Την παρελθούσα Κυριακή Δ΄των Νηστειών, 10 Απριλίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τίμησε την μνήμη του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, που την ημέρα αυτή, του έτους 1821, απαγχονίστηκε από τους τούρκους δυνάστες, από την κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή. Με την ευκαιρία αυτή θα αναφερθούμε σήμερα στην μεγάλη αυτή εκκλησιαστική μορφή στον Αρχιερέα, που έβαλε το ποίμνιό του πάνω από την ζωή του.
Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1745 στην ιστορική Δημητσάνα της Αρκαδίας από άσημους, φτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ασημίνα. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της πατρίδας του και στη συνέχεια μαθήτευσε για δύο χρόνια στην Αθήνα, κοντά στον ιεροκήρυκα Κωνσταντίνο Βόδα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ζούσε ο θείος του Μελέτιος και σπούδασε για πέντε χρόνια στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ακολουθώντας την κλίση του προς τον μοναχικό βίο, αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Διονυσίου στις Στροφάδες νήσους του Ιονίου Πελάγους, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος. Ακολούθως, φοίτησε στην περίφημη Πατμιάδα Σχολή, με καθηγητές τον Δανιήλ Κεραμέα και τον Βασίλειο Κουταληνό.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, εκτιμώντας την φιλοσοφική και την θεολογική του συγκρότηση, τον χειροτόνησε διάκονο και αργότερα πρεσβύτερο, ενώ μετά την εκλογή του Προκόπιου ως Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης (14 Οκτωβρίου του 1785). Στη θέση αυτή διακρίθηκε τόσο για το ποιμαντικό, όσο και για το φιλανθρωπικό του έργο. Δώδεκα χρόνια αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1797, εκλέχθηκε ομοφώνως Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διαδεχόμενος τον θανόντα πατριάρχη Γεράσιμο Γ΄, αλλά τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των πιέσεων, που του ασκήθηκαν από τις Οθωμανικές αρχές και της ρήξης με μια μερίδα ιεραρχών του Πατριαρχείου. Έκπτωτος, αφού περιπλανήθηκε αρκετά, κατέληξε στο Άγιο Όρος, όπου μόνασε.
Ύστερα από τον θάνατο του πατριάρχη Καλλίνικου του Ε΄, ανέλαβε για δεύτερη φορά τον Οικουμενικό Θρόνο στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806, αλλά στις 10 Ιουλίου του 1808 παραιτήθηκε εκ νέου, μετά από απαίτηση του επικεφαλής των γενιτσάρων Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου. Μετά τη νέα παραίτησή του, ο Γρηγόριος μόνασε για σχεδόν 10 χρόνια στο Άγιο Όρος. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνάντησε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας τον νεαρό συμπατριώτη του Ελευθέριο Ηλιόπουλο, μετέπειτα Νεομάρτυρα Άγιο Ευθύμιο τον Νέο τον εκ Δημητσάνης, ο οποίος του εξομολογήθηκε την μεγάλη του αμαρτία να απαρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μωαμεθανός, ζητώντας την πνευματική του καθοδήγηση. Ο Γρηγόριος του σύστησε έναν ευλαβή πνευματικό τον Μελέτιο από την Κρήτη, ο οποίος διάβασε στον Ελευθέριο τις συγχωρετικές ευχές και τον έχρισε με το Άγιο Μύρο, για να επανέλθει και πάλι στους κόλπους της Εκκλησίας μας
Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης, από την Κοζάνη, προκειμένου να τον ενημερώσει για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, που είχε ως σκοπό την προετοιμασία της εξέγερσης των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Οθωμανικού ζυγού. Σύμφωνα με τον Φαρμάκη, ο Γρηγόριος «έδειξεν ευθύς ζωηρώτατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος αυτής» και «ηυχήθη από καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της. Του συνέστησε, όμως, «να προσέξουν πολύ οι εταίροι μήπως βλάψουν αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα». Αυτή η επιφύλαξη του Γρηγορίου, που την συμμερίζονταν κι άλλοι, προερχόταν από την άποψη ότι δεν υπήρχαν οι λογικές προϋποθέσεις για την ευώδοση της Επανάστασης και κατά συνέπεια δεν θα έπρεπε να βιαστούν να ξεσηκωθούν κατά του Σουλτάνου. Ακόμα κι αυτός ο ατρόμητος Γέρος του Μοριά, όταν κάποτε η Επανάσταση έφτασε στο «αμήν» «εμβήκεν εις την Εκκλησίαν, έκαμε τον σταυρόν του, έμεινε πολλήν ώραν σύννους και ασπασθείς την εικόνα της Θεοτόκου είπε: «Παναγία μου, βοήθησε τους Χριστιανούς. Τους επήραμε στο λαιμό μας»! (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τόμος Α΄, σελ.206).
