ή άλλως πως « Ο λόγος περί των “καλών” και των “κακών” αυτού του Κόσμου»
Παρακολουθώντας τις προάλλες σε ένα τηλεοπτικό κανάλι τα τεκταινόμενα στο Αζερμπαϊτζάν ένοιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος βλέποντας τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το μακελειό στο Ναγκόρνο Καραμπάχ όπου Αζέροι συνεπικουρούμενοι από Τούρκους μισθοφόρους και ρώσικα στρατεύματα έπνιξαν στο αίμα τους Αρμένιους, αναγκάζοντας τους να παραδοθούν. Και το σφίξιμο στο στομάχι μου έγινε πιο έντονο βλέποντας τους Αρμένιους αποχωρώντας από τα πάτρια εδάφη τους, να παραδίδουν oι ίδιοι στις φλόγες τα σπίτια και τις περιουσίες τους για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.
Μην αντέχοντας άλλο το θέαμα γύρισα σε άλλο κανάλι. Και εδώ όμως το ρεπορτάζ αναφερόταν στον εμφύλιο της Συρίας συνοδεύοντάς τον από live στιγμιότυπα που δεν υπολείπονταν σε αγριότητες, αίμα, θάνατο και φρίκη από εκείνα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Μόνον που οι συμμαχητές Ρώσοι και Τούρκοι εδώ αγωνίζονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο παραλογισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός και τα φυλετικά μίση σε όλο τους το «μεγαλείο».
Αηδιασμένος από τα όσα διαδραματίζονταν στην μικρή οθόνη, αναζήτησα την… λύτρωση σε τρίτο κανάλι. Μάταια όμως γιατί και εδώ οι ρεπόρτερς είχαν καταπιαστεί με τα τεκταινόμενα στην Λιβύη και την Σομαλία που δεν υστερούσαν σε αγριότητες, αίμα και θάνατο. Και το όλο τηλεοπτικό μενού συμπληρωνόταν από την σύγκρουση Ισραηλιτών και Παλαιστινίων.
Αυτό ήταν. Μη αντέχοντας άλλο έκλεισα την συσκευή και γύρισα την σκέψη μου πενήντα χρόνια πίσω εκείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο, όταν, επιστρέφοντας από το σχολείο, μπήκα μέσα στο καθιστικό και πετώντας τη σχολική μου σάκα, καταπιάστηκα με το φυλλομέτρημα της εφημερίδας σου. Είχα εντυπωσιασθεί από την φωτογραφία της πρώτης σελίδας: Ένα τανκ και απάνω του σκαρφαλωμένες κάποιες νεανικές φιγούρες. Ο υπότιτλος σημείωνε: Σοβιετικά τανκς στη Βουδαπέστη.
Τα παιδικά μου μάτια γέμισαν απορία και συ βάλθηκες για πρώτη φορά να μου εξηγήσεις. Άρχισες λοιπόν να μου μιλάς για το μοίρασμα του κόσμου σε «καλούς και κακούς». Γι’ αυτούς που πίστευαν στην ελευθερία και στους άλλους που βάσταγαν σιδηροδέσμιους τους λαούς. Μου μίλησες ακόμη για χώρες που σέβονταν τον άνθρωπο και τα αναφαίρετα δικαιώματά του και για άλλες που εφάρμοζαν ένα ολοκληρωτικό και ανελεύθερο σύστημα καταπίεσής του. Απ’ τον τρόπο που μου μίλησες, απ’ την φλόγα της ματιάς σου, ακόμη και από τον τόνο της φωνής σου, ήταν φανερό πως πίστευες στα όσα μου έλεγες. Κι έτσι έκανες και μένα να πιστέψω.
Ήταν Νοέμβρης του 1956. Τα σοβιετικά τανκς μόλις είχαν πνίξει στο αίμα την λαϊκή εξέγερση στην Ουγγαρία κι εγώ μόλις είχα αρχίσει να ξεκαθαρίζω στο παιδικό μυαλό μου ποιοι ήταν οι «Καλοί και ποιοι οι Κακοί» σε τούτο τον κόσμο. Ομολογώ πως σε αυτό το ιδεολογικό μου ξεκαθάρισμα είχες παίξει καθοριστικό ρόλο. Τα χρόνια πέρναγαν και τούτη η πίστη μου στους «Καλούς» μεγάλωνε μαζί μ’ εμένα. Τι κι αν στα μέσα της επόμενης δεκαετίας έφτασαν στα αυτιά μου κάποια ανησυχητικά μηνύματα για επιλήψιμες συμπεριφορές των «Καλών» στο Βιετνάμ. Ήταν μια χώρα τόσο μακρινή κι αλλόκοτη. Άλλωστε το ελάχιστο έλλειμμα του «πιστεύω» μου, φρόντισα να το συμπληρώσω συμψηφιστικά εξ αιτίας της διαγωγής των «Κακών» στην Πράγα, το 1968.
