, από καθετί, κάνοντας μεγάλες θυσίες στον εαυτό σου και τους δικούς σου, και συγχωρώντας τον για την αχαριστία του και για όσα κακά σου έκανε, εκείνος, όχι μονάχα δεν νοιώθει καμιά συγκίνηση από τον τρόπο σου, αλλά τότε ίσα-ίσα σε δαγκάνει πιο λυσσασμένα μηχανευόμενος κάποια σιχαμερά ψέματα που παρουσιάζουνε τα πράγματα ολότελα ανάποδα, για να δικαιωθεί αυτός. Σε τυλίγει σʼ ένα δίχτυ από τέτοιες ραδιουργίες που δεν μπορείς πια να γλιτώσεις, γιατί ο κόσμος διψά από κακία και πιστεύει τον ψεύτη και τον παλιάνθρωπο.
Σε τέτοιες περιστάσεις, το μόνο καταφύγιο είναι η σιωπή κι η προσευχή!
Αν δίνεις με ευκολία, ας είναι κι από το υστέρημά σου, ακόμα κι από το αίμα σου, συνηθίζει σʼ αυτό τόσο εκείνος που ευεργετάς, που σε λίγο, σαν να είσαι εσύ που παίρνεις και όχι εκείνος, σου δείχνει πως έχεις χρέος να κάνεις ότι κάνεις, και μάλιστα πως πρέπει να δίνεις μοναχά σʼ αυτόν και όχι σʼ άλλον κανέναν, ας έχει και πολύ μεγαλύτερη ανάγκη εκείνος ο άλλος. (Το ίδιο συμβαίνει όταν τον εξυπηρετείς και σε άλλες του υποθέσεις νυχθημερόν και όχι μόνο με χρήμα).
Μπορεί να του δίνεις επί χρόνια. Μια φορά δεν μπόρεσες να του δώσεις ή να τον εξυπηρετήσεις, γιατί δεν είχες ή δεν μπόρεσες, θα πει στον κόσμο πως δεν δίνεις ποτέ…
Οι τέτοιοι, από σκλάβοι και κόλακες γίνονται λυσσασμένοι τύραννοι. Είναι κάποια τέρατα ανθρωπόμορφα, που σε κοιτάζουνε με μάτια αλλήθωρα, και τότε καταλαβαίνεις τι λογής όψη έχει ο διάβολος.
Κι εγώ που τα γράφω, έχει καεί η πέτσα μου από τέτοιους μαυρόψυχους, όχι μια και δυο φορές, μα πολλές. Ο κόσμος θαρρεί πως είμαστε άνθρωποι τέτοιοι, που ο αυστηρός χαρακτήρας μας δεν αφήνει κάτι «τσακάλια» να μας ζυγώσουνε. Και όμως, όχι μονάχα καταφέρνουνε  ναʼ ρχονται κοντά μας, στην αρχή σερνάμενοι με την κοιλιά σαν μισοπεθαμένοι, αλλά νʼ ανεβούνε κι απάνω στο κεφάλι μας. Με τον καιρό, τόσο πολύ αποθρασύνονται, αυτοί «οι σκυτοτρώκται, και διφθερίαι και τρίδουλοι εκ προγόνων», που λένε στον κόσμο: «Αυτός ήτανε που τον λέγανε ζόρικο και δυνατό; Εγώ τον έκανα μπαίγνιο!»… Αχ! βαριά αυτή η αρρώστια της ψυχής αλλά και φαρμακερή!...

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti