Το πολεοδομικό σχέδιο της νέας Σπάρτης που εκπόνησαν οι Βαυαροί ακολουθούσε τις αρχές του νεοκλασικού πολεοδομικού σχεδιασμού και διαφαινόταν εύκολα η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις «μιας ενεργητικής σύζευξης του παρελθόντος με το παρόν».
Μετά τους αρχικούς δισταγμούς ξεκίνησε σταδιακά η ανοικοδόμηση της νέας πόλης με πρώτους οικιστές τους Μυστριώτες. Πλάι στα δημόσια κτίρια άρχισαν να χτίζονται και οι κατοικίες δίνοντας σιγά – σιγά μορφή στο εμπνευσμένο σχέδιο των Βαυαρών.
Τα περισσότερα απʼ αυτά τα πρώτα σπίτια της Σπάρτης ήταν σπίτια λαϊκά, προορισμένα να στεγάσουν οικογένειες που με τον καθημερινό μόχθο τους θα έδιναν ζωή και παλμό στη νεογέννητη πόλη. Μονώροφα και διώροφα, από πλίθρες τα πιο φτωχικά, από πέτρες τα ευπορότερα, με παλαιό κεραμίδι στη σκεπή βγαλμένο από ντόπια καμίνια, με ξύλινα μπαλκόνια, με αυλές και χαγιάτια, με ορθές τις καπνοδόχους των τζακιών και των μαγειριών… αυτά, πάνω - κάτω, ήταν τα κοινά χαρακτηριστικά των πρώτων λαϊκών σπιτιών της νέας Σπάρτης. Πλάι σʼ αυτά υψώθηκαν και τα πανέμορφα νεοκλασικά που θύμιζαν ότι σʼ αυτήν την κοινωνία δεν είμαστε, δυστυχώς, όλοι ίσοι.
Τα χρόνια κύλησαν και ήρθαν οι νέοι καιροί και οι νέοι άνθρωποι. Τα παλιά σπίτια της πόλης άρχισαν να χάνονται, το ένα πίσω από το άλλο, θυσία στο Μολώχ του εκσυγχρονισμού, της αντιπαροχής, της πολυκατοικίας, του τσιμέντου και του κέρδους. Το σπίτι από ιερός τόπος πατρογονικής λατρείας μεταβλήθηκε σε επιχείρηση πλουτισμού, σε μνημείο ματαιοδοξίας και αλαζονικής επίδειξης. Τα παλιά σπίτια χάθηκαν μαζί με την ανθρωπιά της πόλης. H ομοιομορφία και η ισοπέδωση έγιναν από τους θεμελιώδεις κανόνες του «πολιτισμού» μας.
«Στην πολυκατοικία μας τούτη, οι δικοί μας νεκροί
δε ροχαλίζουν μονάχα. Έχουν το προνόμιο
νʼ ανασταίνονται, νʼ αγαπούν και να πεθαίνουν πάλι.
Το βράδυ ανεβαίνουν με το ασανσέρ, όπως οι δίκαιοι
ανέρχονται για να κριθούν ενώπιον του Κυρίου.
Και το πρωί κατεβαίνουν και πηγαίνουν να καούν
στο κρεματόριο του καζανιού της κεντρικής θερμάνσεως.
Να γιατί η πολυκατοικία μας βαριά μυρίζει:
Είναι η αποφορά από το μαγειρείο
του καθημερινού θανάτου. Όχι του άλλου.
Εκείνος αναδίνει εξαίσιον άρωμα.
(Γ.Θ. Βαφόπουλος-«Πολυκατοικία»)
Κάποια απʼ αυτά τα παλιά λαϊκά σπίτια της Σπάρτης, σε πείσμα των καιρών, επέζησαν ως τις μέρες μας. Σκελετωμένα, απορφανισμένα, λεηλατημένα, ρημαγμένα, εγκαταλειμμένα, συνέχιζαν (και μερικά συνεχίζουν ακόμα) να τραγουδούν νοσταλγικές, ξεχασμένες μελωδίες από το χθες, που ελάχιστοι πλέον ακούνε και ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν.
