Ο Σήφης κι η Παναγιά η Κακαβιώτισσα (Λήμνος)

Σάββατο, 30 Ιούλιος 2022 08:58 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο Σήφης κι η Παναγιά η Κακαβιώτισσα (Λήμνος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ξυλουργός, ο Σήφης. Ζούσε με την αδερφή του σε ένα χωριό της Κρήτης. Του άρεσε να ταξιδεύει στην Ελλάδα. Ήθελε να επισκεφτεί την Παναγία την Κακαβιώτισσα της Λήμνου και να μάθει την ιστορία της. Είχε ακούσει από ταξιδευτές ότι το εκκλησάκι της Παναγίας ήταν χτισμένο σε μέσα σε μια σπηλιά στο βουνό Κάκαβο[1], σε εσοχή που σχηματίζουν τα βράχια.

Μια μέρα ο Σήφης είπε στην αδερφή του: «Σοφία, θα κλείσω το μαγαζί για κάμποσες μέρες και θα φύγω. Σαν γυρίσω, θα τελειώσω τις παραγγελίες». «Που θα πας, αδερφέ;» «Θα πάω στη Λήμνο». Η Σοφία απόρησε: «Έχεις δουλειές εκεί;» Ο Σήφης είπε: «Θέλω να επισκεφτώ έναν τόπο. Ξέρεις την αγάπη μου για τα ταξίδια. Το μαγαζί με κρατάει εδώ. Δε μπορώ να φεύγω ολοένα. Μα τώρα θα πάω». «Να πας, Σήφη! Μόνο να προσέχεις και να γυρίσεις γερός». «Θα προσέχω, Σοφία».

Ο Σήφης ετοίμασε τα πράματά του για το ταξίδι. Ύστερα κατέβηκε στο λιμάνι. Ρώτησε πότε φεύγει το καράβι για τη Λήμνο. Έμαθε για τα ναύλα, για την ημέρα και την ώρα. Σε δυο μέρες θα έφευγε από το νησί του.

Έτσι κι έγινε. Ένα πρωί μπαρκάρισε σε ένα καράβι για τη Λήμνο. Ταξίδεψε τρεις μέρες. Έφτασε εκεί το τρίτο βράδυ. Πήγε σε ένα πανδοχείο στο χωριό Πλατύ για να κοιμηθεί.

Την αυγή σηκώθηκε και ρώτησε τη χήρα, που είχε το πανδοχείο: «Πως θα πάω στο ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας;» Η χήρα αποκρίθηκε: «Σαν βγεις από δω, θα πας ίσα πάνω. Μετά από κάμποσο περπάτημα θα δεις δεξιά ένα χωματόδρομο. Εκεί υπάρχει πινακίδα που δείχνει προς την Παναγία την Κακαβιώτισσα. Θα προχωρήσεις και θα δεις το φιδογυριστό μονοπάτι που θα σε οδηγήσει στην κορυφή του βουνού Κάκαβου στο εκκλησάκι της Παναγίας. Βρίσκεται μέσα σε βραχώδη σπηλιά. Ο δρόμος είναι ανηφορικός. Στην αρχή του δρόμου υπάρχουν σκαλοπάτια. Μετά γίνεται ίσιωμα. Εκεί θα συναντήσεις ένα πλάτωμα με θέα προς τον κόλπο του Μούδρου. Θα ενθουσιαστείς από τις μυρωδιές του θυμαριού και των βοτάνων, που φυτρώνουν εκεί. Μετά θα ιδείς πάλι σκαλοπάτια. Θα τα ανεβείς και θα φτάσεις στην κορυφή του βράχου. Μια βραχώδης εσοχή στεγάζει το εκκλησάκι[2]. Είναι άσκεπο, κατάλοιπο από τα αγιορείτικα μετόχια της Λήμνου. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο στον κόσμο».

