Γράφει η Μαρία Ελ. Λαμπροπούλου
Δευτέρα του Πάσχα, μέρα χαρμόσυνη, μέρα ζεστή από τον λακωνικό ήλιο και δροσερή από την αύρα του Λακωνικού Κόλπου. Την ημέρα αυτή επέλεξα για να χαρώ ξανά το πολυαγαπημένο μου Γύθειο, τη Γη των Θεών, τη Γη του Απόλλωνα και του Ηρακλή, τη Γη του Πάριδος και της Ωραίας Ελένης, τη Γη των Νικλιάνων και των Καπεταναίων, το «κατώφλι» της Μάνης. Ενδεδυμένη το μανδύα της μαγευτικής λακωνικής ατμόσφαιρας, η χαρά και η υπερηφάνειά μου έχουν την ένταση της παρθενικής επίσκεψης, πολλά χρόνια πριν… και είναι ανέφικτο να περιγράψω το κλιμακούμενο συναίσθημα της προσμονής και της παιδικής σχεδόν ανυπομονησίας που με διακατέχουν καθόλη τη διαδρομή από την αγαπημένη Σπάρτη προς το Γύθειο.
Η επιθυμία μου να εκμεταλλευτώ στο έπακρο κάθε ψήγμα του χρόνου της παραμονής μου στον εξαιρετικά σημαντικό, για μένα, αυτό τόπο με κατευθύνει ενστικτωδώς προς το «Δημήτριος», το πλοίο που ξεκουράζεται στην αμμουδερή ακτή της Σελινίτσας. Το πλοίο, μοναχικό, σιωπηλό αλλά και συνάμα «φλύαρο» από τα γκράφιτι και την αύρα όσων το επισκέπτονται είτε για να κολυμπήσουν κοντά του, είτε να το θαυμάσουν είτε για να καταφύγουν κατά τις μοναχικές ώρες της ημέρας τους, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αμμουδερού τοπίου. Τα κύματα που καταλήγουν επάνω στο πλοίο κρατάνε ζωντανό τον μύθο του ως «λαθρόπλοιο». Η αλήθεια είναι πως το πλοίο αφέθηκε στα κύματα και στη μοίρα του λόγω οικονομικών θεμάτων της πλοιοκτησίας και, αφού απομακρύνθηκε από το λιμάνι του Γυθείου και ξεβράστηκε στην ακτή, «ντύθηκε» τον γοητευτικό μύθο της λαθρεμπορίας. Ακόμη και η πεζή αλήθεια, όμως, δεν αφαιρεί τίποτα από τη γοητεία του… το «Δημήτριος» έχει φιλοξενήσει έρωτες, φιλίες, τραγούδια, απογοητεύσεις αλλά και όνειρα και έχει κρατήσει τόσα και τόσα μυστικά στα αμπάρια του.
Με γλυκόπικρη αίσθηση αλλά και πολύ γοητευμένη αφήνω τη Σελινίτσα για την αγαπημένη Κρανάη. Ο οκταγωνικός πέτρινος φάρος στέκεται -σαν άλλος Μανιάτης- για πολλά χρόνια φύλακας των ακτών του Γυθείου και πλέον ξεκουράζεται αγέρωχος και άτρωτος στους ανέμους με συντροφιά την ελληνική σημαία. Να ήταν άραγε κάπου κοντά στη θέση του φάρου το σημείο που ο Πάρις ξέχασε, φεύγοντας κυνηγημένος μαζί με την Ελένη του από την Κρανάη, το κράνος του, από το οποίο πήρε το όνομά του το νησί; Στο σημείο αυτό ο μύθος ερωτοτροπεί με την πραγματικότητα και δεν πρέπει να επιχειρήσουμε να τα διαχωρίσουμε, αλλιώς θα εξατμιστεί η γοητεία και η λάμψη αυτού του κράματος.