Ένα απʼ αυτά τα αληθινά σπίτια της πόλης μας υπήρξε κι εκείνο της οδού Διοσκούρων αρ. 23, κοντά στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ήταν ένα διώροφο σπίτι με πέτρινο σοβατισμένο τοίχο και με τετράριχτη στέγη φυλαγμένη από παλιά κεραμίδια. Φάτσα στο δρόμο είχε μια πόρτα με λαμαρινένιο στέγαστρο, που τη συντρόφευαν δυο παράθυρα, ένα από δεξιά κι ένα από αριστερά. Στον πάνω όροφο ένα μπαλκόνι με μπαλκονόπορτα και με κιγκλίδωμα σιδερένιο δουλεμένο επιδέξια στο χέρι, πλαισιωμένο από τρία παράθυρα, δύο αριστερά και ένα δεξιά. Δεξιά της πρόσοψης μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα σʼ έβαζε σε μια μακρόστενη καταπράσινη αυλή κι ύστερα μια ξύλινη σκάλα σʼ ανέβαζε στο, επίσης, ξύλινο στεγασμένο χαγιάτι, καταπρόσωπα στην ανατολή, με τρεις στύλους από χοντροκατεργασμένο ξύλο να κρατάνε στους ώμους τους το κεραμοσκεπές υπόστεγο. Οι τοίχοι βαμμένοι στη ροζ και στην κίτρινη ώχρα έλαμπαν αισιόδοξα απʼ το πρωί ως το βράδυ κάτω από το φως του ήλιου, και το πιο εντυπωσιακό: Μια πέτρινη, μικρή πλάκα, τριγωνική, εντοιχισμένη (κατά τη συνήθεια του καιρού) στο πάνω μέρος του τοίχου, έφερε, άτεχνα χαραγμένη, τη χρονολογία που θεμελιώθηκε το σπίτι, (1858… Μαΐου), καθώς και τα αρχικά του ιδιοκτήτη, (Δ.Κ.Κ.).
Ποιος ξέρει πόσοι και ποιοι άνθρωποι, πόσες και ποιες οικογένειες κατοίκησαν σʼ αυτό το παλιό σπίτι, το παλαιότερο, ίσως, σωζόμενο λαϊκό σπίτι της Σπάρτης που έφτασε τα 150 χρόνια ζωής. Ποιος ξέρει ποιοι φύτεψαν τις πρασινάδες και τα λουλούδια της αυλής που συνέχιζαν από μόνα τους να ζουν και να θεριεύουν ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Ποιος ξέρει ποια νοικοκυρά κρέμασε στα παράθυρα τα τελευταία κουρτινάκια κι έδεσε το τελευταίο σκοινί της μπουγάδας ανάμεσα στις ξύλινες κολόνες του χαγιατιού. Ποιος ξέρει πότε δάγκωσε το κλειδί για τελευταία φορά στην πόρτα και στην αυλόπορτα. Ποιος ξέρει ποιους θρήνους και ποιες χαρές άκουσαν οι κάμαρές του, ποια όνειρα και ποιες ελπίδες ζεστάθηκαν κοντά στο αναμμένο τζάκι τα κρύα βράδια του χειμώνα. Όπως και να ʼχει, το προγονικό αυτό σπίτι κατοικήθηκε ως τις τελευταίες 10ετίες κι έχασε τη μάχη λίγα χρόνια πριν. Μέσα απʼ τα μάτια των ανθρώπων είδε βασιλιάδες και Δημοκρατίες να έρχονται και να φεύγουν, είδε πολέμους και φιλήσυχες εποχές, έζησε πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις, εθνικούς θριάμβους αλλά και ταπεινώσεις… με λίγα λόγια πέρασε από μπροστά του όλη η ιστορία του τόπου, και των ανθρώπων οι μικρές και μεγάλες στιγμές.
«Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια»
Ύστερα απέμεινε έρημο και ξεχασμένο ώσπου κάποια στιγμή (πάνε 1-2 χρόνια τώρα) έτσι ξαφνικά και ανελέητα, όπως συμβαίνει πάντα με τα παλιά σπίτια, ήρθε ο «δράκος» και το κατασπάραξε. Στη θέση που στεκόταν αυτό το ιστορικό, όμορφο, ζεστό, ανθρώπινο σπίτι, απέμεινε ένα οικόπεδο γεμάτο από τα λείψανά του (κεραμίδια σπασμένα, θραύσματα από τα τζάμια του, πέτρες που δεν μπόρεσε να πάρει ο φορτωτής, ξύλα και σανίδια από το σκελετό του και κάποιες ρίζες από τις πρασινάδες της αυλής, που ξανάρχισαν (!) να φυλλοβολούν σημαδεύοντας τη θέση, όπως κάποτε ο βασιλικός σημάδεψε τον καταχωμένο Σταυρό του Χριστού μας). Και μπροστά στο άδειο οικόπεδο (που χάσκει σαν χαμένο δόντι στην οδοντοστοιχία της πόλης, η οποία όσο πάει και μοιάζει περισσότερο με γρια - φαφούτα που μπαλώνει με μασέλες το πάλαι ποτέ πανέμορφο χαμόγελό της) δυο τεράστιοι κάδοι σκουπιδιών που, σημειολογικά, δημιουργούν συνειρμούς πως, τελικά… έχουμε γίνει για τα σκουπίδια! Αργά ή γρήγορα ένα ακόμα «τέρας», μια πολυκατοικία, θα πάρει θέση στην παράταξη της «τσιμεντένιας λεγεώνας» που με ευθύνη δική μας μάχεται νικηφόρα κάθε λουλούδι του χθες, κάθε άρωμα, κάθε ομορφιά, κάθε ανθρώπινο στοιχείο που έκανε τη Σπάρτη ωραία σαν την Ελένη της, ξεχωριστή ανάμεσα στις άλλες πόλεις και αναγνωρίσιμη.
Έγραψε κάποτε ο Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Η πολυκατοικία είναι ή δεν είναι σπίτι ; Φρονώ και τώρα, ύστερʼ από πολλές προσπάθειες που έκαμα για να μπορέσω να συμφιλιωθώ μαζί της, πως σπίτι δεν είναι. Γιατί όταν λέμε «σπίτι», δεν εννοούμε μόνο μια κατασκευή, αλλά κι ένα ψυχικό γεγονός. Η πολυκατοικία δεν είναι ψυχικό γεγονός. Είναι μια έκφραση ψυχρής αριθμητικής, ένα στατικό συγκρότημα, που, μολονότι συχνά απογειώνεται, δεν προσφέρει την εντύπωση του φτερού.
Για τούτο και οι πολιτείες που θέλουν να διατηρήσουν την παράδοσή τους, το ύφος τους και το χρώμα τους, την εξορίζουν στα κράσπεδά τους, στα περίχωρά τους, σε καινούριες γειτονιές. Εμείς, αλλοπρόσαλλοι πάντα και καινοθήρες, και όπου υπάρχει κάποια παράδοση, δηλαδή κάποιος εσωτερικός χώρος, κάποια σύνδεση με τον ιστορικό εαυτό μας, φυτεύουμε κατάστηθά της κακόγουστα χτίσματα και καταστρέφουμε κάθε δυνατότητα εναρμόνισης των νέων μορφών με τα σταθερά αισθητικά δεδομένα.
Άλλοτε ο άνθρωπος που έχτιζε ένα σπίτι, φρόντιζε να εξασφαλίσει, πριν το χτίσει, κάποια έκταση. Τώρα αγοράζει «αέρα». …Ο άνθρωπος του παρελθόντος είχε πολλές ευκαιρίες να ζει μέσα στο σπίτι και να το ζει το σπίτι. Η έκφραση «από το σπίτι στη δουλειά και από τη δουλειά στο σπίτι» είχε πραγματικό περιεχόμενο.
