Ο Δήμος Σπάρτης δεν είχε ποτέ πολιτισμική πολιτική. Προέβαινε πάντα σε αποσπασματικές προτάσεις, ευκαιριακές, με αφορμή κοινωνικά, ιστορικά, θρησκευτικά γεγονότα που αφορούσαν κυρίως σε εορτασμούς (Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκριες, Σπάρταθλον, Παλαιολόγεια κ.τ.λ.). Η συνήθης πρακτική: να χρηματοδοτούνται με μικρά ποσά διάφοροι σύλλογοι, έτσι ώστε να μένουν όλοι ευχαριστημένοι και να περιορίζεται η απώλεια ψήφων. Έτσι την επιλογή καθόριζαν πάντα οι εφήμερες προτάσεις αντί για τις σταθερές υποδομές. Είναι αυτονόητο ότι η πολιτισμική ανάπτυξη προϋποθέτει μακροχρόνιο και καλό σχεδιασμό με όραμα τουλάχιστον πενταετίας. Και φυσικά λαμβάνει υπ’ όψιν της τους διαθέσιμους υλικούς πόρους αλλά κυρίως δεν αγνοεί το ανθρώπινο δυναμικό. Εννοείται ότι καμιά συζήτηση περί πολιτισμού δεν έχει νόημα, εάν πρώτα ο Δήμος δεν είναι «καθαρός», ουσιαστικά και μεταφορικά.
Σε μια νοητή γραμμή, που τα άκρα της ορίζουν από τη μια οι θεσμοί και από την άλλη το κοινό, μεσολαβούν πολλοί παράγοντες όπως η φύση, η ιστορία, το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, η νοοτροπία. Οι θεσμοί ενισχύονται, όταν λαμβάνονται υπ’ όψιν όλοι οι ενδιάμεσοι παράγοντες, και επιτυγχάνεται η επαφή με το κοινό• σε μια πορεία που πάντα θα χαρακτηρίζεται ως αμφίδρομη, με την έννοια ότι το κοινό δεν είναι παθητικός αποδέκτης αλλά και συν-δημιουργός. Τον ρόλο του συνδημιουργού δεν επιβάλλει μόνον η δημοκρατική διαχείριση αλλά το αίτημα της αποτελεσματικότητας. Όταν και όπου οι πολίτες συμμετέχουν, τα θετικά αποτελέσματα ενισχύονται. Την εποικοδομητική συνέχεια καθορίζει, εκτός των άλλων, και η αυστηρή «αξιολόγηση» της εκάστοτε δράσης.
Η αλήθεια είναι ότι είδα με αγάπη και κατανόηση την πρόταση στολισμού της κεντρικής πλατείας της Σπάρτης και ίσως η αυστηρότητα της κριτικής κάπως να υποχώρησε.
Νέα παιδιά, με λαμπρές σπουδές, επιστρέφουν στην πόλη• επιθυμούν να καταθέσουν τα οράματά τους, προσωπική εργασία, δεν αξιώνουν καμιά αμοιβή• τις προτάσεις τους στηρίζει ένα θεωρητικό υπόβαθρο που δικαιολογεί πλήρως τις επιλογές τους. Εκκινούν από τη μελέτη για τη χρήση του δημόσιου χώρου. Αντιλαμβάνονται πλήρως τις αδυναμίες της πλατείας και επιδιώκουν η πρότασή τους να αναδείξει ταυτόχρονα με την εορταστική ατμόσφαιρα κι έναν πολλαπλό συμβολισμό: α. Τι διαθέτω και πώς το αξιοποιώ με το ελάχιστο δυνατό κόστος. β. Πώς συνδέομαι με την ουσία της παράδοσης που εμμένει στη δημιουργία του μέγιστου από το ελάχιστο. γ. Με ποιον τρόπο απομακρύνομαι από τα στερεότυπα. δ. Πώς συνεργάζομαι με τις προηγούμενες (τους μεγαλύτερους) και τις επόμενες γενιές (τα παιδιά). ε. Πώς αξιοποιώ την πλούσια πολιτισμική παρακαταθήκη του τόπου μου και πώς την αναδεικνύω (παράδειγμα, η «Φάτνη») στ. Με ποιο τρόπο – έστω και σε επίπεδο ερμηνείας – καθιστώ τον θεατή ενεργό μέρος της πρότασής μου και όχι αδιάφορο παρατηρητή ή παθητικό μέτοχο. ζ. Τι ορίζεται ως εορταστική ατμόσφαιρα.
Τα ερωτήματα – και οι απαντήσεις τους - από μόνα τους αποτελούσαν τη διδακτέα ύλη των μεταπτυχιακών μου φοιτητών. Χαίρομαι, λοιπόν, που νέα παιδιά τόλμησαν όχι απλώς να θέσουν τα ίδια ερωτήματα αλλά να τα απαντήσουν στην πράξη. Το «μπράβο» είναι όλο δικό τους και όλων όσοι τα στήριξαν.
Γεωργία Κακούρου Χρόνη