Αρνήθηκε, πάντως, να ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία, επειδή ως κληρικός δεν μπορούσε να δώσει τον κανονισμένο όρκο, λέγοντας: «Εμένα μ’ έχετε που μ’ έχετε, αν αποκαλυφθεί το όνομά μου στους καταλόγους της εταιρίας θα κινδυνεύσει ολόκληρο το έθνος». Μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης ήταν επιφυλακτικός έως αρνητικός, συντασσόμενος μ’ αυτούς που πίστευαν πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να αλωθεί εκ των έσω, αφού οι μορφωμένοι Έλληνες θα έπαιρναν σταδιακά την κρατική εξουσία στα χέρια τους. Όταν σε μία συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επανάστασης, ο Γρηγόριος απάντησε: «Κι εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν· ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την Χριστιανοσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του τυράννου. Αλλ' αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την Επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον αποφασίσαντα να εξολοθρεύση όλον το Έθνος».
Ο Γρηγόριος, με το συγγραφικό του έργο και την εν γένει πολιτεία του, αντιτάχθηκε στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με πολλούς διανοούμενους της εποχής του, όπως ο Κοραής και ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας». Πίστευε ότι τα ιδεολογικά ρεύματα και ο αντικληρικαλισμός, που πήγαζαν από τη Γαλλική Επανάσταση, απειλούσαν ευθέως την ρωμέικη παράδοση. Δεν ήταν οπισθοδρομικός αλλά επιδίωκε έναν διαφορετικό διαφωτισμό απ’ αυτόν της Δύσης, που θα βασιζόταν στην ελληνορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή καθορίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1818 κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό Θρόνο. Η τρίτη πατριαρχία του συνδέθηκε με τις πιο κρίσιμες στιγμές του Νέου Ελληνισμού και μέχρι σήμερα, οι αποφάσεις του, διχάζουν του ιστορικούς εκείνης της περιόδου. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν έλαβε μέρος στον ξεσηκωμό, αλλά ορισμένα γεγονότα συνηγορούν περί του αντιθέτου. Διάφορες ενέργειές του όπως η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» για την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων, η συλλογή χρημάτων και η αποστολή τους για την δήθεν ανίδρυση σχολείων, οι επιστολές του προς τους Επισκόπους και οι συσκέψεις του όπως λ.χ. με τους Σπετσιώτες πλοιάρχους, που τους κάλεσε στο Πατριαρχείο για να συνομιλήσουν, αποδεικνύουν πως, παρά τις επιφυλάξεις του, δεν δίστασε να πάρει μέρος στην προετοιμασία του Μεγάλου Ξεσηκωμού.
Έπειτα από την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία (23 Φεβρουαρίου 1821), κατέστη ύποπτος στην Υψηλή Πύλη. Στις 23 Μαρτίου, κατόπιν των ασφυκτικών πιέσεων του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, που απειλούσε με αξανδραποδισμό τους Ρωμιούς της Πόλης, αναγκάστηκε να αφορίσει τους επαναστάτες, χωρίς να πτοήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που δεν φαίνεται να έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον αφορισμό. Σε μία επιστολή του προς τους Σουλιώτες, έγραψε: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά [...] Εσείς, όμως, να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου...». Ο αφορισμός, πάντως, φαίνεται να προκάλεσε ένα μούδιασμα στους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Ο Κολοκοτρώνης έγραψε στα απομνήμονεύματά του: «Αυτός (ο πατριάρχης) έκανεν ό,τι του έλεγεν ο Σουλτάνος».
