
Φέτος συμπληρώνονται 52 χρόνια από μία κρίσιμη περίοδο της πολιτικής κι όχι μόνο ιστορίας του τόπου μας. Με τον όρο Αποστασία ή Ιουλιανά περιγράφεται η πολιτική κρίση στην Ελλάδα, η οποία επικεντρώνεται στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου του 1965 και στο διορισμό, από τον τότε νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο, διαδοχικών πρωθυπουργών από το ίδιο το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, την Ένωση Κέντρου, για να τον αντικαταστήσει. Αυτοί οι πρώην υποστηρικτές του Γεωργίου Παπανδρέου, που αποσκίρτησαν από την Ένωση Κέντρου, αποκλήθηκαν από την πρώτη στιγμή αποστάτες κι έτσι έμειναν στη λαϊκή μνήμη και συνείδηση έως σήμερα. Αυτή η πολιτική αποστασία προανήγγειλε μία παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας και δημόσιας αταξίας, την οποία εκμεταλλεύτηκε η συνωμοτική ομάδα των Συνταγματαρχών για να επιβληθεί με το πραξικόπημα του 1967.
Η Ένωση Κέντρου είχε νικήσει στις βουλευτικές εκλογές με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε η διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ. Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Είχε εκδηλώσει, μάλιστα, την πρόθεση να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, αλλά ο Κωνσταντίνος αρνούνταν να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προβάλλοντας ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Ο Γαρουφαλιάς, παρά την αποπομπή του, ακόμα κι όταν ο Γ. Παπανδρέου τον διέγραψε από την Ένωση Κέντρου, αρνιόταν να εγκαταλείψει το υπουργείο και να διευκολύνει τον Πρωθυπουργό, εξυπηρετώντας τα σχέδια του βασιλιά.
Η άκαρπη συνάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου με τον Κωνσταντίνο, αργά το απόγευμα της 15ης Ιουλίου του 1965, δεν διήρκεσε περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας. Ο Πρωθυπουργός εξερχόμενος του ανακτόρου της Ηρώδου του Αττικού δήλωσε προς τους δημοσιογράφους: «Επήλθε διαφωνία. Αύριο θα υποβάλω παραίτησιν και θα προβώ εις ανακοινώσεις». Ο νεαρός μονάρχης, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να του αφήσει αυτό το περιθώριο κινήσεων. Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Παπανδρέου, χωρίς να περιμένει καν την υποβολή της επίσημης παραίτησης της κυβέρνησης κάλεσε τον πρόεδρος της Βουλής και ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου τον Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβας, που κρυβόταν σε κάποιο δωμάτιο των ανακτόρων κατά τη διάρκεια της συνάντησης Κωνσταντίνου-Παπανδρέου και του έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης! Έτσι στις 20:25, ενώπιον του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, ορκίστηκε ένα τριμελές κυβερνητικό κλιμάκιο, με τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα πρωθυπουργό, τον Σταύρο Κωστόπουλο υπουργό Άμυνας και τον ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα υπουργό Δημόσιας Τάξης.
Η δήλωση του παραιτηθέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, που ακολούθησε, ήταν εξαιρετικά σκληρή και δεν άφησε κανένα περιθώριο συγκάλυψης στην ωμή βασιλική επέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου:"Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του πολιτεύματος. Η κυβέρνησις του λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου. Αλλά δεν συνέβη μόνον παραβίασις του πολιτεύματος. Συνέβη επίσης και διακωμώδησις. Ο τρόπος της καταλήψεως της αρχής από την κυβέρνησιν ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος. Εις τα ανάκτορα ενήδρευε ο ακατονόμαστος πρόεδρος δια να ορκισθή αμέσως μετά την αναχώρησίν μου... Καταγγέλλω προς τον δημοκρατικόν κόσμον της χώρας την ομάδα των προδοτών και τον καλώ εις πάνδημον ειρηνικήν εκδήλωσιν εναντίον της προδοσίας... Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της δημοκρατίας".
