Πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα η δέσμη προτάσεων της ενδιάμεσης έκθεσης των έως τώρα πεπραγμένων της 36/μελούς Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρός της Αντώνης Λιάκος, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι προτάσεις αυτές έρχονται να συμπληρώσουν τις ανακοινώσεις-δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας κ. Νίκου Φίλη, σύμφωνα με τις οποίες επίκεινται ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της Παιδείας και στις τρεις βαθμίδες.
Οι προτάσεις, οι οποίες αφορούν τους καθηγητές, τους μαθητές, τον σχολικό χρόνο, τις εκπαιδευτικές πρακτικές και τη σχέση του σχολείου με την κοινωνία, έχουν ως εξής:
1. Χρήση του σχολικού χρόνου για τη δημιουργία προϋποθέσεων ανάπτυξης εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής (τακτικές παιδαγωγικές συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων), μείωση γραφειοκρατικών διαδικασιών για τις εξωσχολικές δράσεις του σχολείου, αποσαφήνιση του ρόλου των συμβούλων, ενίσχυση του εκπαιδευτικού ως προς τις αρχές συμπερίληψης και διαφοροποίησης στην τάξη.
2. Μείωση μέσω αναμόρφωσης της διδασκόμενης ύλης (να αδειάσει η τσάντα του μαθητή) και αντικατάσταση της βαθμολογίας με την περιγραφική αξιολόγηση των μαθητών σε όλη την υποχρεωτική εκπαίδευση σε σύνδεση με τους μαθησιακούς στόχους των προγραμμάτων σπουδών καθώς και των διαδικασιών αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και του συστήματος.
3. Καθιέρωση ενιαίου τύπου Ολοήμερου Δημοτικού, προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες (ευελιξία), διατοπική (κοινά προγράμματα) και ευρωπαϊκή (αδελφοποιήσεις, ανταλλαγές) δικτύωση των σχολείων.
4. Ενίσχυση της μαθητικής εκπροσώπησης, σχολική εφημερίδα, ετήσια θεατρική παράσταση (άνοιγμα του σχολείου στην τοπική κοινωνία), καθιέρωση ομίλων και συλλογικών μαθητικών δραστηριοτήτων με άξονες τα νέα Μέσα, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές και παραστατικές τέχνες.
5. Διερεύνηση των δυνατοτήτων χρήσης της δομής και των χώρων του σχολείου σε συνεργασία με την τοπική κοινωνία κατά τις απογευματινές ώρες.
6. «Βάπτιση» του σχολείου για λόγους συμβολικούς και για την εξασφάλιση ταυτότητας. Κάθε σχολείο πρέπει να αποκτήσει τη δική του φυσιογνωμία, τις δικές του παραδόσεις, ετήσιους στόχους και να εμφυσήσει στους μαθητές έναν «πατριωτισμό του σχολείου». Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να περιοριστεί η συχνή εναλλαγή του προσωπικού. Το σχολείο να γίνει δρων υποκείμενο (να αποκτήσει agency).
7. Μελέτη για την αναμόρφωση της οργανωτικής δομής της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από το διετές νηπιαγωγείο στο εξάχρονο Δημοτικό και εξέταση των δυνατοτήτων δημιουργίας τετραετούς Γυμνασίου και διετούς Λυκείου (Γενικού και Επαγγελματικού), προσανατολισμένου προς την έρευνα και με δυνατότητες επιλογών.
8. Ενίσχυση της αυτονομίας και των πρωτοβουλιών του εκπαιδευτικού.
9. Άμεση συνεργασία φορέων (σχολείο – σύμβουλοι – κοινότητα – δήμοι).
10. Ενίσχυση των ολιγοθέσιων σχολείων.
11. Εκ περιτροπής ανάληψη πειραματικού χαρακτήρα από τα σχολεία.
12. Ανανέωση προγράμματος και, κυρίως, βιβλίων με προτεραιότητα σε όσα έχουν ήδη κριθεί απαράδεκτα.
