Ρέκβιεμ για έναν μοναχικό περιπατητή της πλατείας

Τρίτη, 10 Μάρτιος 2015 19:24 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Κυριακή πρωί κατευθυνόμουν σ’ ένα περίπτερο της Πλατείας, όταν το είδα να ξεπροβάλλει μόνο του, κάτω απ’ τά καθίσματα μιάς καφετέριας. Αυτή η μοναχική του παρουσία με παραξένεψε. Ένας απ’ τους λόγους πού συμπαθούσα τα περιστέρια ήταν η αταλάντευτη πίστη στο ταίρι τους και η μόνιμη και συνεχής παρουσία δίπλα στον ερωτικό σύντροφό τους. Από τότε πού γεννιόντουσαν, έμεναν πάντα μαζί μέχρι και τον θάνατό τους. Τούτο λοιπόν πώς και ξέμεινε μόνο του;
Τα τελευταία χρόνια ένα πολύχρωμο σμάρι από δαύτα είχε στρατοπεδεύσει μόνιμα στο κέντρο της πόλης. Προσγειωνόντουσαν κάθε τόσο στο πλακόστρωτο της πλατείας και στα πεζοδρόμια των γύρω δρόμων για να «γευματίσουν» Περπατούσαν στο πλακόστρωτο με κινήσεις αρμονικές, γεμάτες χάρη που θα τις ζήλευαν ακόμη και χορευτές μπαλέτου. Γυρνώντας ανάμεσα στα τραπεζάκια, καταβρόχθιζαν με λαιμαργία από γαριδάκια μέχρι ψίχουλα από σάντουιτς και υπολείμματα μεζέδων πού η χορτασμένη πελατεία των γύρω ζαχαροπλαστείων παράταγε πάνω στα τραπέζια η και καταγής. Αυτή ήταν άλλωστε η αιτία πού τούτα τά φτερωτά σύμβολα της ειρήνης άρχισαν σιγά-σιγά να πλησιάζουντους πελάτες των κέντρων της πλατείας. Νατους… εμπιστεύονται.
Τελικά είχαν γίνει ένα μαζί τους. Είχαν μεταβληθεί και αυτά σε θαμώνες… των ζαχαροπλαστείων. Σε συγκάτοικους του χώρου. Χρόνο με χρόνο, παρακολουθώντας την πληθυσμιακή τους αύξηση και τα φτερωτά τους καμώματά, ένοιωσα να αναπτύσσεται ένας μικρός αλλά σταθερός δεσμός μεταξύ μας. Κάθε πρωί απ’το παράθυρο του γραφείου μου, που έβλεπε στην πλατεία, τα αγνάντευαπότε να λιάζονται, πότε να ερωτοτροπούν με τον ερωτικό τους σύντροφό τους κι’ άλλοτε πάλι κάτω από καταρρακτώδη βροχή, να περιποιούνταιτο πολύχρωμο πτίλωμα γύρω απ’ τον λαιμό τους, ραμφίζοντάς το με χάρη. Τις δύσκολες μέρες του χειμώνα, το στοργικό χέρι μιας κοπελιάς πού δούλευε σε κατάστημα της πλατείας, τά φίλευε με σπόρια. Και κείνα, ανταποδίδοντας την αγάπη και το ενδιαφέρον της, κάθε φορά πού την έβλεπαν, σχεδόν σκαρφάλωναν πάνω της, κάνοντας σαν τρελά από την παρουσία της.
Κι’ ότανχέρι αγανακτισμένου από τις κουτσουλιές συμπολίτη, σηκωνόταν απειλητικά εναντίον τους, εκείνα με χάρη σχεδόν χορευτική, πετούριζαν πίσω στα αετώματα του Δημαρχείου, εξασφαλίζοντας, λόγω ύψους και απόστασης, την γαλήνη τους. Τις ανοιξιάτικες μέρες πάλι, ανοίγοντας το παράθυρο του γραφείου μου που έβλεπε στην Πλατεία για να απολαύσω το μεθυστικό άρωμα του πορτοκαλανθού, πού αυτήν την εποχή πλημμυρίζει την πόλη μας, άκουγα τά έντονα γουργουρητά των σερνικών, πού με τεντωμένο το περήφανο κορμίτους από ερωτική υπερδιέγερση, ορμούσαν στα γεμάτα ερωτική προσμονή, χαριτωμένα θηλυκά.
