Αυτές τις μέρες φτάνει στο τέλος της η διαδικασία της αλλαγής του εκλογικού νόμου. Ο Πρωθυπουργός, παρά τα όσα ψευδή, παραπλανητικά και αποπροσανατολιστικά ισχυρίζεται η αντιπολίτευση και μάλιστα η αξιωματική, πιστός στιςδεσμεύσεις του προχώρησε σε ευρεία συζήτηση με τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, ώστε να υπάρξει ένα κοινός παρονομαστής και μία βάση συναίνεσης σ’ αυτό το τόσο σοβαρό θέμα. Η Νέα Δημοκρατία, δια στόματος του αρχηγού της, στάθηκε αρνητική στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, συμφωνώντας μόνο στην ψήφο των ομογενών του εξωτερικού και στη διαίρεση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, ζητήματα τα οποία τελικώς δεν εισήγαγε η Κυβέρνηση, αφού δεν υπήρξε ευρεία συμφωνία επ’ αυτών. Η Ν.Δ. επιμένει στη διατήρηση του ισχύοντος εκλογικού νόμου και ιδίως στοbonus των 50 εδρών, προσδοκώντας ότι, η δημοσκοπική διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα διατηρηθεί στις επόμενες εκλογές και θα της δώσει την κυβερνητική εξουσία.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν είναιανωτέρω στάση της Ν.Δ., που ήταν αναμενόμενη, αλλά η στάση των λοιπων κομμάτων της ήσσονος αντιπολιτεύσεως , τα οποία στην πλειονότητά τουςαυτοπροσδιορίζονται ως κόμματα του κέντρου, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς. Εδώ , λοιπόν, σημειώθηκαν σκηνές και αντιδράσεις«απείρου κάλλους», αφού βρέθηκαν πολιτικοί σχηματισμοί να αυτοαναιρούνται και να αυτοδιαψεύδονται σε σχέση με όσα υποστήριζαν περί του εκλογικού νόμου στο παρελθόν. Η πλέον ιλαροτραγική στάση ήταν αυτή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο στην προσπάθειά του να εμφανιστεί ως ισχυρή αντιπολιτευτική δύναμη παραλίγο να ταυτιστεί με την Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη.
Κατ’ αρχάς ο ισχύων εκλογικός νόμος, που είναι ένα μικτό εκλογικό σύστημα (πλειοψηφικό και αναλογικό μαζί) , είναι πολιτικό παιδί του ΠΑΣΟΚ, αφού τον διαμόρφωσε και τον εισηγήθηκε προς ψήφιση οΥπουργός Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης της τελευταίας κυβέρνησης Σημίτη ο κ. Κώστας Σκανδαλίδης. Προσέξτε τώρα τις πολιτικού τύπου σχιζοφρενικές καταστάσεις με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι. Τον εκλογικό νόμο 3231/2004 τον υπερψήφισαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και ο ανεξάρτητος βουλευτής Στέφανος Μάνος, προερχόμενος εκ της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία τον καταψήφισε ως υπέρμετρα αναλογικό(!!!) , ενώ ο τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ και το ΚΚΕ τον καταψήφισαν ως μη αναλογικό. Η Νέα Δημοκρατία, βέβαια, όταν ήλθε στην εξουσία δεν άλλαξε τον εκλογικό νόμο του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο καταψήφισε, αλλά τον τροποποίησε με τον νόμο 3636/2008, ανεβάζοντας το bonus προς το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες!!!
Τον Ιούνιο του 2015 το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του κ. Βενιζέλου, κατέθεσε στη Βουλή πρόταση αλλαγής του εκλογικού νόμου την οποία υπέγραφαν κατά σειράν: Ε. Βενιζέλος, Γ. Αρβανιτίδης, Φ. Γεννηματά, Λ. Γρηγοράκος, Ι. Δριβελέγκας, Β. Κεγκέρογλου, Ι. Κουτσούκος, Δ. Κρεμαστινός, Ο. Κωνσταντινόπουλος, Δ. Κωνσταντόπουλος, Α. Λοβέρδος, Κ. Σκανδαλίδης. Ε. Χριστοφιλοπούλου. Τα κύρια σημεία αυτής της πρότασης ήταν η καθιέρωση της απλής αναλογικής και η κατάργηση της πριμοδότησης.
Η παρούσα κυβερνητική πρόταση, αν συγκριθεί με αυτήν την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, δεν διαφέρει ούτε σε ένα «και». Απλά το ένα κείμενο χρησιμοποιεί την έννοια «εκλογικός σχηματισμός» και το άλλο «πολιτικός σχηματισμός». Και τα δύο κείμενα ζητούν την κατάργηση της παρ. 2του άρθρου 6 του Ν. 3231/2004 και είναι πανομοιότυπα όσον αφορά την αναλογική κατανομή των εδρών. Οι διαφορές τους είναι ελάχιστες και συνίστανται στα εξής:
> Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ δεν αναφέρεται στην ψήφο των 17/ρηδων.
> Η κυβερνητική πρόταση εισηγείται την κατάργηση της δυνατότητας του Αρείου Πάγου να αποφαίνεται αμετακλήτως για το χαρακτήρα κάθε κόμματος ως αυτοτελούς ή συνασπισμού συνεργαζόμενων κομμάτων.
