Περιπτώσεις ανθρώπων νεαρής ηλικίας, που να τους προσελκύει και να τους απορροφά ο απέραντος κόσμος της πνευματικής δημιουργίας σε διάφορες εκφάνσεις της, δεν αποτελούν και τις πλέον συνήθεις στην εποχή της ξέφρενης επέλασης του διαδικτύου και της έκπτωσης ιδεών και πολιτισμικού μαρασμού. Ο Σπαρτιάτης συγγραφέας Νίκος Ι. Καρμοίρης είναι από εκείνους που ανθίστανται στις «επιταγές» των μονόπλευρων σύγχρονων στερεοτύπων. Από μικρός τον γοήτευε η εξωτερίκευση των συλλογισμών, των παραγώγων του νου και των συναισθημάτων, επιλέγοντας την αποτύπωσή τους στο χαρτί. Ξεκίνησε με τη συγγραφή άρθρων στον τοπικό Τύπο, στη συνέχεια ακολούθησε μονοπάτια περισσότερο λογοτεχνικά και τελευταία «ταξιδεύει» στο σύμπαν της πεζογραφίας και ιδιαίτερα του διηγήματος.
Ήδη, κείμενά του έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έχει γράψει και το πρώτο του παραμύθι με τίτλο «Ο Γίγαντας». Σημαντική στιγμή για τον Ν. Καρμοίρη αποτέλεσε η διάκρισή του στον λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα «1 φράση + 821 λέξεις για το 1821», που διοργάνωσαν πριν από λίγους μήνες η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Το διήγημα του, υπό τον τίτλο «1822», συμπεριλήφθηκε στην έκδοση της συλλογής των 41 διηγημάτων που ξεχώρισαν στον διαγωνισμό, περιλαμβάνοντας μυθοπλαστική αναφορά στην δολοφονία του Παναγιώτη Κρεββατά στο γεφύρι του Κόπανου στη Λακεδαίμονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια έκδοση εντάχθηκε και «Το μοιρολόι» του πρόεδρου της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας κ. Νικολάου Κουφού.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Νίκου Ι. Καρμοίρη στη στήλη «ΣυνΛακεδαιμονίων» του «Λακωνικού Τύπου»
- Στίχοι, μουσική, πεζός λόγος. Τί αγαπάτε περισσότερο;
Όταν ξεκίνησα να νοιώθω την ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης, ήμουν έφηβος προ των Πανελληνίων. Ήρθα, τότε, πιο έντονα σε επαφή με τη λογοτεχνία, στην οποία εξεταζόμασταν ως μάθημα. Επηρεάστηκα από κάποια κείμενα κι άρχισα να σκαρώνω στιχάκια και να τα παντρεύω με μουσικές με τα λίγα ακόρντα που γνώριζα. Δεν υπήρξα ποτέ μουσικός, οπότε κάποια στιγμή επήλθε κορεσμός κι αυτή η δημιουργική τάση ατόνησε. Αποτέλεσε, όμως, το έναυσμα για να ξεκινήσω να βάζω τις σκέψεις μου στο χαρτί. Αργότερα, θέλοντας να εκφραστώ, ξεκίνησα να αρθρογραφώ. Τα πρώτα μου άρθρα δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σας, το «Λακωνικό Τύπο», που πριν από περίπου 11-12 χρόνια μού προσέφερε βήμα λόγου. Από την αρθρογραφία κάποια στιγμή μεταπήδησα σε άλλες φόρμες, πιο λογοτεχνικές. Νομίζω ότι το ένα υπήρξε η συνέχεια του άλλου, και κάποτε συμπλήρωμα. Σήμερα ο πεζός λόγος είναι αυτός που με εκφράζει περισσότερο, αλλά η ζωή κάνει κύκλους. Δεν ξέρεις ποτέ που θα καταλήξεις…
- Πόσο σημαντική είναι η αρθρογραφία στις μέρες μας;
Η αρθρογραφία είναι έκφραση ελεύθερης γνώμης, άρα είναι Δημοκρατία. Σε κάθε εποχή είναι σημαντική, αρκεί οι απόψεις να είναι τεκμηριωμένες, να μην διακατέχονται από εμπάθειες ή να μην κρύβουν ιδιοτέλειες. Έχει βαρύνουσα σημασία για μια Κοινωνία οι πολίτες της να εκφέρουν τεκμηριωμένη άποψη και να αναλαμβάνουν επώνυμα το θάρρος της γνώμης τους και τις συνέπειες αυτής. Αναπτύσσεται, έτσι, δημόσιος λόγος σε ένα εκπολιτισμένο πλαίσιο. Δυστυχώς σήμερα αυτό δεν συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Λόγω της άνθισης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της έκφρασης εύκολης δημόσιας γνώμης έχει χαθεί το μέτρο κι έχει αυξηθεί η λογική της «κριτικής» άποψης του καφενείου…