13. Κατάργηση των αλλεπάλληλων εξετάσεων (και του μήνα εξετάσεων) στο Γυμνάσιο – αντικατάστασή τους με εργασίες (και εξετάσεις κατά τη διάρκεια του έτους).
14. Ενοποίηση των κατευθύνσεων των μαθημάτων (ενδεικτικά: σε 3 ή 4 όπως α) Γλώσσες και Πολιτισμός, β) Μαθηματικά, γ) Τέχνες, δ) Εισαγωγή στην Κουλτούρα των Φυσικών και ε) Κοινωνικές Επιστήμες). Αντίστοιχη ενοποίηση των ειδικοτήτων που διδάσκουν τα μαθήματα.
15. Δημιουργία ωρολογίων ενοτήτων σε βάρος της πολυδιάσπασης των ωρών. Καθιέρωση ολοκληρωμένου προγράμματος Ευέλικτης Εβδομάδας.
16. Διεύρυνση του ποσοστού της ύλης που διαμορφώνεται από τους εκπαιδευτικούς τόσο στο Δημοτικό όσο και στο Γυμνάσιο.
17. Ομαδοσυνεργατική προσέγγιση: Θεσμοθέτηση και αξιοποίηση εναλλακτικών τρόπων συνεργασίας των μαθητών (αμοιβαία διόρθωση, συνεργασία διαφορετικών τάξεων από διαφορετικά σχολεία, ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών από τους μαθητές). Καθιέρωση των ομαδικών εργασιών ως τρόπου εξέτασης.
18. Άρση της λογικής της επανάληψης σε κύκλους των σχολικών αντικειμένων (π.χ. στο μάθημα της Ιστορίας) με έμφαση στο χρονικό και τοπικό παρόν και εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής της ύλης που διδάσκεται σε διαφορετικά αντικείμενα (π.χ. Λογοτεχνία – Ιστορία – Γεωγραφία).
19. Σύνδεση σχολείου – οικογένειας: Μελέτη θεσμοθετημένης συμβουλευτικής σχέσης σε θέματα εκμάθησης και στάσης απέναντι στο σχολείο, σε ζητήματα εκφοβισμού και βίας, καθώς και πρόληψης εξαρτήσεων. Ενδυνάμωση της γονικής εμπλοκής ως δυναμικής διεργασίας αλληλεπίδρασης γονέων και εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Θεσμοθετημένος χρόνος συνεργασίας με τους γονείς.
Όπως έχει δηλωθεί εμφαντικά από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας οι προτάσεις αυτές δεν συνιστούν τοι τέλος, αλλά την αρχή ενός ευρύτατου διαλόγου για την ελληνική Παιδεία, που στοχεύει στην ουσιαστική αναβάθμισή της και στην αποκατάσταση των στρεβλώσεων και των αναχρονισμών του παρελθόντος.
Προσωπικά, με την 34/χρονη πείρα ενός διδασκάλου που πέρασε όλη την υπηρεσία του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέσα στην τάξη, βλέπω με εξαιρετική συμπάθεια αρκετές από αυτές τις προτάσεις, πολλές από τις οποίες θα έπρεπε να έχουν υλοποιηθεί εδώ και χρόνια. Κάποιες, που αφορούν τεχνικά στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα, άλλες όμως που αφορούν την κατάργηση και την αντικατάσταση ή την τροποποίηση θεσμικών δομών και διαδικασιών της Εκπαίδευσης θα πρέπει να συζητηθούν σοβαρά, να μελετηθούν υπεύθυνα και να προχωρήσουν προγραμματισμένα, για να μην καταλήξουν ανεφάρμοστες καλές προθέσεις, όπως πολλές άλλες στο παρελθόν.
