Στην ιστορική μας Λακεδαίμονα έλαχε ο κλήρος να διαφυλάξει, εις τους αιώνας των αιώνων, την μνήμη του τελευταίου αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος, ως απλός στρατιώτης, την αποφράδα Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453, όταν οι ορδές των Οθωμανών Τούρκων κατάφεραν να μπουν στην Βασιλεύουσα και να την κατακτήσουν.
Το αθηνοκεντρικό μας κράτος δεν έστερξε, ως τώρα, να καθιερώσει ως πανελλαδική ημέρα εθνικής μνήμης την θλιβερή επέτειο της άλωσης της Πόλης και να τιμήσει τον Εθνομάρτυρα Βασιλιά και τους συν αυτώ πεσόντες, που φύλαξαν, όπως επέβαλε η ιστορία των Ελλήνων, τις δικές τους βυζαντινές Θερμοπύλες. Μόνον κάποιες τοπικές επετειακές εκδηλώσεις, ανά την ελληνική επικράτεια, με κορυφαία αυτήν που γίνεται στον Βυζαντινό Μυστρά, σηματοδοτούν την επιθυμία και την θέληση του λαού μας να μην ξεχάσει, αφού η λησμοσύνη είναι ταυτόσημη με την εθνική τραγωδία.
Ο Κωνσταντίνος ήταν δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του εξελληνισθέντος Σέρβου χωροδεσπότη των Σερρών και της βορειοανατολικής Μακεδονίας Κωνσταντίνου Δραγάση. Τον Μανουήλ διαδέχτηκε ο πρωτότοκος Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και μετά τον θάνατό του (1448) την αυτοκρατορική εξουσία την πήρε ο Κωνσταντίνος, που ήταν Δεσπότης του Μορέως. Στην ανάδειξή του στον θρόνο διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο η μητέρα του Ελένη, η οποία χρησιμοποίησε όλο το προσωπικό της κύρος και τη συνταγματική της εξουσία «ως εστεμμένη αυτοκράτειρα», για να μην αμφισβητηθεί η επιλογή του από τους μικρότερους αδελφούς του Δημήτριο και Θωμά.
Μετά την απόφαση για την διαδοχή του θανόντος Ιωάννη από τον αδελφό του Κωνσταντίνο, μια αντιπροσωπεία βυζαντινών αξιωματούχων ήλθε στο Μυστρά και ανήγγειλε δημόσια την επιλογή του Δεσπότη Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα. Η στέψη του έγινε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά την 6η Ιανουαρίου 1449 κι αμέσως ο νέος αυτοκράτορας με τη συνοδεία του μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη πάνω σ’ ένα καταλανικό καράβι. Στις 12 Μαρτίου ο Κωνσταντίνος πατούσε τα πόδια του στην Πόλη των Πόλεων, που την απειλούσαν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ο λαός τον δέχτηκε με αληθινή χαρά, γιατί είχε την φήμη του ικανού κυβερνήτη και του γενναίου πολεμιστή.
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου κράτησε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και είκοσι τέσσερις ημέρες. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε απεγνωσμένα να ενισχύσει την οικονομία, την διπλωματική θέση και την άμυνα της Βασιλεύουσας. ΤΑ πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τους Βυζαντινούς, όταν πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ (13 Φεβρουαρίου 1451) και τον διαδέχτηκε στο θρόνο νεαρός και φιλόδοξος Μωάμεθ ο Β΄, που το βλέμμα του στράφηκε εξαρχής στην Κωνσταντινούπολη.
Η πρωτεύουσα του πάλαι ποτέ κραταιού βυζαντινού κράτους δεν ήταν η «κοσμόπολη» των δοξασμένων χρόνων της αυτοκρατορίας με πληθυσμό που έφτανε τις 800.000 έως 1.000.000 ψυχές, αλλά εξακολουθούσε να διατηρεί την λάμψη και τη γοητεία της. «Ήταν η μεγαλύτερη, η πιο πλούσια και η ωραιότερη πολιτεία του δυτικού κόσμου» γράφει ο Stacton. «Με τα μυθικά της παλάτια, με τις λαμπρές εκκλησιές της, που σ’ αυτές ξεχώριζε αρχιτεχτονικό θαύμα η Άγια Σοφιά, με τους 322 δρόμους της, όπου φάνταζαν ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες μέγαρα, ενώ η Ρώμη, στις μεγάλες δόξες της, δεν είχε καν δυο χιλιάδες, στεκόταν η βασιλίδα των πόλεων» (Δ. Φωτιάδη, Η Επανάσταση του 21).