- Ποια ανάγκη σάς οδήγησε για την ιστορική σας έρευνα «το ΚΕΕΜ στο πέρασμα του χρόνου» που ήταν και το πρώτο σας βιβλίο;
Έτυχε να κάνω την πανεπιστημιακή μου πρακτική άσκηση στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Ασχολήθηκα τότε με την αρχειοθέτηση και ταξινόμηση ενός μεγάλου όγκου φακέλων εγγράφων στρατιωτικών μονάδων, ανάμεσά τους και φάκελοι του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών από την ίδρυσή του έως και τις μέρες μας. Λίγους μήνες αργότερα, όταν υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία στο ΚΕΕΜ, όπου έμεινα κατ’ εξαίρεση αμετάθετος, θέλησα να περάσω τη θητεία μου δημιουργικά κι έτσι πρότεινα στην τότε Διοίκηση τη συγγραφή του βιβλίου με βάση κυρίως το αρχειακό υλικό της ΔΙΣ. Ο τότε Διοικητής του ΚΕΕΜ ενστερνίστηκε την ιδέα αυτή και με που παραχώρησε τις απαιτούμενες εξουσιοδοτήσεις για να συγκεντρώσω και να συνθέσω το υλικό. Κοιτώντας σήμερα το βιβλίο νοιώθω ανάμεικτα συναισθήματα. Αφ’ ενός νοιώθω περήφανος που στα 25 μου χρόνια έκανα μια πρώτη συγγραφική προσπάθεια. Αφ’ ετέρου, όντας αρκετά αυστηρός με τον εαυτό μου κι έχοντας σταθερά μιαν αυτοκριτική διάθεση, παρατηρώ λάθη κι αστοχίες, που, αν το ξαναέγραφα τώρα, σίγουρα θα απέφευγα.
- Το βιβλίο σας «Ο Γίγαντας», ποιοι θα θέλατε ιδιαίτερα να το διαβάσουν;
Όταν έγραφα την ιστορία του «Γίγαντα» είχα στο μυαλό μου κυρίως τους γονείς. Σκεφτόμουν πως δε θα ήθελα να το διαβάσουν στα παιδιά τους, αλλά να το διαβάσουν αγκαλιά ΜΕ τα παιδιά τους. Είναι μια ιστορία που μπορεί να έχει ως κεντρικό θέμα την απώλεια, αλλά παράλληλα προβάλει θέματα όπως η φιλία, η διαφορετικότητα και τα πρότυπα που λαμβάνουμε στη ζωή μας. Φανταζόμουν, λοιπόν, το παιδί να θέτει ερωτήματα και το γονέα να δίνει τις απαντήσεις του, ενισχύοντας αμφίδρομα τους μεταξύ τους δεσμούς κι αναπτύσσοντας, παράλληλα, νέους κριτικούς αναγνώστες.
- Ποιοι είναι οι γίγαντες σήμερα;
Ο καθένας μας αποτελεί εν δυνάμει θετικό ή αρνητικό πρότυπο. Γίγαντες υπάρχουν πολλοί γύρω μας. Είναι ο τυχαίος περαστικός που θα μας χαρίσει ένα χαμόγελο φωτίζοντας την κατήφεια μας, είναι εκείνος που θα μας απλώσει το χέρι σε μια δυσκολία και θα μας τραβήξει για να ξεκολλήσουμε, είναι οι άνθρωποι που θα εμπνεύσουν με την στάση τους. Είναι τόσοι πολλοί γύρω μας. Απλά δεν είναι φανταχτεροί για να τους διακρίνουμε εύκολα. Αρεσκόμαστε συνήθως να ακολουθούμε πλουμιστούς νάνους και να τους αποθεώνουμε. Αυτό αποτυπώνεται άριστα, και σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, και στο πολιτικό μας σύστημα σε τοπικό κι εθνικό επίπεδο.
- Τί θα επιθυμούσατε να γράψετε στο μέλλον και γιατί;
Ασχολούμαι κυρίως με το διήγημα. Νομίζω ότι είναι το λογοτεχνικό είδος που μου επιτρέπει καλύτερα να εκφραστώ. Πειραματίζομαι, όμως, και με άλλα είδη όπως, για παράδειγμα, η ποίηση. Θέλω κάποια στιγμή να επιχειρήσω να γράψω θέατρο, γιατί θα μ’ άρεσε να δω τις σκέψεις και τις λέξεις μου να παίρνουν σάρκα και οστά, να πλάθονται και να ερμηνεύονται πάνω στη σκηνή. Βέβαια, όλα αυτά δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Προϋποθέτουν διάβασμα και σκληρή δουλειά.