Ο Μελέτιος Καλαμαράς στο βιβλίο του «Είναι οι ρασοφόροι συμφορά του έθνους;», γράφει σχετικά: «Οι εχθροί της εκκλησίας κυριολεκτικά χαλάνε τον κόσμο φωνάζοντας, ότι ο Πατριάρχης ήταν ο χειρότερος «Τουρκόφιλος», «μισέλληνας», «προδότης του γένους» κλπ., αφού αφόρισε την Επανάσταση και ιδίως τους πρώτους ηγέτες της Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο. Και το μεν αφοριστικό είναι αυθεντικό. Γεννάται όμως το ερώτημα: το αξιολογούν οι κατήγοροι σωστά; Και το ερώτημα γίνεται πιο σοβαρό όταν βλέπουμε τους Έλληνες, τόσες γενεές, και μάλιστα τους ίδιους τους αφορισμένους, να το αξιολογούν εντελώς διαφορετικά. Και γι’ αυτό τον τιμούν σαν την ιερότερη εθνική μορφή. Και του έστησαν ανδριάντα στο Πανεπιστήμιο».
Σύμφωνα με τον Τάκη Κανδηλώρο, βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ' ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής» και έδρασε εκβιαζόμενος. Με την διπλωματική τακτική της δήθεν ευπείθειας και υποταγής στην κραταιά εξουσία του Σουλτάνου ο Πατριάρχης προσπαθούσε να διασφαλίσει την Ελλήνων. Ο φρικτός αφορισμός, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, λύθηκε μυστικά από τον ίδιο τον Γρηγόριο και θεωρήθηκε ως μη υφιστάμενος για την Εκκλησία μας.
Το κλίμα για τον Γρηγόριο βάρυνε περισσότερο, όταν έφθασαν οι πρώτες πληροφορίες για την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Πολλοί υπάλληλοι ξένων πρεσβειών τον προέτρεψαν να διαφύγει μεταμφιεσμένος, αλλά ο Πατριάρχης πιστός στο χρέος του, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λέγοντας: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω...ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου...Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωή μου...Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες: Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης».
Οι Οθωμανικές Αρχές τον θεώρησαν ως υπέυθυνο για την Επανάσταση και αποφάσισαν την εξόντωσή του, με την ελπίδα ότι αυτή θα επιδρούσε αρνητικά στο ηθικό των εξεγερμένων Ρωμιών και θα ανέκοπτε την αγωνιστική ορμή τους. Έτσι, στις 10 το πρωί της 10ης Απριλίου του 1821, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, ο Μέγας Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον των μελών της Ιεράς Συνόδου το σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο ο Γρηγόριος επαύετο από το αξίωμά του «ως ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος».
Αμέσως μετά ο έκπτωτος Πατριάρχης συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Γύρω στις 3 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ο Γρηγόριος επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι, ενώ κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν. Στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου είχε, ήδη, στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος, αφού του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκε πάνω του, τοποθέτησε τον βρόχο στον λαιμό του. Λίγες στιγμές αργότερα, το σώμα του Γρηγορίου αιωρείτο στο κενό. Ο Πατριάρχης είχε παραδώσει το πνεύμα, σε ηλικία 76 ετών.