Δεκάδες χιλιάδες οπαδοί της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α. ξεχύθηκαν αυθόρμητα στους δρόμους της Αθήνας μόλις γνωστοποιήθηκε η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Τους ακολούθησαν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι τις επόμενες μέρες, στη μεγαλύτερη έκρηξη διαδηλώσεων που είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Σε διάστημα ενός μήνα, από τις 16 Ιουλίου ως τις 17 Αυγούστου, έλαβαν χώρα 383 συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, από τις οποίες οι 67 στην Αθήνα. Κυριάρχησαν τα συνθήματα «Κάτω η μοναρχιά», «Οι προδότες στο Γουδί», «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ' τη μάνα σου και μπρος» (σ.σ. σύνθημα αναφερόμενο στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη βασιλομήτορα Φρειδερίκη), «Η αυλή θα μαντρωθεί» και άλλα παρόμοια που υποδήλωναν ότι η σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Γεώργιο Παπανδρέου είχε θέσει ανοιχτά πλέον επί τάπητος το πολιτειακό ζήτημα. Άλλωστε, ο Κωνσταντίνος δεν έκανε καμία προσπάθεια να το αποφύγει. Αντίθετα, μέσα σε διάστημα μίας μόλις εβδομάδας, οδήγησε συνειδητά και επιδεικτικά στην κορύφωση της κρίσης.
Η πρώτη κυβέρνηση αποστατών αντιμετώπισε σοβαρότατες δυσκολίες στη συμπλήρωσή της κι απαιτήθηκε η ωμή παρέμβαση των Αμερικανών για να πεισθούν και να ορκιστούν ως υπουργοί της οι Κ. Μητσοτάκης και Δ. Παπασπύρου, όπως τουλάχιστον συνάγεται από την εμπιστευτική αναφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με ημερομηνία 17 Ιουλίου 1965, την οποία έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας» μαζί με πολλά άλλα αμερικανικά έγγραφα που αφορούν αυτή την περίοδο.
Ο δεξιός τύπος αναθάρρησε από τις εξελίξεις και άρχισε να επισείει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και το φόβητρο ενός νέου εμφυλίου πολέμου. Το κύριο άρθρο της Καθημερινής, στις 16 Ιουλίου, διαπίστωνε ότι «καθήμεθα επί ηφαιστείου» διότι «η Βασιλική Χωροφυλακή και η Αστυνομία και τα ΤΕΑ έχουν χάσει το ηθικό των» επειδή «ο κ. Γ. Παπανδρέου κατέστησεν πανέτοιμον τον κομμουνισμόν δια να είναι αυτάς τας ώρας εις θέσιν να διαταράξη την ομαλότητα και να προκαλέση ακόμη και νέον εμφύλιον πόλεμον».
Καλούσε δε τη νέα κυβέρνηση «να διατάξη τα όργανα της τάξεως να διαλύσουν αμέσως και να αφοπλίσουν τον παράνομον μηχανισμόν της ΕΔΑ, τας λεγομένας ομάδας κρούσεως».
Το φάντασμα του κομμουνιστικού κινδύνου προέβαλε και η αμερικανική πρεσβεία στις αναφορές της προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Έγραφε σε απόρρητο έγγραφο της 18ης Ιουλίου καθώς η Αθήνα συγκλονιζόταν από διαδηλώσεις: «Αν και δεν μπορούμε να το αποδείξουμε πλήρως, υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια συμφωνία ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και την ΕΔΑ για την τακτική που ακολουθούν τώρα». Η εικόνα συνεργασίας Ανδρέα-Αριστεράς ήταν αρκετή για να ξεσηκώσει τις ηγεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA στην Ουάσινγκτον, αφού δημιουργούσε την εντύπωση απειλής κατά των ζωτικών συμφερόντων των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, άρα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Στο μεταξύ ο Γ. Παπανδρέου είχε κηρύξει νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Οι λαϊκές αντιδράσεις στον εξαναγκασμό σε παραίτηση του προσέλαβαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Στις 19 Ιουλίου ο γηραιός τέως πρωθυπουργός γνώρισε την αποθέωση της πολιτικής του καριέρας, καθώς ανακοίνωσε ότι θα μεταβεί από το Καστρί στο πολιτικό του γραφείο, στο κέντρο της Αθήνας. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας για να εκφράσουν την υποστήριξή τους στον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας. «Την κυβέρνησιν των προδοτών κατήργησεν απόψε η παντοδύναμος οργή του κυρίαρχου λαού... Εις το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας, τους αρχηγούς των κομμάτων και των κυβερνήσεων δεν ορίζει η εύνοια της Αυλής. Ορίζει μόνον η εύνοια του λαού», δήλωσε θριαμβευτικά ο Γ. Παπανδρέου.