Κατευθύνομαι με δέος προς τον Πύργο Τζαννετάκη. Νιώθω έντονα την αίσθηση της δύναμης, της αρχοντιάς και της ιστορίας. Οι σφαλισμένες πόρτες και τα ερμητικά κλειστά παράθυρα δεν εμποδίζουν τη μνήμη μου να επανέλθει στην πρώτη και μοναδική ως τώρα επίσκεψη που είχα πραγματοποιήσει κάποτε, αναπάντεχα, στο εσωτερικό του Πύργου. Η άκρατη μνήμη με «πολιορκεί» με τις εικόνες από τα παραδοσιακά περίτεχνα αντικείμενα, από τα στενά σκαλοπάτια, τους διαδρόμους με τον χαμηλό, σχεδόν μυστηριακό φωτισμό και τους πέτρινους τοίχους να ψιθυρίζουν δόξα και αγώνες και φωτιά και αίμα. Αυτό που κυριαρχεί κατάφωρα όμως είναι η αβάσταχτη, σχεδόν, αίσθηση και συνείδηση του να είσαι Έλληνας όχι μόνο στην καταγωγή αλλά και στη ψυχή, υπηρετώντας την καταγωγή με το να συντηρείς έμπρακτα τη μνήμη και να μεταφέρεις την εθνική συνείδηση και τα ιδανικά σου στην επόμενη γενιά. Απαιτείται «ψυχή βαθειά» για να αντέξεις το «ένδοξο και το ηρωικό» και να μην λυγίσεις από το πόνο των όσων χάθηκαν μέσα στην ιστορία…. χρειάζεται «ψυχή βαθειά» για να διαχειριστείς το βάρος και τη σημασία της θυσίας όσων άφησαν το στίγμα τους σε αυτά τα ποτισμένα με αίμα χώματα και που η παρουσία τους είναι αέναη, καθώς κυκλοφορούν ακόμη δίπλα μας, σε ένα παράλληλο σύμπαν, που ελάχιστοι αντιλαμβανόμαστε.
Φεύγοντας, γυρίζω και κοιτάζω τον Πύργο, σαν υπόσχεση ότι θα επιστρέψω σύντομα. Το βλέμμα μου παρηγοριέται από το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου. Από εκεί η ματιά αιχμαλωτίζεται από την ανυπέρβλητη ομορφιά του λόφου του Γυθείου με τα αρχοντόσπιτα που ατενίζουν τον Λακωνικό Κόλπο, θέτοντας το ρητορικό ερώτημα… τι είναι πιο συναρπαστικό, να βλέπεις αυτήν τη συγκλονιστική ομορφιά, ή να αποτελείς μέρος της;
Περπατώ κατά μήκος της πολύβουης παραλίας με το βλέμμα πάντα στραμμένο προς στην Κρανάη. Επιλέγω να χαθώ στις κρυμμένες ανηφορικές γειτονιές του λόφου του Γυθείου, με τα ταπεινά σπίτια και τα σιωπηλά νεοκλασικά. Έχω αφήσει πίσω μου την πολυκοσμία και αφουγκράζομαι τις αναμνήσεις όσων έζησαν στην περιοχή κατά την περίοδο της ακμής της. Η ιστορία του τόπου και η δόξα του δεν επιτρέπουν λύπη για τη σημερινή κατάσταση και την εγκατάλειψη. Μόνο υπερηφάνεια επιβάλλεται να νιώθει κάποιος για όσους πολέμησαν για την ελευθερία του τόπου και έζησαν υπηρετώντας την πατρίδα και τις αξίες της σε κάθε εποχή της Ιστορίας από οποιοδήποτε μετερίζι, ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος και φύλου.
Η πλούσια και γοητευτική μυθολογία του τόπου, το έντονο Βυζαντινό μεγαλείο και η παντοτινή αίσθηση της ορμής της επανάστασης με συντροφεύουν καθώς με μεγάλη δυσκολία -όπως πάντα άλλωστε- αφήνω την ώρα του δειλινού το Γύθειο, το αιώνιο καταφύγιό μου, τον τόπο που χαίρομαι με τις χαρές μου και κρύβομαι για να διαχειριστώ τις λύπες μου. Αιχμαλωτίζω με τη ματιά μου, από τη γνωστή σε όλους ανηφόρα πάνω από την οδό Βασιλέως Παύλου, τη Γοργόνα, την ακτή, τα χρώματα της θάλασσας και του ουρανού και αναρωτιέμαι… Άραγε, ποια είναι τα βαθύτερα αίτια -εκτός από την καταγωγή- που ανέκαθεν με μαγνήτιζαν στη Λακωνία, τη γη της πέτρας και του ήλιου, τη γη του πολέμου και ελευθερίας, τη γη του Λεωνίδα και του Λυκούργου; Θα θελήσω να τα μάθω ποτέ, ή θα προτιμήσω το άγνωστο ώστε να μην χαθεί η μαγεία; Η ζωή θα αποφασίσει…