Απέναντι σ’ αυτήν την φημισμένη πόλη έστησε τη σκηνή του στις 5 Απριλίου του 1453 ο είκοσι ενός ετών σουλτάνος, που ήθελε να εκπληρώσει στο πρόσωπό του το παλαιό όνειρο των Οθωμανών ηγεμόνων. Στην Κωνσταντινούπολη δεν απέμεναν παρά 53 μέρες ζωής, προτού περάσει στα χέρια των Τούρκων κατακτητών. Μετά από χίλια χρόνια ιστορικής παρουσίας η αυτοκρατορία που θεμελίωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος θα έκλεινε τον κύκλο της με τελευταίο αυτοκράτορα τον συνονόματό του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Για την εμφάνιση και το παρουσιαστικό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν υπάρχουν πολλές και αξιόπιστες πληροφορίες. Ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Βυζαντινού Χρονικού του Ζωναρά, που βρίσκεται στην Biblioteca Estense στην Μοντένα, είναι διακοσμημένο με μικροσκοπικά πορτραίτα κεφαλής όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Μεταξύ αυτών παρουσιάζεται και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος: εικονίζεται ένας στρογγυλοπρόσωπος άνδρας με γενειάδα κοντύτερη από εκείνη του αδελφού του Ιωάννη Η´ και αρκετά λιγότερη πυκνή από τη γενειάδα του πατέρα του Μανουήλ Β´.
Ο αείμνηστος Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως» τον περιγράφει ως εξής: «Φαίνεται ότι ήταν μάλλον ψηλός και λεπτός με τα ισχυρά κανονικά χαρακτηριστικά της οικογένειάς του και τη μελαμψή απόχρωσή της. Δεν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για πνευματικά ζητήματα, τη φιλοσοφία ή τη θεολογία, αν και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Πλήθωνα στο Μυστρά. Είχε αποδειχθεί καλός στρατιωτικός και ικανός κυβερνήτης. Πάνω απ’ όλα διέθετε ακεραιότητα. Ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε ανέντιμα. Στις σχέσεις του με τους δύσκολους αδελφούς του είχε επιδείξει γενναιοδωρία και υπομονή. Οι φίλοι και οι αξιωματούχοι του ήταν αφοσιωμένοι στο πρόσωπό του, ακόμη κι αν μερικές φορές διαφωνούσαν μαζί του. Επιπλέον διέθετε το χάρισμα να εμπνέει θαυμασμό και αγάπη σε όλους τους υπηκόους του».
Και ο ημέτερος ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης: «Ήταν ένας γενναίος άντρας που κοντολογούσε τα πενήντα, ψηλός, αδύνατος, μαυριδερός με αδρά χρακτηριστικά. Ο ιστορικός Κριτόβουλος τον ονομάζει αγαθό και προστάτη του λαού, που στάθηκε δυστυχισμένος σ’ όλη του τη ζωή και που είχε πιο δύστυχο ακόμα τέλος. Η μοίρα του έταξε να βασιλέψει όλα κι όλα τέσσερα μονάχ χρόνια και να πεθάνει πολεμώντας στη μάταιη προσπάθεια να σώσει από την αρπαγή των τροπαιούχων σουλτάνων της Τουρκιάς την πιο πλούσια και την πιο ξακουστή πολιτεία της Ανατολής. Αν δεν είχε ξέχωρες ηγετικές αρετές, όμως δεν του απόλειψε εκείνη, που τον καταξίωσε μάρτυρα με τον ηρωικό θάνατό του» (Η Επανάσταση του 21).
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε, όντως, δυστυχισμένη ζωή. Είχε παντρευτεί δύο φορές και τις δύο χήρεψε χωρίς απογόνους. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μανταλένα Τόκκο, ανηψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου Δεσπότη της Ηπείρου η οποία, μετά το γάμο τους την 1η Ιουλίου 1428 σε μια τελετή κοντά στην Πάτρα, έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Πέθανε στο Στάμερο της Ηλείας τον Νοέμβριο του 1429. Η νεκρή ενταφιάστηκε στην Γλαρέντζα, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε το λείψανό της στο ναό του Ζωοδότη Χριστού στον Μυστρά. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Κατερίνα, κόρη του Ντορίνο Α΄ Γατελούζου αυθέντη της Λέσβου, την οποία νυμφεύθηκε στην πόλη της Μυτιλήνης τον Αύγουστο του 1441, αλλά την άφησε στον πατέρα της αναχωρώντας για τον Μυστρά. Η Κατερίνα αρρώστησε και πέθανε τον Αύγουστο του 1442. Ετάφηκε στο Παλαιόκαστρο της Λήμνου.
