
Με πολυετή παρουσία στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, ο Λάκωνας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ζωντανής ιστορίας της Μεταπολίτευσης στην χώρα μας. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας, διετέλεσε βουλευτής της συμπολίτευσης, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και υπουργός, αλλά και βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για έναν άνδρα με ισχυρό πολιτικό ανάστημα, ο οποίος υπήρξε μάχιμος και καθαρός πολιτικός, ενώ τον διέκρινε η ακεραιότητα και η πίστη στις αξίες και τα ιδανικά του.
Για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για την πολυσχιδή προσφορά του τόσο στην πόλη της Σπάρτης, όσο και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το Δημοτικό Συμβούλιο Σπάρτης αποφάσισε να ανακηρύξει τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη σε επίτιμο δημότη Σπάρτης.
Η τελετή της ανακήρυξης θα πραγματοποιηθεί αύριο Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου και ώρα 8:00 μμ στην αίθουσα εκδηλώσεων του Σαϊνοπουλείου Πολιτιστικού Κέντρου (Κλεομβρότου 16, Σπάρτη).
Οι νομικές σπουδές, η πολιτική
καριέρα και η μεγάλη οικογένεια
Γόνος πολιτικής οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Βαρβίτσα του Δήμου Σπάρτης, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου του 1933. Μετά το πέρας των σχολικών χρόνων του, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της τότε Δυτικής Γερμανίας, με ειδίκευση στο Εταιρικό Δίκαιο.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να δικηγορεί και το 1960 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόπιν εισηγήσεως του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρόκα. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται τυχαία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, γνώριμο του πατέρα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, που είχε διατελέσει βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, ο οποίος και του ανέθεσε να συντάξει σχετικές εισηγήσεις προς κυβερνητικούς παράγοντες, ενώ λίγο αργότερα τον ορίζει υποψήφιο βουλευτή της ΕΡΕ στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών.
Έτσι, με τη βοήθεια και του οικογενειακού φίλου Γεωργίου Ράλλη, στις εκλογές του 1961 εκλέχθηκε αμέσως με την πρώτη φορά βουλευτής, επανεκλεγείς και στις εκλογές του 1963, του 1964 και στις υπόλοιπες που ακολούθησαν στη Β΄ Αθηνών από το 1974 ως και το 1996 και Επικρατείας το 2000.
Την περίοδο της Δικτατορίας και συγκεκριμένα ένα χρόνο μετά την επιβολή της, τον Ιούλιο του 1968, μαζί με άλλους βουλευτές, αρχίζει να προσυπογράφει ανακοινώσεις περί επανόδου της χώρας στη δημοκρατική ομαλότητα. Οι Αρχές του απαγορεύουν την έξοδο από τη χώρα, οπότε σε συνεννόηση με τους Γ. Ράλλη και Π. Παπαληγούρα συνδέεται με κλιμάκιο της οργάνωσης «Ελεύθεροι Έλληνες». Η σύνδεση όμως αυτή αποκαλύφθηκε και στις 9 Οκτωβρίου συνελήφθη. Μετά από ανάκριση που ακολούθησε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, περιορίστηκε επί ένα πεντάμηνο σε πλήρη απομόνωση.
Μετά τη μεταπολίτευση, συμμετείχε ως υφυπουργός Εσωτερικών στη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας 1974 και στις εκλογές του ίδιου έτους εκλεγείς και πάλι, με τη Νέα Δημοκρατία ανέλαβε ακολούθως υφυπουργός Εξωτερικών (1974 – 1975), υπουργός Εμπορίου (1975 – 1977), υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977-1980), υπουργός Εθνικής Αμύνης (Κυβέρνηση Συνεργασίας, 1989), Εμπορίου (Οικουμενική Κυβέρνηση, 1989), Εθνικής Άμυνας (1990-1993), Δικαιοσύνης (1992). Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (1985-1996) και αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1994-1997). Το 1989 τάχθηκε κατά της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στην πολιτική του καριέρα επέδειξε αξιόλογη κοινοβουλευτική δράση, όπως γραμματέας του προεδρείου της Βουλής (1961-1963), γραμματέας της επιτροπής αναθεώρησης του Συντάγματος (1963), και κοσμήτορας της Βουλής (1965-1967). Υπήρξε, επίσης, μόνιμο μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στις εργασίες σύνδεσης Ελλάδας με την ΕΟΚ την περίοδο 1962-1967, λαμβάνοντας μέρος και σε κοινοβουλευτικές ομάδες του ΝΑΤΟ.
Επιπροσθέτως, από τον Ιανουάριο του 1998 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 διετέλεσε πρόεδρος του «Ινστιτούτου Κ. Καραμανλής», ενώ ένα χρόνο πριν, τον Μάιο του 2009, εγκατέλειψε την πολιτική μετά από 48 χρόνια πολιτικής καριέρας.
Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος, λόγω της μακράς πολιτικής του δράσης, καθώς και με άλλα ανώτατα παράσημα διαφόρων κρατών, μεταξύ των οποίων με τον Μεγαλόσταυρο της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας και τον Ταξιάρχη του Τάγματος Stara Planina της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Το 1963 τιμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Χρυσούν Σταυρόν της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους.
Τον Νοέμβριο του 1967 ο Ι. Βαρβιτσιώτης παντρεύτηκε την αείμνηστη Σοφία Λαναρά με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Μιλτιάδη -πολιτικό-, την Ελένη, τον Θωμά και τον Κωνσταντίνο.
Το όραμά του στη Σπάρτη
Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έκανε προσωπική του υπόθεση και στοίχημα την ανάδειξη των δυο σημαντικών ψηφιδωτών που ανακαλύφθηκαν στην πόλη της Σπάρτης, της Αρπαγής της Ευρώπης και του Ορφέα, γητευτή των ζώων.
Ως πρόεδρος του Συλλόγου «Φίλων Ψηφιδωτών της Σπάρτης», με προσωπικές ενέργειες συνέβαλε τα μέγιστα για να προστεθεί στο πολιτιστικό απόθεμα της Σπάρτης ένας ακόμη εξαιρετικού ενδιαφέροντος χώρος, η «Οικία των Ψηφιδωτών».
«Όταν μπήκαμε στο χώρο, το ψηφιδωτό ήταν καλυμμένο με χώμα, ρίξαμε επάνω του λίγο νερό και τότε έμεινα έκθαμβος. Αποκαλύφθηκε μπροστά μου η απαράμιλλη ομορφιά του. Όταν τελείωσε η επίσκεψη δεν είχα δει ακόμα το δεύτερο ψηφιδωτό, τον «Ορφέα ως γητευτή των ζώων». Είχα πειστεί όμως πως αυτός ο αρχαιολογικός θησαυρός, έπρεπε να αναδειχθεί.», δήλωσε το 2021 ο τ. υπουργός στον «Λακωνικό Τύπο».
Έπειτα από πρωτοβουλία του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, συστάθηκε και ο φορέας «Φίλοι του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης», το 2017. Έκτοτε, ως πρόεδρος του φορέα, μαζί με άλλους Σπαρτιάτες συνοδοιπόρους, παρεμβαίνουν, διεκδικούν και πασχίζουν για την ανέγερση του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης.
Τα τελευταία χρόνια περνάει αρκετό χρόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, σε ένα αρχοντικό – στολίδι εντός του ιδιόκτητου Κτήματος «Ταϋγέτη» στο Παλαιολόγιο Σπάρτης, όπου συναντιέται με την οικογένειά του και πολλούς φίλους που τον επισκέπτονται.