Κι όταν πριν λίγα χρόνια το σύστημα των «Κακών», «τινάχτηκε στον αέρα», πανηγύρισα μαζί με τους άλλους «οπαδούς» των «Καλών», τον θρίαμβο της ελευθερίας. Δεν σου κρύβω μάλιστα πως, βλέποντας στην τηλεόραση το γκρέμισμα του τείχους στο Βερολίνο, ένοιωσα άσχημα που δεν ήσουν πια μαζί μου για να αισθανθείς την ίδια με μένα ικανοποίηση.
Αλλοίμονο πόσο τραγικά έξω είχα πέσει. Μόλις οι «Καλοί» έμειναν μόνοι και ανεξέλεγκτοι, άλλαξαν «φορεσιά και τρόπους». Έριξαν τις μάσκες που με τόση μαεστρία για χρόνια φόραγαν και βάλθηκαν να μας συνετίσουν… για το καλό μας. Η αλαζονεία και ο αυταρχισμός σε ημερήσια διάταξη. Αποτέλεσμα η χρήση ωμής και ξεδιάντροπης βίας εις βάρος ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, της Σερβίας. Βέβαια, είχε προηγηθεί η περίπτωση του Ιράκ και του Κουβέιτ. Αλλά βλέπεις ετούτες οι χώρες, για την κακομαθημένη συνείδησή μου, ήσαν μακρινές και… αδιάφορες. Όταν όμως οι σειρήνες ήχησαν στο γειτονικό και ομόδοξο κράτος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα για τα καλά.
Τι να σου πω, πατέρα. Τα είχα ειλικρινά χαμένα. Έβλεπα κάθε βράδυ τον αρχηγό των «Καλών», ξέρεις ποιον εννοώ, αυτόν που με την ερωτική συμπεριφορά του δεν λέρωσε μόνο το φουστάνι της φιλενάδας του Μόνικας Λεβίνσκυ αλλά κατάφερε να «λεκιάσει» και ολόκληρον τον αρχαϊκό χιτώνα του αγάλματος της Ελευθερίας, που απορημένο και απόμακρο εξακολουθεί να ξεροσταλιάζει, χωρίς λόγο πια, στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης. Ακούγοντας λοιπόν τούτο τον «Αρχηγό» της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης να αναφέρεται στο θάνατο γυναικοπαίδων και γερόντων και να μιλάει για «λογικές απώλειες», λες και πρόκειται για χάμπουργκερς που «κάηκαν» κατά λάθος στον φούρνο των μικροκυμάτων, μου ’ρχεται να σπάσω την τελευταίου τύπου πανάκριβη τηλεόρασή μου.
Και τι δεν είδαν τα μάτια μου εκείνες τις μέρες. Ισοπεδωμένες πόλεις, βομβαρδισμένα Νοσοκομεία, γκρεμισμένες γέφυρες, αθώα θύματα, χιλιάδες πρόσφυγες. Κι όσο θυμάμαι που μου ’λεγες πως τάχα ήμουν τυχερός γιατί δεν είδα τα δεινά του μεγάλου πολέμου.
Αχ βρε πατέρα, πώς πίστεψες σε δαύτους κι έκανες και μένα να πιστέψω; Και συ μεν «έφυγες έγκαιρα». Δεν πρόλαβες να δεις το πιστεύω σου να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Εγώ όμως; Με μένα τι γίνεται, πατέρα; Και κυρίως τι κάνω εγώ με την μικρή μου κόρη, την εγγόνα σου, που με τα απορημένα παιδικά μάτια της κάποια στιγμή θα μου ζητήσει να της εξηγήσω ποιοι είναι οι «Καλοί» τούτου του παράλογου κόσμου που ζούμε; Αλήθεια πατέρα, ποιοι είναι; Υπάρχουν άραγε;
Δημοσθένης Α. Ματάλας
Σπάρτη, Νοέμβριος 2021