Υπάρχουν καλά νέα για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου, όπου μερικές φορές ένα φάρμακο που έχει λήξει είναι το μόνο διαθέσιμο «όπλο» τους στην αντιμετώπιση κάποιας ασθένειας.
Όπως δήλωσε στο πρακτορείο Reuters η επικεφαλής της μελέτης Dr Emma Browne, της Βρετανικής Ιατρικής Μονάδας Έρευνας Ανταρκτικής στο Πλύμουθ του Ηνωμένου Βασιλείου: «Η ημερομηνία λήξης ενός φαρμάκου είναι η τελευταία ημερομηνία, που μια φαρμακευτική εταιρεία θα εγγυηθεί την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, όταν αποθηκευθεί στις προτεινόμενες συνθήκες και στην αρχική συσκευασία.
Αυτή η ημερομηνία δεν είναι απαραιτήτως το σημείο, κατά το οποίο το φάρμακο καθίσταται αναποτελεσματικό ή επικίνδυνο και για πολλά φάρμακα αυτό το «παράθυρο δράσης» μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από τη συνηθισμένη ημερομηνία λήξης δύο έως τριών ετών».
Σε ορισμένα κράτη του κόσμου οι γιατροί αντιμετωπίζουν δυσκολία να παίρνουν φάρμακα πάνω από μία φορά τον χρόνο. Μπορεί, επίσης, να είναι δαπανηρό για μικρές κοινότητες ή ομάδες αποστολών να αντικαταστήσουν τα αχρησιμοποίητα φάρμακα.
«Ο γιατρός πρέπει να αποφασίσει αν είναι πιο ασφαλές να χορηγήσει μια φαρμακευτική αγωγή που έχει λήξει ή να μην θεραπεύσει ένα πρόβλημα και να ελπίζει ότι το άτομο θα γίνει καλύτερα, το οποίο είναι ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα», ανέφεραν οι ερευνητές.
Οι επιστήμονες στη μελέτη τους εξέτασαν πέντε τύπους φαρμάκων, όλα ένα έως τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη τους και τα σύγκριναν με νέα δείγματα των ίδιων φαρμάκων, για να δουν αν εκείνα, που είχαν λήξει, ήταν χημικώς σταθερά και αν διατηρούσαν τα ενεργά συστατικά τους.
Τα φάρμακα συμπεριέλαβαν την ατροπίνη, η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων τύπων δηλητηριάσεων από παρασιτοκτόνα, τη νιφεδιπίνη, έναν αναστολέα των διαύλων ασβεστίου, που χαλαρώνει την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία σε περιπτώσεις υψηλής αρτηριακής πίεσης και θωρακικού πόνου. Επίσης τη φλουκλοξακιλλίνη, ένα αντιβιοτικό από την οικογένεια της πενικιλλίνης, την μπεντοφλουμεθιαζίδη, ένα διουρητικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υπέρτασης και τη ναπροξένη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες (NSAID) παυσίπονο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όλα τα φάρμακα, που εξέτασαν, θεωρητικά ήταν ακόμη αποτελεσματικά. Βέβαια προειδοποίησαν ότι τα αποτελέσματά τους περιορίζονται από το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τις ακριβείς θερμοκρασίες, στις οποίες διατηρήθηκαν τα εν λόγω σκευάσματα.