Η Ροδούλα προσπαθεί να κοιμηθεί, όμως το στομάχι της γουργουρίζει συνέχεια. Στο μυαλό της τριγυρίζουν οι προσπάθειες που έκανε να βρει τροφή, αλλά τελικά δεν έβαλε σχεδόν τίποτα στο στόμα της και σήμερα. Έφευγε από το σπίτι, κι έπαιρνε τους δρόμους, αυτή που δεν της άρεσε να παρατά τα βιβλία της και να μη χάνει καμμία παιδική εκπομπή στην τηλεόραση.
Τα σάλια της έτρεξαν όταν είδε τον χοντρό παπά, που ήταν πρόεδρος της φιλανθρωπικής οργάνωσης «Φροντίδα», να βγαίνει από την εκκλησία κρατώντας ένα πρόσφορο. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του ενστικτωδώς, αλλά το τράβηξε αμέσως πίσω, όταν κατάλαβε τι είχε κάνει. Εκείνος μιλούσε συνεχώς στο κινητό του. Για μια στιγμή σταμάτησε, την κοίταξε στα μάτια και την ρώτησε αν θέλει κάτι. Έβαλε τα κλάματα. Η μητέρα της ήταν αυστηρή με αυτά.
«Ποτέ δεν θα καταδεχτείς να ζητιανέψεις», της είχε πει.
Ο παπάς κατάλαβε, αλλά ήταν κατηγορηματικός:
«Λυπάμαι, αλλά αυτό το πρόσφορο προορίζεται για τη θεία ευχαριστία. Δεν μπορώ να το κόψω πριν τη λειτουργία».
Έλεγε κι άλλα, αλλά αυτή δεν τον άκουγε. Έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε ντροπιασμένη. Δεν ήθελε να μάθει η μητέρα της ότι ζητιάνεψε. Πεινούσε όμως, πεινούσε πολύ. Έπρεπε να βρει μια λύση. Πέρασε από την κληματαριά του Θύμιου. Τα σταφύλια ήταν καταπράσινα στην αρχή του σχηματισμού τους. Αδύνατο να φαγωθούν από τα μέσα Ιούνη. Έπρεπε να περιμένει ως το τέλος Αυγούστου γι’ αυτό. Παρατήρησε τότε τις τρυφερές κληματσίδες. Έκοψε μια και την μασούλησε. Ήταν λίγο ξινή, αλλά πήγαινε κάτω ευχάριστα. Συνέχισε να κοροϊδεύει την πείνα της μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα ο Θύμιος, που μόλις είχε επιστρέψει από το προπατζίδικο με τα φρουτάκια, και την αγρίεψε:
«Τι κάνεις, παλιόπαιδο; Γιατί χαλάς την κληματαριά μου;»
Έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έφυγε βιαστική. Δεν τόλμησε να περάσει από τον φούρνο, γιατί δεν θα άντεχε τόσες λαχταριστές μυρωδιές. Είδε τότε την Ευτέρπη, τη γυναίκα του Βαγγέλη, που κανείς δεν ήξερε πώς τα έβγαζε πέρα, (κάτι είχε ακουστεί ότι διακινούσε ουσίες), αλλά ποτέ δεν τους είχε λείψει τίποτα, να αρπάζει το μισοφαγωμένο κουλούρι Θεσσαλονίκης που μασουλούσε η μικρή της κόρη, και να το πετά στο δρόμο νευριασμένη:
«Αφού σου είπα, Βίκυ, πέταξέ το. Έπεσε κάτω, λερώθηκε, δεν κάνει να το φας. Άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτική!»
Η Ροδούλα είδε ένα αδέσποτο που ετοιμαζόταν να το αρπάξει, αλλά έριξε μια βουτιά και πρόλαβε να το πάρει αυτή. Άρχισε να το τρώει με βουλιμία. Πόσο νόστιμο που ήταν! Πώς δεν το είχε προσέξει τόσο καιρό! Το σουσάμι ολόγλυκο σαν μέλι. Κρίμα που ήταν το μισό, αλλά κι αυτό ήταν αρκετό για να κοροϊδέψει την πείνα της.
Στο σπίτι η μητέρα της, η Ρηνιώ, προσπαθούσε να βρει μιαν άκρη. Την άκουσε που μονολογούσε:
«Μου είπε ο Βασίλης ότι θα μου δώσει δουλειά, αλλά από τον άλλο μήνα που θ’ ανοίξουν. Μέχρι τότε πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Ήταν ανάγκη να ξεσπάσει κι αυτή η αναθεματισμένη πανδημία; Σιγά την πανδημία! Με εκατόν ογδόντα νεκρούς, μόνο τέτοια δεν είναι. Μάλλον μας κοροϊδεύουν. Κάτι άλλο πρέπει να έχουν στο μυαλό τους, θα μας πεθάνουν…
Η Ροδούλα είναι στην ανάπτυξη, εννιά χρονών, θέλει τροφή κι η Ανθή το ίδιο. Έκλεισε τα πέντε το καημένο κι εγώ την παρηγορώ με τα μπισκότα που πέταξε η Βούλα. Πρόλαβα κι εξαφάνισα το κουτί. Αν καταλάβαινε πως είναι σκυλοτροφή, θα τα έβαζε στο στόμα της; Τι να κάνω, θεέ μου;».
Ευθύς μετάνοιωσε γι’ αυτό που είπε:
«Είπα, θεέ μου; Πού είναι τώρα που τον χρειαζόμαστε; Μα, όταν πεινάει ένα παιδί, θεός δεν υπάρχει, το έγραψε κι ο Καζαντζάκης».
«Μαμά, μαμά!», της φώναξε η Ροδούλα, και προσπάθησε να χαμογελάσει.
Εκείνη έγειρε το κεφάλι. Δεν είχε τη δύναμη να την κοιτάξει στα μάτια:
«Έφαγες τίποτα, καρδούλα μου;», τη ρώτησε, προσπαθώντας να κρύψει ένα δάκρυ.
«Ναι, αμέ, κάτι βρήκα. Εσύ, μανούλα, έφαγες;», της απάντησε, κι αυτή αναστέναξε:
«Μην ανησυχείς, κάτι έβαλα στο στόμα μου κι η αδερφή σου επίσης. Τώρα όμως θα ξαπλώσεις νωρίς, σαν καλό κορίτσι, κι αύριο θα πάμε στο φούρνο να πάρουμε ψωμί».
Μια κουβέντα ήταν κι αυτή. Με τι χρήματα; Χιλιομετάνοιωσε που έδωσε το νοίκι με τα τελευταία της Ευρώ. Σιγά το αχούρι που ζούσαν, κι ήθελε τριακόσια Ευρώ, ο εβραίος. Όμως αυτή ήθελε να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις της. Ούτε ήθελε να ξεπέσει και να παρακαλέσει κανένα. Δεν την πείραζε που πεινούσε. Τα αγγελούδια της όμως έπρεπε να βάλουν κάτι στο στόμα τους, πριν πεθάνουν από την πείνα.
Δεν πέρασε από το μυαλό της να γυρέψει από τον Νικόλα, τον συνταξιούχο λιμενικό. Έβλεπε τα μάτια του πώς την έγδυναν, όταν συναντιούνταν. Προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πουλήσει το κορμί της.
«Θα του ζητήσω βερεσέ», αποφάσισε, «Η μισή ντροπή δική μου, κι η μισή δική του. Δεν έχω άλλο δρόμο».
Η νύχτα πέρασε άσχημα και για τις τρεις. Όταν ο Μορφέας καταδεχόταν να τις πάρει στην αγκαλιά του, έρχονταν τα λαχταριστά όνειρα να τις χορτάσουν. Εκεί να δεις τσιμπούσια που έκαναν με όλων των ειδών τα καλά. Αχνιστά ταψιά με κρέας και πατάτες, πίτσες, ψωμί, πολύ ψωμί, φρούτα και γλυκά χιλιολογίτικα. Μπακλαβάδες, κανταΐφια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, γλυκά του κουταλιού, πάστες, παγωτά…
Την επόμενη μέρα η Ρηνιώ έδωσε το τελευταίο μισό μπισκότο στην Ανθή, άνοιξε την τηλεόραση στα παιδικά, πήρε από το χέρι τη Ροδούλα και κίνησαν για το φούρνο. Οι παραλίες του νησιού πέρυσι, τέτοια εποχή ήταν γεμάτες τουρίστες και τώρα δεν φαινόταν κανένας. Πάλι η πανδημία, ανάθεμά την.
Τούτο το νησί ζούσε αποκλειστικά από τον τουρισμό. Όλες οι υποδομές του είχαν σχεδιαστεί για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Ξενοδοχεία κάθε κατηγορίας φύτρωναν παντού, όπως οι ανεμώνες την άνοιξη. Όσοι είχαν μεγάλα διαμερίσματα, είχαν φροντίσει να τα κόψουν στα δύο, για να νοικιάζουν το ένα. Μερικοί το είχαν παρακάνει μάλιστα, και κοιμούνταν στα κοτέτσια, που είχαν φροντίσει ν’ απαλλάξουν από τους φτερωτούς ενοίκους τους.
Το ξενοδοχείο που δούλευε θα άνοιγε από την πρώτη του επόμενου μήνα. Όσο κι αν είχε παρακαλέσει τον Βασίλη να της δώσει κανένα μεροκάματο, τώρα που γίνονταν οι εργασίες καθαρισμού κι ετοιμασίας, εκείνος είχε προτιμήσει την Καίτη, τη φοιτήτρια, με το αγαλμάτινο κορμί και τα τροφαντά στήθη.
Η Ροδούλα δίπλα της δεν ήταν καλά. Το στομάχι της δεν το αισθανόταν. Άρχισε να ζαλίζεται, αλλά δεν είπε τίποτα στη μητέρα της. Της είχε μοιάσει, δεν ήθελε να την στενοχωρά. Ονειρευόταν ένα πιάτο φαγητό, έστω και λειψό, να το τρώνε μαζί με την αδερφούλα της. Δεν είχε προτίμηση στα φαγητά. Αρκεί να υπήρχε στο τραπέζι, κι αυτή θα το έτρωγε χωρίς γκρίνια.
Πέρασαν από το ψιλικατζίδικο. Είδε το ψυγείο με τα παγωτά. Αχ να μπορούσε να έχει ένα! Μόνο μια γλυψιά από παγωτό ήταν αρκετή γι’ αυτή τώρα. Προσπάθησε να σκουπίσει τα σάλια της. Η μαμά δεν της είπε τίποτα. Από μέσα της έκλαιγε.
Φτάνοντας στο φούρνο είδε τον νευρικό Μελέτη να κυνηγά δυο τσιγγανάκια φωνάζοντας:
«Ου να μου χαθείτε, ελεεινά. Μόνο να ζητάτε είστε μαθημένα. Τόσα επιδόματα παίρνουν οι πατεράδες σας, δεν τους φτάνουν; Να μην ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ, το ακούτε;»
Η καρδιά της Ρηνιώς ράγισε:
«Ωχ, σε κακή στιγμή ήρθαμε. Με τι καρδιά να του ζητήσω ένα κομμάτι ψωμί τώρα;», σκέφτηκε.
Στάθηκε πίσω από τον πελάτη που εξυπηρετούσε ο Μελέτης και περίμενε. Σε μια στιγμή ένοιωσε το χεράκι της Ροδούλας να βαραίνει και την είδε να σωριάζεται στο πάτωμα.
«Παιδί μου!», φώναξε, «Παιδάκι μου, ξύπνα, θα φάμε, Ροδούλα μου…»
Η Ροδούλα δεν θυμάται τίποτα. Ούτε το ασθενοφόρο που την πήρε, ούτε τους ορούς στο νοσοκομείο, ούτε τις κούπες με το γάλα που της πρόσφεραν. Κάθεται ήρεμα μαζί με την αδερφή της και κρατούν τις κούκλες που έφεραν οι γειτόνισσες.
Τώρα στο σπίτι τους μπαινοβγαίνουν πολλοί, γνωστοί και άγνωστοι κι ο καθένας κάποιο πεσκέσι τους φέρνει. Φυσικά κανένας δεν ήξερε τίποτα. Όλοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους:
«Μα να μην μας πείτε μια κουβέντα! Τόσες μέρες νηστικοί! Ντροπής πράγματα!».
Ήρθε ο Νικόλας μ’ ένα κομμάτι κρέας από το αρνάκι που του πρόσφερε κάποιος, επειδή μεσολάβησε στο βουλευτή για να πάρει άδεια να χτίσει ξενοδοχείο.
«Ό,τι χρειαστείς, μη διστάσεις», είπε στη Ρηνιώ, κλείνοντάς της το μάτι.
Εκείνη αρκέστηκε σ’ ένα ξερό ευχαριστώ και του γύρισε την πλάτη. Θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να του ζητήσει οτιδήποτε, γιατί γνώριζε το αντίτιμο που θα ήταν υποχρεωμένη να του προσφέρει.
Ήρθε ο Θύμιος με μια τσάντα γεμάτη τρόφιμα, γελαστός τούτη τη φορά, γιατί είχε κερδίσει στα φρουτάκια διακόσια Ευρώ, τα οποία θα τα έχανε την επομένη. Φυσικά έκανε ότι δεν θυμόταν τις κληματσίδες.
Ήρθε κι η Ευτέρπη μ’ ένα ταψί παστίτσιο, μαζί με την κόρη της πάντα. Τη σκηνή με τη βουτιά που έκανε η Ροδούλα για ν’ αρπάξει το μισοφαγωμένο κουλούρι, δεν την ανάφερε καν. Καλύτερα να νομίζουν ότι δεν την είχε δει.
«Αν το ήξερα, Ρηνιώ μου, τι λες, έτσι θα σας είχα αφήσει; Ο άντρας μου με μάλωσε και μου είπε να τρέξω να σας βοηθήσω. Έχει βοηθήσει αυτός πολύ κόσμο».
Ήρθε κι ο σπιτονοικοκύρης τους, ο εβραίος, όπως τον έλεγε η Ρηνιώ, μ’ ένα βαζάκι γλυκό του κουταλιού. Σκεφτόταν να της πει κάτι για το νοίκι του επόμενου μήνα, προς στιγμήν σκέφτηκε να τους το χαρίσει, αλλά τελικά τέτοιο λόγο δεν έβγαλε από το στόμα του.
Ο παπάς έχει αναλάβει την τροφοδοσία τους. Τον ακούει να λέει στη μητέρα της:
«Εμείς τι κάνουμε εδώ, κυρία Ρηνιώ; Χριστιανή μου, δεν σου έκοψε να με πάρεις ένα τηλέφωνο! Η εκκλησία πάντα στέκεται αρωγός σε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη. Όχι και να πάθουν τίποτα τα αγγελούδια σου από την πείνα. Δεν υπάρχουμε εμείς; Ολόκληρο σύλλογο έχουμε. Θα σταθούμε δίπλα σου. Από τούδε και στο εξής δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς για φαγητό, γιατί θα το φέρνουμε εμείς.».
Λέει κι άλλα, αλλά η Ροδούλα δεν τον ακούει πια. Θυμάται το λαχταριστό πρόσφορο, εκείνο που αρνήθηκε να της δώσει μια μπουκιά.