Η αναζήτηση νέας συζύγου με σκοπό την διαιώνιση της Παλαιολόγειας δυναστείας είχε απασχολήσει τον Κωνσταντίνο ΙΑ´ από τότε που ήταν στον Μυστρά. Είχε στείλει απεσταλμένο στον βασιλιά Αλφόνσο Ε´ της Αραγωνίας με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας μέσω γάμου. Μια πρόταση αφορούσε το γάμο με την Βεατρίκη, κόρη του Πέντρο, αδελφού του Αλφόνσου Ε´. Για το λόγο αυτό πήγαν απεσταλμένοι στο Βασίλειο της Γεωργίας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο Σφραντζής, επίσης, είχε την ιδέα να νυμφευθεί ο Κωνσταντίνος τη θετή μητέρα του Μωάμεθ του Β´, την χήρα του Μουράτ, την Μαρία ή Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του Σέρβου Δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, ο οποίος και βολιδοσκοπήθηκε. Όμως η ίδια η Μαρία δεν ήθελε. Τελικά ο Κωνσταντίνος πέθανε χήρος και χωρίς απογόνους.
Η πολιορκία των Τούρκων ήταν στενή από στεριά και θάλασσα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες του Μωάμεθ είχαν απέναντί τους ούτε καν δέκα χιλιάδες υπερασπιστές της Πόλης. Τα τείχη της Βασιλεύουσας που είχαν σταματήσει τις ορδές των βαρβάρων στο παρελθόν, τώρα κινδύνευαν να πέσουν από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς, ιδίως της μεγάλης μπομπάρδας. Κι όμως κανείς απ’ αυτούς τους ηρωικούς μαχητές δεν σκέφθηκε ούτε για μια στιγμή να καταθέσει τα όπλα και να παραδώσει την Πόλη. Ο ίδιος ο Παλιολόγος έδωσε το παράδειγμα σαν άλλος Λεωνίδας. Όταν η αντιπροσωπεία του Μωάμεθ με επικεφαλής τον Ισμαήλ Χαμζά Ισπεντιάρογλου, κυβερνήτη της Σινώπης και γνώριμο του Κωνσταντίνου, τον επισκέφτηκε για να του προτείνει να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη για να σώσει τη ζωή του, την αυλή του και να πάρει ως αντάλλαγμα άλλες κτήσεις στο Αιγαίο, ο αυτοκράτορας του απάντησε: «Να του παραδώσω την πολιτεία ούτε στο χέρι μου είναι, ούτε κανενός άλλου απ’ όσοι την κατοικούν. Κοινή στέκεται η απόφασή μας να πεθάνουμε πολεμώντας».
Κι όταν έγινε το τελευταίο συμβούλιο στο παλάτι των Βλάχερνών ο Κωνσταντίνος μιλώντας στους βυζαντινούς και ξένους αξιωματούχους τους είπε: «Πολεμάμε για τα τέσσερα μεγαλύτερα αγαθά που υπάρχουν σε τούτον τον κόσμο, την πίστη μας, την πατρίδα μας, τους συγγενείς και τους φίλους μας. Τούτη η πολιτεία είναι σκέπη για μας, καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων». Ήταν η πρώτη φορά που ένας αυτοκράτορας της Ρωμανίας ονόμαζε την Βασιλεύουσα «ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων»!
Στην πύλη του Ρωμανού έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Οι πληροφορίες για τις τελευταίες του στιγμές είναι ασαφείς και αντικρουόμενες. Ένα είναι βέβαιο πως ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε και αποκεφαλίστηκε από τους γενίτσαρους που έμπαιναν κατά κύματα. Δεν είναι καν γνωστό πού τάφηκε. Το πιθανότερο είναι να ενταφιάστηκε σε ομαδικό τάφο μαζί με άλλους συμπολεμιστές τους. Σ΄αυτή την σύγχυση οφείλονται οι θρύλοι και οι παραδόσεις που δημιουργήθηκαν και συντηρήθηκαν ανάμεσα στους σκλαβωμένους Έλληνες για τετρακόσια χρόνια, κρατώντας άσβεστη μέσα στην ψυχή τους τη σπίθα της παλιγγενεσίας.
Το πάρσιμο της Πόλης συγκλόνισε όλη την Ευρώπη, που ως τότε παρακολουθούσε αδιάφορη το δράμα των Βυζαντινών. Ο Φρειδερίκος Γ΄ αυτοκράτορας της Γερμανίας, ονόμασε την άλωση της Κωνσταντινούπολης καταστροφή για τη χριστιανοσύνη και η κρίση του αυτή στάθηκε σωστή, αφού λίγο αργότερα οι Τούρκοι προσπάθησαν να κατακτήσουν όλη την κεντρική Ευρώπη. Για τους Έλληνες, όμως, η άλωση ήταν η αρχή της πιο μαύρης σκλαβιάς, της πιο σκοτεινής νύχτας που απλώθηκε πάνω από τη Ρωμιοσύνη.