Η έκφραση «άλλοι καιροί άλλα τραγούδια» έχει την αντίζυγή της: «άλλοι καιροί, άλλα σπίτια». Και «άλλα σπίτια, άλλοι άνθρωποι». Το σημερινό σπίτι τʼ ονόμασαν «κέντρο διερχομένων». Και τʼ ονόμασαν πολύ σωστά.»
Κατά πώς ένας άνθρωπος αρχίζει να σβήνει και να αλλοιώνει τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας και φτάνει μια στιγμή που κανείς πια δεν μπορεί να τον ταυτίσει μαζί της και να τον αναγνωρίσει, έτσι και οι πόλεις έχουν, απʼ όταν γεννήθηκαν, μια ταυτότητα που τις κάνει αναγνωρίσιμες, που αποτυπώνει την ιδιαιτερότητά τους κι ενσωματώνει την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό και τη ζωή των ανθρώπων τους, διαχρονικά. Αν αυτή η ταυτότητα της πόλης χαθεί, τότε η πόλη γίνεται απρόσωπη, μια πόλη που απαρνήθηκε την ιστορία και τον πολιτισμό της, μια «κόρη» άσπλαχνη και αχάριστη, που έπαψε να μνημονεύει το μόχθο, το δάκρυ και το χαμόγελο των γονιών που τη γέννησαν και την ανέθρεψαν. Μια πόλη που σπάει άπονα την αλυσίδα που ενώνει τις γενιές του χθες με του σήμερα, μια πόλη που πλέει σαν καρυδότσουφλο ακυβέρνητο μέσα σε τρικυμία, χωρίς πυξίδα, χωρίς κατάρτια και πανιά, χωρίς καπετάνιο και πλήρωμα, προορισμένη να κάνει συντροφιά στα φύκια του βυθού.
Δε λέω πως θα ʼπρεπε η παλιά Σπάρτη να μπει σε μια γυάλα και να γίνει αξιοθέατο μουσειακό. Όμως, επιλεκτικά, κάποια στοιχεία αναγνωριστικά και αντιπροσωπευτικά των διάφορων ιστορικών περιόδων της πόλης επιβάλλεται να διασωθούν. Καθώς ξεφυλλίζει κάποιος ένα άλμπουμ οικογενειακών φωτογραφιών και βλέπει, και θυμάται, και αναγνωρίζει τους κοντινούς και τους μακρινούς προγόνους, αλλά και τα παιδιά, και τα εγγόνια, και τα αδέρφια, και τους θείους, και τα ανίψια, και τα ξαδέρφια, και τους παλιούς φίλους …και συγκινείται, και δακρύζει καμιά φορά, και αναστενάζει, και τις χαϊδεύει, και τις φιλά, και τις σφίγγει πάνω στην καρδιά του, έτσι και μια πόλη χρειάζεται το δικό της το οικογενειακό άλμπουμ για να μπορεί να φυλλομετρά την ιστορία της, να θυμάται, να αισθάνεται, να ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει.
Οι περισσότερες σελίδες απʼ αυτό το οικογενειακό άλμπουμ της Σπάρτης μας έχουν (δυστυχώς) χαθεί για πάντα, με ευθύνη αποκλειστικά δική μας αλλά και όσων την κυβέρνησαν από την ίδρυσή της έως ΚΑΙ σήμερα. Ίσως, αν συνέλθουμε κάποτε, να μπορέσουμε να διασώσουμε, τουλάχιστον, ό,τι έχει απομείνει.
Ας είναι αιωνία η μνήμη αυτού του παλιού σπιτιού της Σπάρτης. Αν κάπου υπάρχει Παράδεισος για τα σπίτια που πεθαίνουν, ας φτιάξει μαζί με τʼ άλλα του τʼ αδέρφια μια γειτονιά των αγγέλων για να κατοικήσουν εκεί οι παλιοί Σπαρτιάτες!
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί ψυχή, και με προσμένει.
……………………………………………………………..
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.»
(Κωστής Παλαμάς)