Η ελληνική Παιδεία, δυστυχώς, έχει βρεθεί πολλές φορές στην προκρούστεια κλίνη, για να υποστεί τις «πολλά υποσχόμενες» μεταρρυθμίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, που συχνά κατέληξαν σε οδυνηρές απορρυθμίσεις με όλα τα συναφή αρνητικά αποτελέσματα για την Παιδεία και την πρόοδο του τόπου μας. Μερικές φορές, μάλιστα, υπήρξε τέτοιος «μεταρρυθμιστικός οίστρος», ώστε η Παιδεία να «μεταρρυθμίζεται» διαδοχικά από υπουργούς παιδείας της ιδίας κυβερνήσεως και του ιδίου κόμματος.
Η χαμένη ευκαιρία της ελληνικής Παιδείας, για πολλούς, ήταν η οραματική και μεγαλειώδης εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 με Υπουργό Παιδείας τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, Υφυπουργό τον λογοτέχνη Λουκή Ακρίτα και Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας τον μεγάλο παιδαγωγό, φιλόσοφο και διανοητή Ευάγγελο Παπανούτσο. Με την μεταρρύθμιση αυτή καθιερωνόταν για πρώτη φορά η δωρεάν παιδεία και στις τρεις βαθμίδες, επεκτεινόταν η υποχρεωτική εκπαίδευση από τα 6 στα 9 χρόνια, καθιερωνόταν η δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο και γινόταν ισότιμη (λόγω συνταγματικού κωλύματος) με την καθαρεύουσα στις άλλες δύο βαθμίδες, διαιρείτο η μέση εκπαίδευση σε δύο ανεξάρτητους κύκλους, θεσπιζόταν νέος τρόπος επιλογής για τα πανεπιστήμια με την καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, γινόταν προσθήκη νεωτερικών μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες (κοινωνιολογία, οικονομικές επιστήμες, αρχαία από μετάφραση στις 3 τάξεις του Γυμνασίου κλπ), αλλάζονταν ριζικά τα σχολικά βιβλία, επεκτεινόταν σε 3 χρόνια η φοίτηση στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, ιδρυόταν Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αυξάνονταν οι δαπάνες για την Παιδεία κ.α..
Η μεταρρύθμιση Παπανδρέου-Παπανούτσου, αν είχε την τύχη να εφαρμοστεί πλήρως και δεν μεσολαβούσε η εφτάχρονη τυραννία των συνταγματαρχών, θα είχε βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα της «ψωρο-Κώσταινας» και θα την είχε οδηγήσει σε τέτοια πρόοδο και ανάπτυξη, που αδυνατεί σήμερα να την συλλάβει ο νους μας. Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε ότι, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην πατρίδα μας, η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή με Υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη, «πάτησε» πάνω σ’ αυτήν, για να εξαγγείλει την δική της μεταρρυθμιστική πρόταση, που διατήρησε τον δωρεάν χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης, καθιέρωσε τη δημοτική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες, θέσπισε την υποχρεωτική 9/χρονη εκπαίδευση και την διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση. Η συντηρητική παράταξη, που πολέμησε σφοδρά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, βρέθηκε το 1976 να υιοθετεί πολλές από τις προτάσεις Παπανούτσου σε μια αντιφατική δική της μεταρρύθμιση, η οποία ήθελε τον εκσυγχρονισμό της Παιδείας, αλλά χωρίς να «σπάσει» τους δεσμούς της με ένα αναχρονιστικό και αντιδημοκρατικό παρελθόν, που την ποδηγετούσε επί δεκαετίες.