Η κυβέρνηση Νόβα αντιλήφθηκε ότι αποκλείεται να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή μέσα σε κλίμα τόσο σφοδρής αντίθεσης της κοινής γνώμης και αποφάσισε να αναχαιτίσει τις διαδηλώσεις δια της βίας. Έτσι, στις 21 Ιουλίου, η αστυνομία δολοφόνησε τον αριστερό φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, καθώς διέλυε με κλομπ, δακρυγόνα και υποκόπανους όπλων μια τεράστια αντικυβερνητική διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί βουλευτές της Ένωσης Κέντρου. Η Ελλάδα συγκλονιζόταν. «Η κυβέρνησις δεν ηρκέσθη να είναι κυβέρνησις προδοτών. Έγινεν επίσης και κυβέρνησις του αίματος. Πρέπει να εξαφανισθή από του προσώπου της γης και να λογοδοτήση δια τα εγκλήματά της», επισήμανε σε δήλωσή του ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Η κυβέρνηση Νόβα, πανικόβλητη από το ενδεχόμενο μετατροπής της κηδείας του δολοφονηθέντος φοιτητή σε εξέγερση εναντίον της, έδωσε εντολή στην αστυνομία να μην παραδώσει το σώμα του Σωτήρη Πέτρουλα στους δικούς του και να προχωρήσει σε μια μυστική ταφή. Αναγκάστηκε, όμως , να υποχωρήσει και η κηδεία, τελικά, έγινε κανονικά, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων λαού, παρουσία του Γεωργίου Παπανδρέου και όλων των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου που του είχαν μείνει πιστοί και της ηγεσίας της ΕΔΑ.
Μέσα στο κλίμα αυτό, στις 21 Ιουλίου, έπεσε στο κενό το διάγγελμα του «δοτού», κατά την ορολογία της εποχής, πρωθυπουργού Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου «η αληθής δημοκρατία εξηυτελίζετο καθημερινώς δια να καταντήση εις ανεύθυνον οχλοκρατίαν», ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου «παρουσίαζε την εικόνα ψευδοσυνελεύσεως αξιωματούχων ολοκληρωτικού κράτους».
Τον Αύγουστο η βασιλική κυβέρνηση του Νόβα δοκίμασε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αλλά παρά την συνδρομή της ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου καταψηφίστηκε! Πήρε μόνο 131 ψήφους υπέρ ( οι 98 βουλευτές της ΕΡΕ, οι 8 του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και 25 αποσχισθέντες από την Ένωση Κέντρου) και 166 κατά και έτσι κατέρρευσε πανηγυρικά!
Μετά την παραίτηση Νόβα, αμέσως άρχισε να προωθείται η “λύση Στεφανόπουλου”, δηλαδή η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Στέφανο Στεφανόπουλο της Ένωσης Κέντρου με τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Παπανδρέου και με τον περιορισμό του τελευταίου στην προεδρία του κόμματος, ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Κωνσταντίνου.
Στις 8 Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στα ανάκτορα τον Γ. Παπανδρέου, ο οποίος επέμενε στις θέσεις του είτε για ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον ίδιο είτε για άμεση διενέργεια εκλογών. Έτσι το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στο παλάτι τον Στ. Στεφανόπουλο και του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία όμως αυτός χαρακτήρισε «διερευνητική». Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος και Σάββας Παπαπολίτης ανέβηκαν τη νύχτα στο Καστρί για να πιέσουν τον Γ. Παπανδρέου να δεχτεί τη λύση πρωθυπουργοποίησης του Στεφανόπουλου.
