Οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και τους εταίρους μας στην Ε.Ε., η παλινωδία στις απαιτήσεις τους, οι συνεχείς αναφορές του Πρωθυπουργού κ. Τσίπρα ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό και πολιτική πρέπει να είναι η λύση του, η επίκληση στις βασικές αρχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στην γεωπολιτική σημασία που έχει η Ελλάδα, μου κίνησαν το ενδιαφέρον να κάνω μια ιστορική επισκόπησητης σχέσης της πατρίδας μαςμε τα ευρωπαϊκά κράτη, που πρωτοστάτησαν, αρχικά, στην οικονομική ένωση και στη συνέχεια στην πολιτική ενοποίησητης Ευρώπης. Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα πως από τότε που ο Κωνσταντίνος Καραμανλήςέθεσε ως στρατηγική επιλογή και ως βασική επιδίωξη των κυβερνήσεών του (1955-1961) την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (Ε.Ο.Κ.) έως και σήμερα, παρά την αλλαγή στα πρόσωπα, παρατηρούνται παρόμοιες αντιλήψεις, στάσεις και διαδικασίες, σε τέτοιο βαθμό, ώστε όπως σημειώνει και ο τίτλος του σημερινού άρθρου, να είμαστε διαχρονικά «στο ίδιο έργο θεατές»!
Ας πάρουμε τα πράγματα με χρονολογική σειρά. Στις 8 Ιουνίου 1959 ο Κωνστνατίνος Καραμανλής καταθέτει την επίσημη αίτηση για τη σύνδεση της Ελλάδας με την τότε Ε.ΟΚ.. Αρχίζουν, αμέσως, μακρές, δύσκολες και σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής αντιπροσωπείας καιτου ευρωπαϊκού συμβουλίου. Εκτός από τον Πρωθυπουργό σημαντικό ρόλο παίζουν ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, που είναι ο επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας, ο Ξενοφών Ζολώτας Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και ο Παναγής Παπαληγούρας.
Τον Ιούλιο του 1959 το αίτημα της χώρας μας έγινε δεκτό με καθαρά πολιτικά κριτήρια. Τον Ιανουάριο του 1961 το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία υπογράμμιζε τα εξής: «Αι εμποροβιομηχανικαί τάξεις επικροτούν απολύτως την στάσιν της ελληνικής κυβενρήσεως επί των , εξ όσων δύνανται να γνωρίζουν, προκυψασών διαφορών κατά τας διαπραγματεύσεις με την ΕΟΚ και θεωρούν ότι πάσα υποχώρησις επί τοιούτων βασικής σημασίας δια την επιβίωσιν της οικονομίας της χώρας θεμάτων καθίσταται απαράδεκτος».
Στις 30 Μαρτίου 1961 οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε ένα κοινό ανακοινωθέν με το οποίο εξαγγέλεται η επίτευξη συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ υπό την μορφή τελωνειακής ένωσης και σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη για μία εικοσαετή μετα;βατική περίοδο μέχρι να κινηθούν οι διαδικασίες πλήρους ένταξης. ΟΚωνσταντίνος Καραμανλής με δήλωσή του εξήρε την σημασία αυτού του γεγονότος, υπογραμμίζοντας την πολιτική βούληση των έξι χωρών της ΕΟΚ να προχωρήσουν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Στις 19 Μαΐου 1961 μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την ελληνική πλευρά. Το Συμβούλιο των 6, που συνήλθε στις Βρυξέλλες, δεν αποδέχθηκε την συμφωνία που είχε μονογραφηθεί καιζήτησε την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων πάνω σε ορισμένα σημεία της συμφωνίας. Πράγματι άρχισε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων ο οποίος τελείωσε στις 12 Ιουνίου 1961. Οι δυσκολίες υπερνικήθηκαν και το συμβούλιο των υπουργών της ΕΟΚ ενέκρινε την τελική μορφή της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ.
Το μεσημέρι της Κυριακής, 9 Ιουλίου 1961, στην αίθουσα των τροπαίων της ελληνικής Βουλής, υπογράφηκε επίσημα αυτή η συμφωνία. Στο κοινό ανακοινωθέςν τονιζόταν πως «η συμφωνία σύνδεσης διεμορφώθη με γνώμονα την προοπτικήν της μελλοντικής πλήρους εντάξεως της Ελλάδος εις την Κοινότητα».
Στο λόγο που εκφώνησε, μετά την υπογραφή, ο Αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος επισήμανε με έμφαση πως: «η συνθήκη συνδέσεως της Ελλάδος με την ΕΟΚ είναι πρωτίστως πράξις πολιτική»!
Ο Αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαντ, στην ομιλία του, αναρωτήθηκε με ευνόητο τρόπο : «Βλέπομεν την χώραν σας ως λίκνον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πώς θα ήτο δυνατόν να συλλάβωμεν μιαν ευρωπαϊκήν κοινότητα άνευ της Ελλάδος;».
