Ορισμένα διατροφικά μοτίβα μπορούν να προστατεύσουν το έντερο, βοηθώντας στην ανάπτυξη των βακτηρίων που έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες υποστηρίζει νέα έρευνα.
Μια μελέτη που παρουσιάστηκε στην Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Γαστρεντερολογίας 2019 (UEG Week 2019) έδειξε ότι ορισμένα διατροφικά μοτίβα μπορούν να προστατεύσουν το έντερο, βοηθώντας στην ανάπτυξη των βακτηρίων που έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.
Φυτική και μεσογειακή διατροφή αναδεικνύονται σε παράγοντες διατήρησης της υγείας του εντερικού μικροβιώματος και άρα προστασίας από παθήσεις που συνδέονται με τη μικρή βακτηριακή ποικιλία στο έντερο σύμφωνα με τους ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Groningen στην Ολλανδία, που βρήκαν ότι συγκεκριμένα τρόφιμα όπως τα όσπρια, το ψωμί, το ψάρι, οι ξηροί καρποί και το κρασί σχετίζονται με υψηλά επίπεδα βακτηρίων φιλικών προς το έντερο που βοηθούν στη βιοσύνθεση σημαντικών θρεπτικών και στην παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου (SCFAs), τη βασική πηγή ενέργειας για τα κύτταρα που καλύπτουν το παχύ έντερο. Τα ευρήματα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η διατροφή θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης των εντερικών παθήσεων, μέσω της ρύθμισης του εντερικού μικροβιώματος.
Οι ειδικοί εξέτασαν τέσσερις ομάδες μελέτης: τον γενικό πληθυσμό, τους πάσχοντες από τη νόσο Crohn, τους πάσχοντες από ελκώδη κολίτιδα και τους πάσχοντες από Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (IBS). Ανέλυσαν δείγμα κοπράνων από κάθε συμμετέχοντα προκειμένου να ανασυνθέσουν τη μικροχλωρίδα του ξενιστή και συνέκριναν τα αποτελέσματα με αυτά μιας έρευνας πάνω στην τροφική συχνότητα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, εντοπίστηκαν 61 μεμονωμένα τρόφιμα που σχετίζονται με μικροβιακούς πληθυσμούς και 49 συσχετισμούς μεταξύ τροφικών μοτίβων και μικροβιακών ομάδων.
Πιο συγκεκριμένα, οι ειδικοί βρήκαν ότι:
Διατροφικά μοτίβα πλούσια σε ψωμί σχετίστηκαν με αύξηση σε πιθανώς επιβλαβή αερόβια βακτήρια. Η μεγαλύτερη κατανάλωση τέτοιων τροφίμων σχετίστηκε επίσης με χαμηλότερα επίπεδα στους δείκτες φλεγμονής στα κόπρανα, οι οποίοι αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εντερικής φλεγμονής.
Η υψηλότερη πρόσληψη κρέατος, πρόχειρου φαγητού ή επεξεργασμένης ζάχαρης σχετίστηκε με μείωση στις επωφελείς βακτηριακές λειτουργίες και αύξηση των δεικτών της φλεγμονής.
Το κόκκινο κρασί, τα όσπρια, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα δημητριακά, το ψάρι και οι ξηροί καρποί σχετίστηκαν με μεγαλύτερη αφθονία σε βακτήρια με αντιφλεγμονώδεις λειτουργίες.
Οι φυτικές διατροφές βρέθηκε ότι σχετίζονταν με υψηλά επίπεδα παραγωγής των βακτηρίων SCFA, της κύριας πηγής ενέργειας για τα κύτταρα που καλύπτουν το παχύ έντερο.
Οι φυτικές πρωτεΐνες αποδείχθηκε ότι βοηθούν στη βιοσύνθεση βιταμινών και αμινοξέων, όπως επίσης και στη διάσπαση γλυκαντικών αλκοολών και στηναλκοόλες σακχάρου και απέκκριση του αμμωνίου
Οι ζωικές και οι φυτικές πρωτεΐνες παρουσίασαν αντίθετους συσχετισμούς στο εντερικό μικροβίωμα
Εντερικό μικροβίωμα
Μελέτες έχουν δείξει ότι το εντερικό μικροβίωμα παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία του ανθρώπου, αφού επηρεάζει το ανοσοποιητικό, το μεταβολικό και το νευροσυμπεριφορικό σύστημα. Επίσης, έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, ενώ η έλλειψη ποικιλίας στο εντερικό μικροβίωμα είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων με διάφορες φλεγμονώδεις παθήσεις, για τις οποίες κάποιες διατροφικές επιλογές έχουν αναδειχθεί σε παράγοντες κινδύνου. Αυτή η νέα έρευνα, λοιπόν, υποδεικνύει ότι το εντερικό μικροβίωμα ενδεχομένως να συμβάλει στην εξήγηση του δεσμού μεταξύ διατροφής και παθήσεων.
Το βάρος των εντερικών παθήσεων
Οι εντερικές παθήσεις αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία, τον πληθυσμό και τα συστήματα υγείας, με σχεδόν τρία εκατομμύρια ανθρώπους στον ευρωπαϊκό χώρο να πάσχουν από φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, δημιουργώντας ένα εκτιμώμενο κόστος ιατρικής περίθαλψης που φτάνει τα 5,6 δις ευρώ. Η παχυσαρκία προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία για τη δημόσια υγεία, με περισσότερο από το 50% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού να θεωρούνται υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και το σχετικό με αυτούς κόστος να εκτιμάται στα 81 δις ευρώ ετησίως.
Σε σχόλιό της, η επικεφαλής ερευνήτρια Laura Bolte τόνισε: «Εξετάσαμε σε βάθος το συσχετισμό μεταξύ διατροφικών πλάνων ή μεμονωμένων τροφίμων και εντερικού μικροβιώματος. Η σύνδεση της διατροφής με το εντερικό μικροβίωμα μας προσφέρει περισσότερες γνώσεις για τη σχέση μεταξύ διατροφής και εντερικών παθήσεων. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η διατροφή είναι πιθανό να αποτελέσει ένα σημαντικό τρόπο θεραπείας ή διαχείρισης παθήσεων του εντέρου, μέσω της ρύθμισης του εντερικού μικροβιώματος».
Καταλήγοντας στις διατροφικές συστάσεις που θα μπορούσαν να εξαχθούν από τη μελέτη, η Δρ. Bolte προσέθεσε: «Μια διατροφή που χαρακτηρίζεται από ξηρούς καρπούς, φρούτα, περισσότερα λαχανικά και όσπρια από ό,τι ζωικές πρωτεΐνες, σε συνδυασμό με μέτρια κατανάλωση τροφίμων όπως ψάρι, άπαχο κρέας, πουλερικά, γαλακτοκομικών προϊόντων με χαμηλά λιπαρά και κόκκινο κρασί και χαμηλή κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος και γλυκών, σχετίστηκε θετικά με το εντερικό οικοσύστημα στη μελέτη μας».