Τούτος λοιπόνο μικρός και ιδιόμορφος δεσμός με τους φτερωτούς θαμώνες της Πλατείας μας, απ’ ότι είχα διαπιστώσει, δεν ηταν αποκλειστικό προνόμιο δικό μου. Αρκετοί τα μαύλιζαν τα θαύμαζαν και τελικά είχαν αποδεχθεί την αέρινη παρουσία τους. Ήσαν και κάποιοι άλλοι όμως που θεωρούσαν τα περιστέρια ανεπιθύμητους και παρείσακτους επισκέπτες και καταπατητές του χώρου. Χρεώνοντας τα για κάθε τι στραβό κι ανάποδοπου συνέβαινε στην Πλατεία, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα εξοβελίσουν από το χώρο τους. Αυτά όμως πεισματάρικα, αντιστέκονταν σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια εκφοβισμού τους, φτερουγώντας ψηλά, εκεί που ανθρώπινο μάτι δεν τα έπιανε, για να προσγειωθούν σε λίγο και πάλι στο πλακόστρωτο της Πλατείας.
Βλέποντας λοιπόν, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό το περιστέρι να περπατά μόνο του στο πλακόστρωτοτης Πλατείας, παραξενεύτηκα. Πού ηταν το ταίρι του; Που ήσαν τά υπόλοιπα συντρόφια του; Πλησιάζοντας τον περιπτερά, τον ρώτησα. Εκείνος, σχεδόν επιτιμητικά, μού γύρισε πίσω την ερώτηση: -Καλά εσύ δεν έμαθες τίποτα; Κι’ όταντου εξήγησα ότι έλειψα από την πόλη για μια βδομάδα, με άφησε σύξυλο λέγοντάς μου… πώς κάποιος τα φαρμάκωσε και το απορριμματοφόρο του Δήμου μάζεψε τα κουφάρια τους. Και εδώ που τα λέμε, συνέχισε απτόητος ο περιπτεράς, να αγιάσει το χεράκι αυτουνού που το έκανε. Είχε παραγίνει το κακό με δαύτα. Παρατώντας την κυριακάτικη εφημερίδα στο γκισέ του περιπτέρου, σχεδόν τρέχοντας, κατευθύνθηκα στο κέντρο τηςΠλατεία. Το βλέμμα μου τα έψαξε στα αετώματα του Δημαρχείου. Του κάκου όμως. Τα αναζήτησα, μάταια, στα μπαλκόνια του Ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», στα παρτέρια με το γκαζόν, σ’ όλους τους γύρω δρόμους. Τά περιστέρια της πλατείας είχαν εξαφανισθεί. Ο περιπτεράς είχε, δυστυχώς, δίκιο. Κάποιοι τα… ξεπάστρεψαν.
Με βήμα αργό απομακρύνθηκα. Στρέφοντας πίσω το βλέμμα μου, διαπίστωσα πώς οι κυριακάτικοι θαμώνες των ζαχαροπλαστείων της πλατείας είχαν γεμίσει τά τραπεζάκια. Μόνον πού κάποιοι άλλοι θαμώνες του χώρου… φτερωτοί, απουσίαζαν. Είχαν δείξει υπερβολική εμπιστοσύνη… στους ανθρώπους και αυτή τους την κουτουράδα τηνπλήρωσαν μετην ζωή τους. Φθάνοντας και πάλι στο περίπτερο, διέκρινα στο βάθος κάτω από τά τραπεζάκια της καφετέριας το μοναχικό περιστέρι. Άραγε τούτο πώς την γλίτωσε; Ποια δύναμη επιβίωσης το κράτησε ζωντανό; Παίρνοντας την εφημερίδα υπό μάλης, του έριξα μιατελευταία ματιά. Μού φάνηκε πώς είχε καμπουριάσει. Πώς είχε χάσει κάτι από το λεβέντικο παράστημά του. Πώς το λαμπερό πτίλωμα στο λαιμό του, είχε ξεθωριάσει. Αυτήτη φορά ο φτερωτός περιπατητής της Πλατείας, μου φάνηκε υπερβολικά βαρύς και άκεφος. Απελπιστικά και μέχρι θανάτου… μόνος.


*Το άρθρο είχε δημοσιευτεί τον Ιούνιο του 2003 και αναδημοσιεύεται.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti