Η Φλαβία Ιουλία Ελένη, (Flavia Iulia Helena Augusta) γνωστή, επίσης, ως Αγία Ελένη, Ελένη Αυγούστα και Ελένη της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξε σύζυγος του Κωνστάντιου Α΄ του Χλωρού και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Αυτή η σημαντικήγυναίκα γεννήθηκε στη Δρεπάνη (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας της Μ. Ασίας το 248 ή το 249 μ.Χ.από γονείς άσημους και φτωχούς. Ο πατέρας της λέγεται πως ήταν πανδοχέας. Από τα παιδικά της χρόνια η Ελένη διακρινόταν για την εξαιρετική της εξυπνάδα κι ομορφιά. Από νωρίς δε οι σπάνιες χριστιανικές αρετές της την ξεχώριζαν από τις συνομήλικες του καιρού της και την προέβαλλαν στον κύκλο της παντού. Ίσως ο Ευσέβιος να υπερβάλει λίγο, όταν εξυμνεί την αρετή και την ευφυΐα της Ελένης, εντούτοις, η ενασχόλησή της με τη μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, από την παιδική ακόμη ηλικία, σκιαγραφούν μια νέα γυναίκα που διήγαγε αξιοπρεπή βίο χωρίς να σκανδαλίζει την κοινωνία του καιρού της.
Γύρω στο 270, όταν η Ελένη ήταν ηλικίας 22 περίπου χρόνων, πέρασε από τη Δρεπάνη και κατέλυσε στο ξενοδοχείο του πατέρα της ένας Ιλλυριός αξιωματικός των πραιτωριανών, που λεγόταν Κωνστάντιος Χλωρός. Το προσωνύμιο Χλωρός του είχε δοθεί γιατί το πρόσωπο του ήταν πολύ χλωμό. Ο Κωνστάντιος ήταν γόνος μεγάλης και αριστοκρατικής οικογένειας και άνθρωπος πολύ ευγενής. Κάποια μέρα εκεί που βρισκόταν στην αυλή του ξενοδοχείου, είδε τη σεμνή κόρη κι η ευγένειά της μαζί με άλλα χαρίσματα της τράβηξαν έντονα την προσοχή του. Η εντύπωση του υπήρξε τέτοια, που, χωρίς να χάσει καιρό έσπευσε να παραμερίσει την ασημότητα της καταγωγής της - πράγμα αντίθετο με τα τότε ρωμαϊκά έθιμα - και να την ζητήσει για σύζυγό του. Ένα χρόνο ύστερα από τους γάμους (272 μ.Χ.), στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νίσσα της Σερβίας), το ευτυχισμένο ζευγάρι αποκτούσε, ως ευλογημένο καρπό της ένωσής του, ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κωνσταντίνο, που έγινε αργότερα ο ιδρυτής της βυζαντινήςαυτοκρατορίας και κραταιός προστάτης του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Σε αυτά τα 23 χρόνια γάμου, η Ελένη ακολούθησε το σύζυγό της στις εκστρατείες στη Γερμανία, τη Βρετανία κ.α.
Η ευτυχία, δυστυχώς, του νεαρού ζεύγαριού δεν κράτησε για πολύ. Η γρήγορη άνοδος του Χλωρού στο ύπατο αξίωμα του Καίσαρα από τον χριστιανομάχο αυτοκράτορα Διοκλητιανό κι η ανάθεση σ' αυτόν του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον ανάγκασενα εγκαταλείψει την πιστή κι ενάρετη σύντροφό του Ελένη, για να παντρευτεί μια γυναίκα της κοινωνικής του τάξεως.
Ο χωρισμός τους έγινε με τη συναίνεση της μεγάλης κι ανώτερης εκείνης γυναίκας, της αγίας Ελένης, που θυσιάστηκε για το καλό του παιδιού της. Δεν ενόχλησε τον Κωνστάντιο με ψεύτικα διλήμματα. Αποχώρησε ήσυχα από τη ζωή του, αφήνοντάς του ελεύθερο το δρόμο για τη λαμπρή πορεία που ανοιγόταν μπροστά του. Η ίδια μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο παρέμειναν όμηροι του Διοκλητιανού και αργότερα του Γαλέριου στη Νικομήδεια, για να εξασφαλιστεί η υπακοή του τέως συζύγου της. Για δεκατρία χρόνια, περίπου, ζούσε μόνη με συντροφιά την πίστη της στον Σωτήρα Χριστό και στήριγμα της την προσευχή.
Πολύ συχνά, κατά τον συναξαριστή της, οι πρωινές ώρες την έβρισκαν γονατιστή κι άγρυπνη να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια για το παιδί της, τον Κωνσταντίνο. Μια ήταν η παράκλησή της. Να τον φωτίσει ο Θεός να μη παρασυρθεί από τη δόξα και τη ματαιότητα της κοσμικής εξουσίας, όταν θα γινόταν αυτοκράτορας.
Το έτος 306 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Δύσεως, μετά το θάνατο του, τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό. Η ανακήρυξη γίνεται, κατά τα ειωθότα, από τους στρατιώτες, στο Γιόρκ της Μεγάλης Βρετανίας. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νεαρού αυτοκράτορα, ήταν να καλέσει κοντά του, αρχικά στους Τρεβήρους (σημερινή Trier της Γερμανίας) κι εν συνεχεία στη Ρώμη, την αγαπημένη του μητέρα, να την ανακηρύξει Αυγούστα, δηλαδή αυτοκράτειρα, και να την έχει κοντά του ως συνεργάτιδα, στο μεγαλόπνοο και πολύπλευρο έργο του. Η αγάπη, μα και η αφοσίωσή του σ' αυτήν, υπήρξε απεριόριστη και παραδειγματική.
Σ' όλες τις δύσκολες, μα κι όμορφες στιγμές της ζωής του, την είχε δίπλα του και την συμβουλευόταν. Ήταν μαζί του όταν είδε το όραμα του φωτεινού σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα το έτος 312 μ.Χ. . Τότε η Ελένη έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού. Για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ' όνομα και τη μορφή της. Κι ακόμη την πόλη που γεννήθηκε η αγία του μητέρα, τη Δρεπάνη της Βιθυνίας, προς τιμή της τη μετονόμασε σε Ελενόπολη ή Ελενούπολις. Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε κι έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στο γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία κλπ. Κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη.
Η μεγάλη τιμή του στοργικού Κωνσταντίνου προς την άγια του Μητέρα εκδηλώθηκε λαμπρή και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της. Όταν το 330 κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, εκεί στη μεγάλη πλατεία που ονομαζόταν Φόρος, υψώθηκαν δύο στήλες στο όνομα της Ελένης και του Κωνσταντίνου και ανάμεσα τους τοποθετήθηκε ένας σταυρός, που έφερε αυτή την επιγραφή:«Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν».
Η Αγία Ελένη μετά την αποκατάστασή της και το απότομο ανέβασμά της, ποτέ δεν περηφανεύτηκε. Έμεινε σ' όλη τη ζωή της η απλή, η ταπεινή και απέριττη χριστιανή. Η χριστιανή των έργων, της διακονίας, της δράσεως. Τη θέση της δίπλα στον πανίσχυρο γιό της την εκμεταλλεύτηκε μόνο για το καλό. Με τους μακροχρόνιους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς, που είχαν προηγηθεί, δεν υπήρχαν πουθενά κατάλληλοι τόποι λατρείας του Θεού. Οι χριστιανοί που έβγαιναν από «τα σπήλαια και τις οπές της γης», τις κατακόμβες, χρειαζόντουσαν κάποιους χώρους, για να λατρεύσουν τον Θεό. Ποιος, όμως, θα τους έλυνε αυτό το πρόβλημα; Ποιος θα φρόντιζε να κτισθούν ναοί και να εξοπλισθούν μάλιστα με τα απαραίτητα αντικείμενα και ιερά σκεύη;
Ποίος άλλος από την Αγία Ελένη!Αυτή με δική της πρωτοβουλία ανέλαβε το όλο ζήτημα. Με τη δική της συνδρομή και φροντίδα και με τα άφθονα χρήματα που πρόσφερε, αρκετοί ναοί άρχισαν να κτίζονται σε όλη την αυτοκρατορία. Παρά την ηλικία της δεν διστάζει να ταξιδέψει στα πιο μακρινά μέρη, για να ελέγξει και να παρακολουθήσει τα έργα, που γίνονταν. Οι χριστιανοί στο πρόσωπο της έβλεπανι, όχι απλώς την «Αυγούστα», αλλά τη μητέρα, την προστάτιδα της χριστιανικής πίστεως. Σε λίγα χρόνια με την άγρυπνη φροντίδα της περίλαμπροι ναοί υψώθηκαν, όχι μονάχα σε πόλεις, μα και σε απόμερα χωριά.Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει σχετικά:«Ελένη Αυγούστα Θεώ τω Σωτήρι αυτής, Θεοφιλούς βασιλέως θεοφιλής μήτηρ, ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε». Εκείνο όμως που ιδιαίτερα τίμησε την Αγία, είναι η μετάβασή της περί τα τέλη της ζωής της (326 μ.Χ.) στους τόπους όπου έζησε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, και η ανεύρεση εκεί του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, επάνω στον οποίο υψώθηκε ο Λυτρωτής μας.
Τη μεγάλη θέση της, όμως, στην Εκκλησία και την Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός. Ένα κίνητρο ακόμη που της αποδίδεται για τη δύσκολη αυτή περιοδεία, είναι η συγχώρεση που ζητούσε από το Θεό για τις πράξεις του γιου της, καθώς με εντολή του αυτοκράτορα θανατώθηκαν πρώτα ο γιος του Κρίσπος κι έπειτα η σύζυγός του Φαύστα, με την κατηγορία της συνωμοσίας. Πρέπει να ήταν η μοναδική περίοδος που οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και της μητέρας του διήλθαν κρίση, χωρίς αυτόςνα άρειτην εύνοιά του από το πρόσωπό της.
Το γεγονόςότι σε τόσο μεγάλη ηλικία - πρέπει να ήταν περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της - ανέλαβε μία τόσο κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα με εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση.
Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της Ελένης . Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Αυγούστα επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές. Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, που είχε αναγείρει ο αυτοκράτορας Αδριανός με σκοπό να ματαιώσει,μελλοντικά, κάθε προσκυνηματική ευλάβεια στα άγια αυτά μέρη. Η Ελένη ανήγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης στη Βηθλεέμκαι της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά, που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.
Η πιο ένδοξη στιγμή της περιοδείας της Ελένης στους Αγίους Τόπους ήταν η εύρεση του Τιμίου Σταυρού . Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Στα γραπτά του Αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων γίνεται αναφορά σε τεμάχιο του ιερού κειμηλίου, που βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα (Cat. 4.10, 10.19, 13.4 PG 33, 467ff, 685-687, 777) στα τέλη του 340. Ο ίδιος Πατριάρχης, όμως,μετά το 351, γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του πατέρα του, χωρίς να αναφέρειποιος τον βρήκε (Ep. ad Const., 3 PG 33, 1168B). Ο Τυράννιος Ρουφίνος ή Ρουφίνος της Ακυληίας (Rufinus Aquileiensis) είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία»,συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8) και μάλιστα με θαυματουργικό τρόπο.Όπως και να έχει, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και η Καθολική έχουν εγκολπωθεί τη σχετική παράδοση, η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (η Ελένη πέθανε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα).
Ιδού πως παρουσιάζει την εύρεση του Σταυρού η εκκλησιαστική μας παράδοση. Μετά το Άγιο Πάθος της Μεγάλης Παρασκευής, οι σταυρωτές πέταξαν τον Τίμιο Σταυρό σε κάποιο λάκκωμα, εκεί κοντά στον Γολγοθά, το οποίο σταδιακά γέμισε από τα σκουπίδια των κατοίκων της πόλης. Το μέρος αυτό αναγνωρίσθηκε με τη βοήθεια ενός λουλουδιού του γνωστού μας βασιλικού, που φύτρωνε σ’ αυτό το σημείο. Εκεί έβαλε κι έσκαψαν η Αγία Ελένη και οι ευσεβείς προσδοκίες της επιβραβεύτηκαν πολύ σύντομα. Κάποια μέρα οι εργάτες ανέσυραν από τα χώματα το Ιερό Σύμβολο μαζί με τους σταυρούς των δύο ληστών. Τον γνήσιο Σταυρό τον διέκριναν από ένα θαύμα που έγινε με τηθεία δύναμή Του. Μια νεκρή αναστήθηκε μόλις το ευλογημένο τούτο ξύλο άγγιξε το κορμί της. Τότε η Αγία πλημμυρισμένη από ανεκλάλητη χαρά κι αγαλλίαση κάλεσε τον επίσκοπο της Άγιας Πόλεως να υψώσει τον Τίμιο Σταυρό, ενώ τα πλήθη των πιστών που συνέρρευσαν εκεί, με ευλάβεια μοναδική, έψαλαν το «Κύριε ελέησον».
Το 327, ο Μέγας Κωνσταντίνος, με συγκινητικότατα δείγματα στοργής και ευλάβειας, δέχθηκε την επιστροφή της Αγίας του μητέρας. Την ημέρα του ερχομού της, βγήκε σε προϋπάντησή της. Και σαν πλησίασε, έτρεξε κοντά της κι έπεσε κάτω και με ευλάβεια πολλή πήρε στα χέρια του και με χαρά προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και τη θήκη που περιείχε τους Ήλους δηλαδή τα καρφιά, που είχαν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια του Χριστού. Μετά κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Μακάριο και του τα παρέδωσε για να τα προσκυνούν εσαεί οι πιστοί.