Ο Σήφης ενθουσιάστηκε από την περιγραφή του ξωκλησιού και του τόπου. Είπε στη χήρα: «Σε ευχαριστώ! Πάρε τούτα τα λεφτά για το δωμάτιο. Να είσαι καλά, κυρά μου». «Κι εσύ να είσαι καλά, παλικάρι. Ο Θεός να σου δίνει αγαθά κι υγεία, γιατί είσαι γαλαντόμος».

Έτσι, ο Σήφης δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για να φτάσει στο ξωκλήσι. Σαν έφτασε στον χωματόδρομο, είδε την πινακίδα. Προχώρησε στα δεξιά. Συνάντησε μια γριούλα με τη μαγκούρα της. Περπατούσε αργά. Κρατούσε ένα τσουβαλάκι. Ο Σήφης τη ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ, κυρούλα;» «Μαζεύω θυμάρι, για να το πουλήσω. Από πού είσαι, παλικάρι μου;» «Είμαι από την Κρήτη, κυρούλα. Πάω στην Παναγία την Κακαβιώτισσα». «Είσαι από την λεβεντογέννα ε; Ο Θεός να σε έχει καλά και η Παναγία να σε σκέπει. Θα σου πω ένα μυστικό… Σαν προχωρήσεις πιο ψηλά, αν είσαι τυχερός, θα δεις μερικά από τα σαράντα χιλιάδες αγριοκούνελα της Λήμνου. Είναι η ώρα που βγαίνουν και γεμίζουνε τον τόπο. Θα δεις και πολλά κατσίκια».

«Έχει στα αλήθεια τόσα κουνέλια ο τόπος κυρούλα; Πως βρέθηκαν στο νησί;» «Κάποιοι λένε ότι είναι εκατοντάδες χιλιάδες, παλικάρι μου. Οι ντόπιοι παίρνουν τα τουφέκια και τα κυνηγούν. Είναι τόσο πολλά, που καταστρέφουν τις πόες και έτσι χαλάει το χώμα. Κάνουν ζημιά στα χωράφια και στην κτηνοτροφία. Αγριοκούνελα υπάρχουν σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Μα εδώ παράγινε το πράμα. Λένε ότι τα αγριοκούνελα τα έφεραν στο νησί τα παλιά τα χρόνια οι κουρσάροι. Αυτοί ήθελαν να έχουν έτοιμο κρέας στα νησιά που άραζαν για να ξεκουραστούν. Τα άφηναν σε ζευγάρια στο νησί. Κι αυτά τα ευλογημένα με τα χρόνια πληθύνανε». Ο Σήφης είπε: «Να είσαι καλά, κυρούλα! Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράμα. Θα έχω να το λέω, σαν γυρίσω στην Κρήτη».

Ύστερα ο Σήφης δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, και βρήκε το μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού Κάκαβου. Άρχισε να ανεβαίνει. Η θέα από κει πάνω τον μάγεψε. Είπε: «Πόσο όμορφη είναι η πατρίδα μας!» Προχώρησε, μέχρι που έφτασε στην κορυφή, στο ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας. Σαν το είδε, σάστισε. Ήταν όμορφο κι ασκητικό. Συνάντησε κάμποσους προσκυνητές έξω από το ξωκλήσι.