Ο ηγέτης της Ένωσης Κέντρου ήταν ανυποχώρητος και συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος για να αποφασίσει αυτή επί της "διερευνητικής" εντολής. Έτσι την επομένη, 9 Αυγούστου, ένα τεράστιο πλήθος κατέκλυσε την οδό Χρήστου Λαδά, όπου βρισκόταν η Λέσχη Φιλελευθέρων, μέσα στην οποία έγινε η κρίσιμη συνεδρίαση. Το σύνθημα «Όχι άλλος Νόβας» κυριάρχησε, ενώ πολλοί διαδηλωτές έκαψαν φύλλα των εφημερίδων του συγκροτήματος Λαμπράκη, καθώς είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι προτίθετο να στηρίξει την κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Ο Γ. Παπανδρέου ήταν κατηγορηματικός: «Ουδέποτε συνέβη εις το παρελθόν ο βασιλεύς να εισβάλλη εις τα κόμματα και να εκλέγη κατ' αρέσκειαν μέλη δια να κατασκευάζη κυβερνήσεις, διαλύοντάς τα... Με την πρότασιν να γίνουν άλλοι πρωθυπουργοί από το κόμμα, κατ' ουσίαν καθαιρείται ο αρχηγός με απόφασιν του βασιλέως... Ο βασιλεύς ουδέποτε θα δικαιωθή αν κάμη δικτατορίαν εφ' όσον έχει την λύσιν των εκλογών».
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, από τους 139 παρόντες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, οι 113 ψήφισαν να γίνει δεκτή μόνο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Γ. Παπανδρέου, ενώ 26 ψήφισαν να γίνει αποδεκτή εντολή και προς τον Στ. Στεφανόπουλο. Ήταν εμφανές ότι θα ακολουθούσε δεύτερος κύκλος αποσκιρτήσεων.
Στις 16 Αυγούστου οι Στεφανόπουλος και Τσιριμώκος κατέθεσαν στη Βουλή δηλώσεις ανεξαρτητοποίησής τους. Στις 18 Αυγούστου κλήθηκαν στα ανάκτορα, όπου διαβουλεύονταν επί δύο ώρες με τον Κωνσταντίνο, με τελική κατάληξη την ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Τσιριμώκο, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 20 Αυγούστου. Στο μεταξύ οι δρόμοι της Αθήνας μεταβλήθηκαν σε πεδίο μάχης. Διαδηλώσεις, οδοφράγματα, συγκρούσεις με την αστυνομία, φωτιές και πυρπολήσεις αυτοκινήτων.
Στις 28 Αυγούστου η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίστηκε, καθώς μόνο 135 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της. Υπέρ ψήφισαν 98 βουλευτές της ΕΡΕ και 37 βουλευτές της Ε.Κ. Ο Μαρκεζίνης, παρά τις αμερικανικές πιέσεις που δέχθηκε, αρνήθηκε να στηρίξει τον Τσιριμώκο, υποστηρίζοντας ότι η μόνη λύση είναι η συγκρότηση κυβέρνησης ΕΡΕ, Προοδευτικών και στελεχών της Ένωσης Κέντρου.
Ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του συνέχισαν τις παρασκηνιακές μεθοδεύσεις τους με την αμέριστη συνδρομή του ξένου παράγοντα για να φτάσουν στην τρίτη, κατά σειράν, προσπάθεια συγκρότησης κυβερνήσεως με πυρήνα τους παλιούς και νέους αποστάτες της Ένωσης Κέντρου και με εντολοδόχο πρωθυπουργό τον Στεφανόπουλο.
«Αίσχος! Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός, ο οποίος ανήκει εις όσα συνέβησαν», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και αφού κατηγόρησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο για «κατάφωρον παραβίασιν του πολιτεύματος», συνέχισε:«Ο κ. Στεφανόπουλος είχε λάβει την δευτέραν εντολήν. Εζήτησε την έγκρισιν της κοινοβουλευτικής ομάδος του Κόμματος. Αλλά η ομάς ηρνήθη. Και ο κ. Στεφανόπουλος εδήλωσεν ότι πειθαρχεί εις την απόφασιν. Και σήμερον απεδέχθη την εντολήν! Και υπάρχουν εξ βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου, από τους 134, οι οποίοι κατεδέχθησαν να εξαγορασθούν, να λάβουν υπουργεία, και να προδώσουν την εντολήν του λαού. Προχθές ήσαν εις τους εξώστας παρά το πλευρόν μου και εχειροκροτούντο από τον λαόν ως πιστοί στρατιώται της Δημοκρατίας. Και σήμερον τον προδίδουν! Και με ποίον τρόπον: Ενεκλείσθησαν εις μίαν οικίαν γειτονικήν προς τα Ανάκτορα, δια να βεβαιωθή έκαστος ότι υπάρχουν και άλλοι πρόθυμοι προδόται. Και κατόπιν μεταφέρθηκαν ομαδόν και πεζή εις τα Ανάκτορα, υπό συνοδείαν, προς αποφυγήν δραπετεύσεως, δια να ορκισθούν ως υπουργοί και κυβερνήται της χώρας! Αίσχος! Αυτό πλέον δεν είναι απλώς παραβίασις του πολιτεύματος. Είναι εξευτελισμός του πολιτεύματος. Περίγελως του κόσμου κατέστη ο δημόσιος βίος μας».