Είναι απορίας άξιον, κατόπιν τούτων, το γεγονός των έντονων αντιρρήσεων, που προβλήθηκαν απότηνκ. Γεννηματά καιτον κύκλο των πιστώντων στελεχών της, όσον αφορά την αλλαγή του εκλογικού νόμου, κάτι που εμφάνισε διεσπασμένη την ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗ, αφού η ΔΗΜΑΡ δήλωσε ότι θα υπερψηφίσειτην κυβερνητική πρόταση.
Η αντιπολιτευτική κριτική που ασκήθηκε στην πρόταση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εστιάστηκε στην δήθεν επικείμενη ακυβερνησία και στην ανωριμότητα των 17/ρηδωνσχετικά με το δικαίωμα ψήφου, που τους δίνεται.
Το επιχείρημα, όμως, περί ακυβερνησίας είναιεντελώςέωλο, αφού τα τελευταία χρόνια το εκλογικό σώμα με την ψήφο του έχει δρομολογήσει τις κυβερνήσεις συνεργασίας και η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι λαμπρό παράδειγμα επιτυχημένης συνεργασίας δύο φαινομενικά διαφορετικών πολιτικών χώρων. Στην Ευρώπη, εξάλλου, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πλέον καθεστώςκαι όλα δείχνουν ότι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο προσεχές μέλλον για να επανέλθουμε στις δήθεν ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, που στη χώρα μας υπήρξαν καταστροφικές.
Η απλή αναλογική θα συμβάλλει στην ωριμότητα των πολιτικών προσώπων και θα καλλιεργήσει τον πολιτικό πολιτισμό μεταξύ των κομμάτων, ώστε το δημοκρατικό μας πολίτευμα να λειτουργήσει επί της ουσίας και όχι στα λόγια. Θα εμπεδωθεί, ακόμα,το κλίμα διαλόγου και συνεννόησης σε προγραμματική βάση και θα πάψει να κυριαρχεί η αλαζονική, υπερφίαλη κομματική νοοτροπία, που οδηγεί στις απαράδεκτες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις κομματικού κράτους και κράτους φέουδο του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος.
Σε ό,τι αφορά την ψήφο στα 17 και την ανωριμότητα των νέων ψηφοφόρων, τι να πει κανείς; Είναι «ώριμοι» οι άνω των 50 χρόνωνΆγγλοι ψηφοφόροι που έβγαλαν τη χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις αντιρρήσεις της βρετανικής νεολαίας; Και με ποιο δικαίωμα θα αποφασίζουν οι μεγάλοι ηλικιακά για ένα μέλλον που θα το ζήσουν οι σημερινοί νέοι; Να σημειωθεί πως δεν είμαστε οι μόνοι που δίνουμε λόγο στους νέους, αφού έχουν προηγηθεί στο χώρο της Ευρώπης η Αυστρία, η Σκωτία και αρκετά γερμανικά κρατίδια. Οι ενστάσεις της Ν.Δ. είναι τελείως αστήριχτες και αβάσιμες ιδίως γιατί προέρχονται από μία παράταξη που επί χρόνια κρατούσε το ηλικιακό όριο στα 21 χρόνια, στερώντας την νεολαία μας από το δικαίωμα να έχει λόγο για τις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο μας.
Ο νέος εκλογικός νόμος για να ισχύσει στο σύνολό του στις επόμενες εκλογές χρειάζεται να υπερψηφιστεί από τα 2/3 των βουλευτών δηλαδή από 200. Αν δεν συμβεί αυτό τότε ο νέος εκλογικός νόμος, που θα έχει απλά την πλειοιψηφία της Βουλής , θα εφαρμοστεί στις μεθεπόμενες εκλογές. Αυτό είναι αναπόφευκτο γιατί πρόκειται για συνταγματικές επιταγές.
Θα τελειώσουμε με το ενδεχόμενο να προσμετρηθούν σ’ αυτούς που θα υπερψηφίσουν τον νέο εκλογικό νόμο και οι ψήφοι των βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να σπεκουλάρει πάνω σ’ αυτό το ενδεχόμενο, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι θα στηριχτεί στις ψήφους της ακροδεξιάς παράταξης. Η άποψη αυτή είναι πολύ επικίνδυνη για το δημοκρατικό μας πολίτευμα, επειδή η συγκεκριμένη πολιτική παράταξη βρίσκεται στη Βουλή με τις ψήφους του ελληνικού λαού και δεν μπορεί να της στερηθεί κανένα δικαίωμα απ’ αυτά που αναγνωρίζονται σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα μηδενός εξαιρουμένου. Τι να κάνει δηλαδή η Κυβέρνηση να πει εντελώς αυθαίρετα πως δεν αναγνωρίζει τις ψήφους των βουλευτών της Χρυσής Αυγής και κατά συνέπεια, αν ο νέος εκλογικός νόμος έχει συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 200 ψήφους, να μην τον προχωρήσει; Ολίγη σοβαρότης δεν βλάπτει και η αξιωματική αντιπολίτευσηας συνειδητοποιήσει επιτέλους τις βαρύτατες ευθύνες της για την καταστροφική πορεία του τόπου μας κι ας πάψει να παριστάνει την αθώα περιστερά, επικρίνοντας τους πάντες και τα πάντα.
Εν κατακλείδι στην ψηφοφορία για την αλλαγή του εκλογικού νόμου οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με την ιστορία και θα κριθούν πολύ αυστηρά. Ο Πρωθυπουργός πολύ σωστά έθεσε το ζήτημα του εκλογικού νόμου, γιατί αν δεν τον αλλάξει τώρα μια κυβέρνηση με αριστερό πρόσημο, τότε ποιος θα το κάνει;