- Ο κόσμος ξέρει να διαβάζει;
Αρχικά, δεν ξέρω κατά πόσο διαβάζει. Αφ’ ενός ζούμε στην εποχή της εικόνας και καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από ένα σωρό προσλαμβάνουσες παραστάσεις από κάθε λογής μέσα και τρόπους, γεγονός που περιορίζει την ανάγκη για διάβασμα με την έννοια της ψυχαγωγίας. Αφ’ ετέρου οι ρυθμοί της καθημερινότητας της σύγχρονης εποχής είναι πλέον τόσο γοργοί που συρρικνώνεται ο ελεύθερος χρόνος που απομένει για διάβασμα. Συχνά, βέβαια, παρατηρείται και το φαινόμενο της ποσοτικής κι όχι της ποιοτικής ανάγνωσης από λογής-λογής καυχώμενους δήθεν «βιβλιόφιλους», που μου θυμίζουν τα παιδικά μας καλοκαίρια, όταν κορδωνόμασταν για το πόσα βιβλία καταφέραμε να διαβάσουμε στις διακοπές! Δεν ξέρω τί να απαντήσω. Είναι οι εποχές περίεργες. Αν κρίνω, φέρ’ ειπείν, από τους αναγνώστες του διαδικτύου, που διαβάζουν αποσπασματικά ή μόνο τους τίτλους των άρθρων –κι έχουν κι άποψη!–, νομίζω πως έχουμε γίνει, ή τείνουμε να γίνουμε, «αναγνώστες του τίτλου».
- Ιστορία, η επιστήμη σας. Λογοτεχνία, η αγάπη σας. Αρμονική σχέση;
Η σχέση είναι συγκρουσιακή. Η ιστορία απαιτεί ψυχρότητα, λογική, βασίζεται σε τεκμήρια κι αναζητά την αλήθεια των γεγονότων. Η λογοτεχνία στηρίζεται στο συναίσθημα, τη φαντασία, τις μνήμες και την αλήθεια της ψυχής. Πρέπει, ανάλογα την περίσταση κάθε φορά, να αποβάλεις τον ιστορικό ή τον λογοτέχνη από μέσα σου. Με έχουν ρωτήσει γιατί δεν γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν είναι εύκολο για έναν ερευνητή-ιστορικό που πορεύεται σε αυστηρά επιστημονικά πλαίσια να παρεκκλίνει και να μπασταρδέψει την ιστορία με την μυθοπλασία. Το επιχείρησα, βέβαια, γράφοντας το διήγημα «1822», με το οποίο συμμετείχα στο διαγωνισμό του ΕΙΜ και πράγματι μέσα μου γινόταν μια πάλη κατά τη διαδικασία της συγγραφής…
- Ποιο προσωπικό στοίχημα θα θέλατε να κερδίσετε με τη γραφή σας;
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου κρατούσα σημειώσεις για το οτιδήποτε. Στο γραφείο μου, στα συρτάρια μου, ή και στα πιο απίθανα σημεία, μπορείς να βρεις διάφορα χαρτάκια με σημειώσεις. Στο μυαλό μου επικρατεί καθημερινά μιαν αναρχία, και το χέρι βάζει τα όρια και τη σειρά στις σκέψεις. Δεν έχω κάποιο προσωπικό στοίχημα που θέλω να κερδίσω, γράφοντας. Η συγγραφή απλά με ηρεμεί. Το μόνο που επιδιώκω είναι να συνομιλώ με τον εαυτό μου, και να αδειάζει το κεφάλι μου. Θα ήμουν ικανοποιημένος αν κάποτε με τις λέξεις που βάζω στη σειρά κάποιοι αναγνώστες συνομιλούσαν, ταυτίζονταν, συγκινούνταν, εναντιώνονταν, διαφωνούσαν, αντιστέκονταν… Αν κάποτε οι λέξεις μου γίνονταν τα εκφραστικά μέσα των σκέψεων και των συναισθημάτων κάποιων ανθρώπων που δεν βρήκαν τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστούν, τότε, ναι, ίσως αυτό να είναι ένα κερδισμένο στοίχημα.