Τότε, ο τουρκοεβραϊκός όχλος άρχισε να λιθοβολεί το αιωρούμενο λείψανο, μπροστά από το οποίο πέρασαν ο Μέγας Βεζίρης, αλλά και ο ίδιος ο Σουλτάνος, ο οποίος διέταξε να παραμείνει στη θέση αυτή για τρεις ημέρες και να φέρει πάνω στο στήθος του το φιρμάνι της καταδίκης (γιαφτάς), που έγραφε ότι εκτελείται διότι: «διαπιστώθι ότι ων ο ίδιος Μωραΐτης, ενέχεται τα μέγιστα εις τα ήδη υπό τίνων παραπλανημένων αφρόνων ληστών εκ του πληθυσμού των Ραγιάδων της εν Πελοποννήσου Διοικήσεως Καλαβρύτων, διαπραχθέντα αντίθετα προς την υπακοήν κακουργήματα». Αυτό αναφέρεται εις το έργο «Η επανάστασης του 1821 από τα Τουρκικά αρχεία» του Μοσχόπουλου. Το αυτό γράφει τόσο ο Τρικούπης όσο και ο Φίνλεϊ. Το αυτό επίσης αναγράφει η αγγλική εφημερίδα «Μόρνινγκ Κρόνικλ» της 14ης Ιουλίου του 1821, αναδημοσιεύοντας ανταπόκριση εφημερίδων της Φρανκφούρτης στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 13 Απριλίου κάποιοι Εβραίοι, αγόρασαν αντί 800 γροσίων το λείψανο του Πατριάρχη και αφού το έσυραν στους κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης, το έδεσαν με ένα μεγάλο λιθάρι και το έριξαν στη θάλασσα, για να βουλιάξει. Ως εκ θαύματος, όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο κόλπο, ώσπου έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλλονίτη Μαρίνο Σκλάβο, καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος», ο οποίος το ανέσυρε από τη θάλασσα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε με μεγάλες τιμές στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος, στις 16 Ιουνίου του 1821.
Στις 25 Απριλίου του 1871, πενήντα χρόνια μετά, τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα και εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη των Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο, το 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεράσιμος Φυτάλης φιλοτέχνησε αδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συμπερίληψη του Πατριάρχη στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης συνδεόταν με την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, με το αίτημα για εθνική ενότητα και με την αλυτρωτική διάθεση της εποχής. Στις 8 Απριλίου του 1921, ο Γρηγόριος Ε΄, ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία της Ελλάδος και ορίστηκε η μνήμη του να εορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Απριλίου. Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
Την ίδια ημέρα, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε΄, μέσα στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και Τυρνόβου Ιωαννίκιος συνελήφθησαν από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίσθηκαν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινούπολης. Στις 11 Ιουνίου ο Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι υπόλοιποι σε άλλα σημεία της πόλης, όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος τους τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο και μετά την αποκαθήλωσή τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης, από τον τουρκοεβραϊκό όχλο, στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς και τάφηκαν κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε ένα κοντινό νησί.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε ένα μακροσκελές επικολυρικό ποίημα, τον ύμνο προς τον ανδριάντα του Γρηγορίου του Ε΄, όπου γράφει μεταξύ άλλων:
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί ’ς το μέτωπο σου
Να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδαις
Όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδαις;...
Γιατί ’ς τα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράξη,
Πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
Μέσα ’ς τα στήθη σου η καρδιά; Και πώς ’ς το βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;...
Ολόγυρα σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
Το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' αγριωμένη
Από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
Φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα
Που σε κρατεί ’ς τα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα,
Οπού κι αυτή ’ς τον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα,
Πατέρα μου, σ' εδέχτηκε... Θυμάται ’ς το λαιμό σου
Το ματωμένο το σχοινί, και ’ς τ' άγιο πρόσωπο σου
Τ' άτιμα τα ραπίσματα...το βόγκο...τη λαχτάρα...
Του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα...
Την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
Το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
Ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμίδα
Τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη
Όταν, Πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν' οι ξένοι
Το αίμα σου έγλυφαν κρυφά ’ς τα νύχια του φονιά σου...
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου...
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
Τ' ανάστησε η αγάπη μας κ' εδώ μαρμαρωμένο
Θα στέκη ολόρθο, ακλόνητο, κ' αιώνια θα να ζήση,
Νάναι φοβέρα αδιάκοπη ’ς Ανατολή και Δύση...