Ο Πρόεδρος της τότε Κομισιόν Βάλτερ Χαλστάιν, μιλώντας ελληνικά τόνισε τα εξής: «Η Κοινότης επιβεβαιοί τον ανοικτόν αυτής χαρακτήρα. Πράγματι δεν είναι εγωιστική επιχείρησις αποσκοπούσα εις το μέγιστον δυνατόν κέρδος μόνον των μελών της, αλλά εξυπηρετεί την αλληλεγγύην και την ειρήνην της Ευρώπης και πέραν των συνόρων της».
Το βράδυ της ίδιας μέρας η ελληνική κυβέρνηση παρέθεσε δείπνο προς τιμήν των ξένων φιλοξενούμενών τηςστον φαληρικό ιππόδρομο. Στην προσφώνησηή του ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής είπε: « Εις την συνείδησιν των Ελλήνων η ΕΟΚ δεν συνιστά απλώς μιαν οικονομικήν κοινοπραξίαν , αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν».Συμπλήρωσε προφητικά: «Πιστεύω ότι θα έλθει η στιγμή καθ’ ην η Ευρώπη θα περιλάβει στους κόλπους της όλους ανεξαρτήτως τους ελευθέρους ευρωπαϊκούς λαούς»!
Η συμφωνία της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ έγινε γενικά αποδεκτή από το σύνολο του πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού κόσμου. Η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε αρνητική απέναντι σ’ αυτήν και την επέκρινε, ήταν η ΕΔΑ.Το κόμμα της Αριστεράς την θεώρησε ως υποδούλωση στους ιμπεριαλιστές, ως παράδοση στα συμφέροντα των μονοπωλίων και κυρίως της Δυτικής Γερμανίας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την εθνική οικονομία, το βιοτικό επίπεδο του λαού, τις λαϊκές ελευθερίες, την ανεξαρτησία και την εθνική υπόσταση! Από τον πνευματικό κόσμο διαφοροποιήθηκε μόνον ο Παιδαγωγός και Φιλόσοφος Ευάγγελος Παπανούτσος που την χαρακτήρισε ως νέα αποικιοκρατία!
ΗΣυμφωνία κυρώθηκε από τη Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1962. Η αίσθηση που επικρατούσε στην πλειονότητα των Ελλήνων ήταν πως με την συμφωνία αυτή και την μελλοντική πλήρη προσχώρηση στην ΕΟΚ διανοίγονταν αισιόδοξες κι ελπιδοφόρες προοπτικές για την πατρίδα μας.
Στις 21 Απριλίου 1967 έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών και καταλύθηκε κάθε έννοια δημοκρατίας κι ελευθερίας στην Ελλάδα. Η ΕΟΚανέστειλε την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης, θεωρώντας το απολυταρχικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα μας ως ασυμβίβαστο με το όραμα μιας ελεύθερης και δημοκρατικής Ευρώπης.
Πέρασαν εφτά χρόνια και τον Ιούλιο του 1974, μετά την εθνική τραγωδία της Κύπρου και την συνακόλουθη κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος,επανέρχεται στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σχηματίζεται κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και αποκαθίσταται το δημοκρατικό πολίτευμα. Ένα χρόνο μετά την μεταπολίτευση ο Κ. Καραμανλής κάνει το επόμενο βήμα: καταθέτει επίσημο αίτημα για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (12 Ιουνίου 1975)!
Η αίτηση της Ελλάδας έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ στις 9 Φεβρουαρίου 1976. Χρειάστηκαν, όμως, τρία χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς της ΕΟΚ έως ότου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που υπήρχαν σε μια σειρά προβλημάτων (κακή οικονομική κατάσταση, εχθρικές σχέσεις με την Τουρκία, νέες αιτήσεις ένταξης από την Ισπανία και την Πορτογαλία) κι έκαναν τα λοιπά μέλη της ΕΟΚ επιφυλακτικά και διστακτικά απέναντι στο ελληνικό αίτημα.
Η διαπραγμάτευση τελείωσε αισίως στις 28 Μαΐου 1979 με την υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ως 10ο μέλος, η οποία έγινε στο Ζάππειο Μέγαρο. Την 1η Ιανουαρίου 1981 η συμφωνία σύνδεσης έπαψε να ισχύει και η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της ΕΟΚ.
Το τελικό συμπέρασμα αυτής της συνοπτικής ιστορικής επισκόπησης είναι φανερό και δικαιώνει εν πολλοίς τον Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα, τον Υπουργό Οικονομικών κ. Βαρουφάκη και όλη την διαπραγματευτική ομάδα, τόσο για την επιμονή τους σε πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος, όσο και για την σθεναρότητα με την οποία υπερασπίζονται τις οικείες κόκκινες γραμμές.Η σχέση μας με τους ισχυρούς της Ευρώπης ήταν πάντοτε προβληματική και δύσκολη. Η οικονομία μας δεν είχε ποτέ τις απαιτούμενες προδιαγραφές και γι’ αυτό οι «λύσεις » στις οποίες κατέληγαν οι κατά καιρούς διαπραγματεύσεις ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Οιεταίροι μας αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργη η στάση τους, που έχει οδηγήσει σε μια διαπραγμάτευση υπαγορευμένη από την νεοφιλελεύθερη συντηρητική πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας, η οποία νοιάζεται μόνο για τους αριθμούς και όχι για τους ανθρώπους.
Στο ίδιο έργο θεατές
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