- Η Λακωνία τί ρόλο έχει «παίξει» στη λογοτεχνική σας ζωή;
Κάθε δημιουργός λειτουργεί ως παρατηρητής. Συνειδητά ή ασυνείδητα μεταφέρει στο έργο του τις προσλαμβάνουσές του, είτε πρόκειται για προσωπικά βιώματα, είτε για ιστορίες που κάπως έφτασαν στα αφτιά του, είτε για περιστατικά που έχει παρακολουθήσει λαθραία από κάποια χαραμάδα. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λακωνία και μοιραία μπολιάστηκα με το περιβάλλον, τους ανθρώπους και τις ιστορίες της. Νομίζω δεν γίνεται να θες να κάνεις μια αληθοφανή περιγραφή χωρίς να έχεις ένα συγκεκριμένο τοπίο στο νου σου, ακόμα κι αν δεν το αναφέρεις ονομαστικά ή η ιστορία σου εξελίσσεται υποθετικά κάπου αλλού. Πολλά από τα διηγήματά μου, που δεν έχουν ακόμα εκδοθεί, περιγραφικά εξελίσσονται, κυρίως, στην περιοχή της Λακεδαίμονος.
Όσον αφορά τον «Γίγαντα» επέλεξα ως τόπο εξέλιξης της ιστορίας τη Λακωνία, όχι μόνο γιατί θα μπορούσα να δώσω μία πιο παραστατική περιγραφή του χώρου, στον οποίο διαδραματίζεται το παραμύθι, αλλά και γιατί θεώρησα πως θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή διαφήμιση για την περιοχή μας.
- Πώς ονειρεύεστε το μέλλον της Σπάρτης που σάς γέννησε;
Η Σπάρτη πάντα με γοήτευε. Είναι ένα «παρθένο» πεδίο δημιουργίας με πολλές δυνατότητες και προοπτικές εξέλιξης. Με θυμώνει να λέμε πως είναι η «πόλη των χαμένων ευκαιριών» και να μην κάνουμε καμία ουσιαστική προσπάθεια να το αλλάξουμε αυτό. Έχουμε κάνει μια διαπίστωση. Μήπως κάποια στιγμή πρέπει να κάνουμε σαν Κοινωνία –κι ο καθένας προσωπικά– την αυτοκριτική μας και να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με τις παθογένειες που κληρονομήσαμε και κληροδοτούμε; Θα πρέπει κάποτε να καλλιεργήσουμε την κουλτούρα της συνεργασίας, να εξαλείψουμε τις εμπάθειες, να συνταχθούμε πλάι στις αξιόλογες πρωτοβουλίες και να σταθούμε κριτικά απέναντι στα κακώς κείμενα. Οφείλουμε να μάθουμε να απλώνουμε το χέρι στους ανθρώπους που δημιουργούν, να τους ακολουθούμε και να τους ωθούμε περαιτέρω, αν θέλουμε η πόλη μας να προοδεύσει. Αντ’ αυτού σε πολλές περιπτώσεις αρεσκόμαστε να υψώνουμε εμπόδια ή να βάζουμε τρικλοποδιές, απογοητεύοντας εκείνους που προσπαθούν.
Ασχολούμαι με τα κοινά από τα 18 μου έτη κι όλα αυτά τα χρόνια έχω βιώσει και τις δύο όψεις του νομίσματος της Σπάρτης. Απ’ τη μια έχω γνωρίσει εξαιρετικούς ανθρώπους που προσφέρουν με περίσσιο μεράκι στην τοπική Κοινωνία είτε ως ιδιώτες, είτε μέσω φορέων. Απ’ την άλλη έχω συναντήσει «καρεκλοκένταυρους» κι «αυλοκόλακες» που χαρακτηρίζονται από εμπάθεια, πολυξεροσύνη και καχυποψία. Οφείλουμε σαν Κοινωνία και συνταχθούμε με τους πρώτους με ανιδιοτέλεια και να τολμήσουμε να απομονώσουμε τους δεύτερους. Η Σπάρτη είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για εμένα που σίγουρα δεν μπορεί να αναλυθεί σε μιαν απάντηση. Έχω όνειρα για την πόλη μου, δηλώνω ενεργός πολίτης κι όσα χρόνια ασχολούμαι με τα κοινά έχω καταθέσει μια σειρά προτάσεων στους κατά καιρούς τοπικούς Άρχοντες, τόσο μέσω του Τύπου, όσο και μέσω επιστολών.