Ένας άντρας ρώτησε τον Σήφη: «Σου αρέσει εδώ;» Ο Σήφης αποκρίθηκε: «Έχει κι η Κρήτη ομορφιές, μα τέτοιον τόπο δεν έχω ματαδεί. Ξέρεις την ιστορία του;» «Ξέρω, παλικάρι, πως τα παλιά χρόνια[3] μοναχοί από τον Άγιο Ευστράτιο, από τη μονή της Μεγίστης Λαύρας, έφτασαν στο νησί. Ήρθαν στη σπηλιά, για να προστατευθούν από τις επιδρομές των Τούρκων. Έχτισαν το ξωκλήσι για να λειτουργούνται οι μοναχοί, που ασκήτευαν στις γύρω σπηλιές του βουνού. Κάποτε οι μοναχοί πέθαναν, καινούργιοι ασκητές δεν ήρθαν. Ο τελευταίος μοναχός αποφάσισε να αφήσει τη Λήμνο και να πάει στο Άγιο Όρος. Πριν φύγει, βρήκε ένα Λημνιό ξωμάχο[4] που είχε χωράφι εκεί κοντά. Του εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας, το ‘‘Ρόδον το Αμάραντον’’. Ο μοχαχός ζήτησε από το βοσκό να ανεβάζει την εικόνα στο ξωκλήσι κάθε Λαμπροτρίτη για να λειτουργείται. Ύστερα, λένε οι ντόπιοι ότι ο ασκητής μπήκε στη θάλασσα, άνοιξε το ράσο του, που έγινε βάρκα, κι έφυγε για το Άγιο Όρος[5]».

Ο Σήφης είπε: «Είναι η πιο ωραία ιστορία που έχω ακούσει». «Αν ερχόσουνα εδώ, παλικάρι, την Λαμπροτρίτη, θα θαύμαζες. Οι ντόπιοι ανεβάζουν, από το χωριό του ξωμάχου, την εικόνα της Παναγίας στο ξωκλήσι. Προσκυνητές από το νησί κι από άλλα μέρη μαζεύονται εδώ». «Χαίρομαι που ήρθα! Ο τόπος είναι ιερός. Τόσοι ασκητές προσευχήθηκαν σε τούτα τα χώματα. Νιώθω μεγάλη ευλογία. Να είσαι καλά, άνθρωπέ μου!».

Ύστερα ο Σήφης πήγε στο ξωκλήσι και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας της Κακαβιώτισσας. Του άρεσε η απλότητα του τόπου. Συλλογίστηκε: «Το απλό και το ταπεινό είναι μεγαλειώδες». Έπειτα βγήκε από το εκκλησάκι και κοίταξε την θέα. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να βασιλέψει. Ο Σήφης ένιωσε ανείπωτη γαλήνη. Έμεινε εκεί να κοιτάζει για κάμποση ώρα. Κράτησε στο νου του όλες τις εικόνες και τις ευωδιές της ελληνικής φύσης. Είπε: «Δεν είναι τυχαίο που αυτή η χώρα έβγαλε τόσους ποιητές, υμνωδούς κι αγίους. Παντού βλέπει κανείς την πνοή του Δημιουργού».

Μετά ο Σήφης πήρε πάλι το κατηφορικό μονοπάτι από όπου ανέβηκε. Τούτη τη φορά τα χρώματα του δειλινού τον μάγεψαν. Απόλαυσε τη διαδρομή, μέχρι που βγήκε στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Πλατύ. Εκεί διανυκτέρευσε. Το πρωί θα έπαιρνε το καράβι για την Κρήτη.

Το άλλο πρωί μπαρκάρισε κι έφτασε στην Κρήτη στο χωριό του. Ιστόρησε στην αδερφή του όσα είδε στο ξωκλήσι της Παναγίας στο Κάκαβο. Της έταξε: «Μια μέρα, αδερφή, θα σε πάω σε ένα προσκύνημα στην Ελλάδα. Διάλεξε τον τόπο που επιθυμεί η ψυχή σου». Ο Σήφης κράτησε το λόγο του. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


[1]Πηγή: διαδίκτυο mylemnos.gr: Από το βουνό Κακαβό, προήλθε η ονομασία της εικόνας Κακαβιώτισσα.
[2] Πηγή: διαδίκτυο rizosm.wordpress.com
[3] Πηγή: διαδίκτυο: mixanitouxronou.gr - Γύρω στα 1300 οι μοναχοί έφτασαν εκεί.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: mixanitouxronou.gr - Ο ξωμάχος ήταν από την οικογένεια Μουμτζή, από το χωριό Κοντιά.
[5] Πηγή: διαδίκτυο reader.gr

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ PLUS +
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Η δική σας είδηση