Δυστυχώς, ούτε η ρητορική δεινότητα του Γ. Παπανδρέου, ούτε η σφοδρότατη λαϊκή αντίθεση κατάφεραν να αποτρέψουν το μοιραίο. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ύστερα από ένα διήμερο συγκρούσεων στη Βουλή, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου απέσπασε ψήφο εμπιστοσύνης με 152 ψήφους υπέρ έναντι 148 κατά. Ο Κωνσταντίνος είχε πετύχει μία «πύρρεια νίκη», η οποία θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας όσο και στην κατάλυση, αργότερα, της ίδιας της μοναρχίας στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παρέμεινε στην εξουσία έως την 21η Δεκεμβρίου του 1966, οπότε και ανατράπηκε ύστερα από νέα συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου, για τον διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και τη διεξαγωγή εκλογών. Μετά την ανατροπή του, ο Στ. Στεφανόπουλος κατήγγειλε την “παραβίαση των δημοκρατικών αρχών”.
Πολλά από τα αίτια αυτής της κρίσης των 70 ημερών, ακόμα και σήμερα, εξακολουθούν να παραμένουν είτε σκοτεινά, είτε άγνωστα. Ως κύρια φαίνεται να είναι τα εξής:
1. Η επιθυμία του βασιλιά Κωνσταντίνου και της μητέρας του Φρειδερίκης να ελέγξουν πλήρως το στράτευμα.
2. Η επιδίωξη των ανακτόρων να διαλύσουν την Ένωση Κέντρου και να αποδυναμώσουν τον Γεώργιο Παπανδρέου.
3. Η άνοδος της δημοτικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου.
4. Οι ηγετικές φιλοδοξίες κάποιων στελεχών της Ένωσης Κέντρου.
Στις συνέπειες της κρίσης καταγράφονται μεταξύ άλλων οι εξής:
1. Η πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε.
2. Η διάσπαση της Ένωσης Κέντρου.
3. Η παραβίαση της λαϊκής κυριαρχίας.
4. Η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών προσώπων.
5. Η ανεξέλεγκτη λειτουργία και δράση των παραστρατιωτικών ομάδων με κυριότερη αυτήν του τότε αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλου, κατοπινού δικτάτορα.
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα προσπάθησε να ξορκίσει τη μνήμη αυτών που πραγματικά συνέβησαν στα λεγόμενα «Ιουλιανά». Ο λόγος είναι ότι τότε το «πεζοδρόμιο», δηλαδή «οι από κάτω», καθόρισε τις εξελίξεις. Τα Ιουλιανά ήταν η μεγαλύτερη μετεμφυλιακή κοινωνική έκρηξη. Ήταν ένα είδος «ελληνικού Μάη του ’68», που αποτέλεσε τομή στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Στην πραγματικότητα το βασιλικό πραξικόπημα ήταν η αφορμή, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τα Ιουλιανά ξέσπασαν ξαφνικά, αλλά είχαν προηγηθεί πολύχρονες πολιτικές διεργασίες. Σε διάστημα 70 ημερών έγιναν 400 περίπου λαϊκές συγκεντρώσεις με τη συμμετοχή δεκάδων, πολλές φορές και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που περιφρονούσαν την αστυνομική βία, την τρομοκρατία, τις συλλήψεις, το ξύλο και τους τραυματισμούς. Ήταν μια νίκη της Δημοκρατίας!