Η πόλη μας μαστίζεται από σταθερότητα μέσα στην οποία σκάνε κατά περιόδους διάφορα πυροτεχνήματα. Αυτό που έχει ανάγκη η Σπάρτη είναι να ανοικοδομηθεί βήμα βήμα, μεθοδικά, πάνω σε στέρεες βάσεις. Και για να γίνει αυτό πρέπει να αναδείξει και να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της. Η Σπάρτη, και γενικότερα η Λακωνία, έχει ισχυρό δημιουργικό ανθρώπινο δυναμικό που δεν βρίσκει εύκολα χώρο έκφρασης και δημιουργίας εδώ. Οφείλουν οι τοπικοί άρχοντες κάποια στιγμή να δώσουν απλόχερα χώρο σε αυτούς τους να ανθρώπους, να μάθουν να ακούν περισσότερο και να μιλούν λιγότερο. Εν κατακλείδι, ονειρεύομαι μια Σπάρτη που όλες της οι δημιουργικές δυνάμεις θα συνταχθούν κάτω από τη σημαία της συνεργασίας και της ανιδιοτελούς προσφοράς, παραμερίζοντας ιδεολογίες, ιδεοληψίες και κακές πρακτικές του παρελθόντος και του παρόντος.
- Το διήγημα σας «1822» αξιώθηκε να τιμηθεί από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο συλλογικό τόμο για το 1821, ο οποίος πρόσφατα εκδόθηκε. Τι σημαίνει για εσάς 2021;
Το 2021 είναι ευκαιρία αναστοχασμού και ανασυγκρότησης. Αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να μελετήσουμε όσα συγκρότησαν την ταυτότητα του Νεοέλληνα, να ανασύρουμε τα λάθη και τις κορυφαίες στιγμές μας, να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να θέσουμε στόχους και να οραματιστούμε το μέλλον. Φοβάμαι, όμως, μην αποδειχθεί μία ακόμη χαμένη ευκαιρία για τη χώρα. Η Πολιτεία καθυστέρησε χαρακτηριστικά να ασχοληθεί με τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση, και τα πρόσωπα που προΐστανται στην επιτροπή προδιαθέτουν για κοσμικές φιέστες. Θα περίμενα να δοθεί περισσότερη βαρύτητα στην έρευνα, να αξιοποιηθεί στο σύνολό του το εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό της χώρας, να έρθουν στο φως νέα αρχεία και να ξαναμελετηθούν τα παλαιότερα, ώστε με αφορμή την επέτειο να αναδειχθούν άγνωστες πτυχές της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας μας. Δεν αρκεί να προγραμματιστούν εκδηλώσεις που θα ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια τετριμμένα και χιλιοειπωμένα. Αυτό ισχύει και σε τοπικό επίπεδο. Θα έπρεπε να είχε ήδη συσταθεί μια επιτροπή εξειδικευμένων επιστημόνων, που θα είχε σχεδιάσει συγκεκριμένο πλάνο δράσεων με στόχο την ανάδειξη της συμβολής και του ρόλου της Λακεδαίμονος στην Επανάσταση του ’21. Έχουμε μία εξίσου σπουδαία νεότερη τοπική ιστορία που την αγνοούμε, και που, συνήθως, μένει στη σκιά της αρχαίας μας ιστορίας.
Ευτυχώς, εν αντιθέσει με το κράτος, έχουν αναπτυχθεί σημαντικές ιδιωτικές συνεργατικές πρωτοβουλίες, μέσω μεγάλων πολιτιστικών ή ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας, προς τη σωστή κατεύθυνση, αναλαμβάνοντας επιστημονικές, ερευνητικές, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές κ.ά. δραστηριότητες.
Όπως και να ‘χει, το 2021 είναι μια ευκαιρία να αναζητήσουμε τις λησμονημένες αξίες μας, να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας και να ξαναζωντανέψουμε τον αγνό Έλληνα του ανθρωπισμού, του φιλότιμου, της φιλοξενίας, της αλληλεγγύης, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, κ.τ.λ., αποβάλλοντας στο μέτρο του δυνατού τον σκοτεινό μας εαυτό…
Λίγα λόγια για
τον Ν. Καρμοίρη
Ο Νίκος Ι. Καρμοίρης γεννήθηκε το 1989 στη Σπάρτη και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής ΕΚΠΑ και συνεχίζει τις σπουδές του στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Καλαμάτα. Ασχολείται ενεργά με τα κοινά από την εφηβεία του έχοντας αναλάβει θέσεις ευθύνης σε πολιτιστικούς και αθλητικούς φορείς. Αρθρογραφεί από τα φοιτητικά του χρόνια στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Έχει εκδώσει μια ιστορική έρευνα και έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα. Κείμενά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ το πρώτο του παραμύθι με τίτλο «Ο Γίγαντας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πνοή».
Επιμέλεια: Δ. Αβούρης, Χρ. Πετρούλιας
φωτο: Bookia - 48o Φεστιβάλ Βιβλίου