Το επόμενο βήμα για την ριζική (;) μεταρρύθμιση της Παιδείας μας ήταν με την πολιτική αλλαγή του 1981, που συνοδεύτηκε από μία γενική θεσμική ευφορία. Στο διάστημα 1982-1985 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έφερε προς εφαρμογή τη δική της εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που έμοιαζε με «εκπαιδευτική επανάσταση», αλλά στην ουσία καθιέρωνε τα βασικά αιτούμενα μιας αστικής φιλελεύθερης μεταρρύθμισης, που εκκρεμούσε από τις αρχές του 20ου αιώνα. Διατηρώντας το υπόστρωμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976, οι υπουργοί παιδείας του ΠΑΣΟΚ θέσπισαν μέτρα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους νέους για ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια, καταργώντας την ποδιά στο δημοτικό, καθιερώνοντας την μεικτή εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και το μονοτονικό σύστημα, αναγνωρίζοντας ως επίσημη γλώσσα τη δημοτική, αλλάζοντας τη φύση του έως τότε αυταρχικού σχολείου και τις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων.
Η συντηρητική στροφή του ΠΑΣΟΚ από το 1985 κι εντεύθεν βρήκε την έκφρασή της στην λεγόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Αρσένη του 1997. Ο πρώην τσάρος της ελληνικής οικονομίας επιχείρησε τότε να αλλάξει δύο θέματα ταμπού, τα οποία ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων. Το πρώτο ήταν η ριζική αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης των μαθητών σε συνάρτηση με την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια βαθμίδα (Ενιαίο Λύκειο, κατάργηση γενικών εξετάσεων κλπ) και το δεύτερο ο τρόπος διορισμού των Εκπαιδευτικών με την κατάργηση της ισχύουσας επετηρίδας και την καθιέρωση του διαγωνισμού ΑΣΕΠ, καθώς και μια προσπάθεια για την επιβολή της αξιολόγησής τους. Η πομπώδης μεταρρύθμιση Αρσένη δεν ήταν τίποτε άλλο, κατ’ ουσίαν, παρά μια πρώτη προσπάθεια για την προσαρμογή της ελληνικής Παιδείας στις ανάγκες της ελεύθερης αγοράς και της ευέλικτης εργασίας. Στο «μανιφέστο» «Εκπαίδευση 2000 - Για μια Παιδεία ανοικτών οριζόντων» για πρώτη φορά γινόταν αναφορά, ως επιτακτική ανάγκη για την «ποιοτική αναβάθμιση» της Παιδείας, «η ανάπτυξη ικανοτήτων και η απόκτηση νέων ευέλικτων δεξιοτήτων», αντί για μια ολοκληρωμένη και ουσιαστική μόρφωση των νέων μας.
Την ανολοκλήρωτη, νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, «μεταρρύθμιση Αρσένη» επιχείρησαν να συμπληρώσουν, στα επόμενα χρόνια, τόσο οι μετέπειτα υπουργοί παιδείας του ΠΑΣΟΚ, όσο και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά χωρίς επιτυχία. Όλες αυτές οι προσπάθειες προσέκρουσαν στην καθολική, σχεδόν, αντίδραση των μαθητών, των φοιτητών και των Εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, που λοιδωρήθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις «ως συντεχνίες που νοιάζονται μόνο για τα συμφεροντά τους», κάτι που ήταν τελείως ψευδές.
Σήμερα, σε συνθήκες σοβαρής οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μπροστά της μια τεράστια πρόκληση, να επιχειρήσει μια προοδευτική μεταρρύθμιση της ελληνικής Παιδείας, διαμορφώνοντας πρωτίστως γι’ αυτήν ένα νέο εκπαιδευτικό όραμα, που θα δίνει το στίγμα της στις συνθήκες της νέας εποχής, αλλά με ανθρωπιστικό πρόσημο, γιατί σ’ αυτήν την εποχή της παγκοσμιοποίησης, της κυριαρχίας των τραπεζών και των πολυεθνικών, την εποχή της αλλοτρίωσης και της υψηλής τεχνολογίας, κινδυνεύουμε να χάσουμε το ανθρώπινο πρόσωπό μας και να μετατραπούμε σε πειθήνιους μαζάνθρωπους τουτέστιν σε ανθρωπομηχανές παραγωγής κερδών για το κεφάλαιο.