Η Αγία Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, στην οποία έζησε μέχρι τη στιγμή που ο θάνατός της έκλεισε τα μάτια ( τέλη 328 ή αρχές 329 μ.Χ.). Πέθανε σε ηλικία 80-81 ετών, έχοντας στο πλευρό της το γιο της και κηδεύτηκεβασιλικά, όπως της άξιζε.Ενταφιάστηκε στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Το λείψανό της το μετέφεραν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και το έθαψαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Τον ναό αυτό άρχισε να τον κτίζει ο Μέγας Κωνσταντίνος και τον αποτελείωσε ο γιος του Κωνστάντιος. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού.
Τη μνήμη και των δύο Αγίων, μητέρας και γιου, συνεορτάζει η Εκκλησία μας την 21η Μαΐου και τους ονομάζει Ισαποστόλους. Και πολύ δίκαια. Πρώτον γιατί ό,τι έκαμε ο γιος για τον χριστιανισμό, αυτό οφείλεται στην υπέροχή μητέρα του, την αγία Ελένη. Αυτή τον προπαρασκεύασε με την αγάπη και τη διαπαιδαγώγηση που του έδωκε. Δεύτερον γιατί Αγία υπήρξε η ίδια. Αγιασμένη ζωή έζησε. Παρά τις τιμές που απολάμβανε ως αυτοκρατόρισσα κοντά στον γιό της, ποτέ δεν παρασύρθηκε απ' αυτές. Δεν περηφανεύτηκε για τις δόξες και τα μεγαλεία. Έμεινε πάντα η ταπεινή, η απλή, η καλόκαρδη, η πονετική, η πιστή χριστιανή Ελένη. Ο πόθος της ήταν ένας σε όλη της την επίγεια ζωή. Πώς να είναι αρεστή στον Θεό και να κερδίσει τη ουράνια βασιλεία Του. Στην αγιογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ελένη απεικονίζεται με πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα, μαζί με το Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τίμιος Σταυρός.
Η μνήμη της Αγίας Ελένης τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (18 Μαΐου), από την Αγγλικανική Εκκλησία (21 Μαΐου), από τις Λουθηρανικές Εκκλησίες (19 ή 21 Μαΐου) και την Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιερό της Αγίας υπάρχει στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό της Ρώμης. Το ιερό λείψανοτης Αγίας Ελένης φυλάσσεται σήμερα κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου Borromeo στην Βενετία. Μεταφέρθηκε εκεί το 1211 από την Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους που λεηλάτησαν τους θησαυρούςτης Βασιλεύουσας. Πρόκειται για τμήμα της κάρας (ινιακό οστούν, βρεγματικό οστούν, οφθαλμικές κόγχες, ρινικά οστά, θραύσματα) που φυλάσσεταισε μία λειψανοθήκη με ανθρωπόμορφη αργυρή κεφαλή με στέμμα, η οποία παρουσιάζει το πρόσωπο κεκοιμημένης γυναικός, και το μεγαλύτερο τμήμα του υπολοίπου σώματος βρίσκεται σε μια δεύτερη μεταλλική λειψανοθήκη που έχει σχήμα ανθρώπινου σωματότυπου. Οι δύο λειψανοθήκεςγια λόγους ασφαλείας είναι τοποθετημένες σε ειδική λάρνακα ασφαλισμένη με βουλοκέρι. Τα περιεχόμενα λείψανα είναιαριθμημένα και σφραγισμένα με ειδική σφραγίδα του Ρωμαιοκαθολικού Πατριαρχείου της Βενετίας. Το έτος 1929 πραγματοποιήθηκε έρευνα γνησιότητας των λειψάνων από την οποία αποδείχθηκε πως αυτά ανήκουν σε γυναίκα ηλικίας 80-85 ετών η οποία έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ..
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε να ζητήσει από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την μεταφορά των λειψάνων της Αγίας Ελένης από την Βενετία στην Αθήνα, όπου εκτίθενται από τις 14 Μαΐου 2017 στο Ιερό Προσκύνημα Αγίας Βαρβάρας του Αιγάλεω. Οι πιστοί που προσέρχονται για να προσκυνήσουν πρέπει να γνωρίζουν ότι πρόκειται για ιερά λείψανα και όχι για ιερό σκήνωμα, όπως αναφέρουν πολλοί. Κι αυτό γιατί σκήνωμα, με την έννοια που απαντά στην Καινή Διαθήκη (Β’ Πέτρου 1,13), είναι ολόκληρο το σώμα και όχι τα τμήματα αυτού. Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται από την πρώτη στιγμή που το λείψανο της Αγίας Ελένης έφτασε στην Ελλάδα, αποδεικνύει περίτρανα την μεγάλη πίστη του ορθόδοξου ελληνικού λαού, ο οποίος σέβεται κι ευλαβείται τα ιερά λείψανα, τις άγιες εικόνες και την μνήμη των Αγίων της Εκκλησίας μας, των οδοδεικτών που μας βοηθούν να βρούμε τον προσωπικό μας δρόμο προς τη σωτηρία.




