Ο χρόνος είναι ένας τροχός που γυρίζει αενάως με την ίδια ταχύτητα, (γι’ αυτό υπάρχουν αντιρρήσεις), πάντα προς τα εμπρός, όπως ο τροχός του ποδηλάτου. Καθώς γυρίζει, πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Επειδή αυτό φαίνεται δυσνόητο, ας το κάνουμε πιο λιανά:
Το μέρος του τροχού που έφυγε, αυτό που πάτησε τη γη, αν το δούμε σαν ποδήλατο, πέθανε, χάθηκε, για να ξαναγεννηθεί όταν γυρίσει πάλι μπροστά μας. Αυτό δεν έχει τελειωμό, καθώς ο τροχός γυρίζει συνεχώς, ασταμάτητα.
Αν σταματήσει, θα πάψουν να υπάρχουν τα πάντα, γιατί χώρος και χρόνος είναι δεμένοι μαζί. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο χρόνος γεννά τη ζωή και τον θάνατο, και πιο ποιητικά, χορεύει μαζί τους.
Λέμε ότι ο χρόνος φεύγει, χάνεται και πίσω δεν γυρνά. Πάνω σ’ αυτό είναι χτισμένες οι περισσότερες φιλοσοφίες, όμως τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο δεν χάνεται και τίποτα δεν πάει χαμένο, καμία κίνηση, κανένας λόγος.
Σ’ όλες τις χημικές αντιδράσεις όσα στοιχεία ενώσεις, τόσα θα πάρεις, με άλλη μορφή φυσικά, αλλά ποτέ λιγότερα ή περισσότερα. Γιατί ο χρόνος ν’ αποτελεί εξαίρεση; Μια αντίδραση – εξίσωση είναι κι αυτός, που το σοφό μας μυαλό δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφήσει, αλλά θέλω να πιστεύω ότι ο καιρός είναι εγγύς γι’ αυτό.
Λέμε ότι τίποτα δεν είναι ικανό να κάνει το χρόνο να γυρίσει πίσω. Τίποτα; Όχι ακριβώς. Αυτό μπορούν να το κάνουν με απόλυτη ακρίβεια οι ελικοειδείς αποφύσεις του εγκεφάλου μας. Κλείνουμε τα μάτια και μπροστά μας φανερώνονται οι σκηνές που ζήσαμε στο παρελθόν ατόφιες, σαν να συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μπορούμε να «δούμε» και στιγμές που δεν έχουμε ζήσει, που συνέβησαν πολύ παλιά, πριν γεννηθούμε, να τις φανταστούμε δηλαδή. Άρα μπορούμε να ανασυνθέσουμε το χρόνο. Κι όλα αυτά από το θαυμαστό ένοικο του κρανίου μας, τον παρεξηγημένο εν πολλοίς.
Το ζήτημα χρόνος είναι τεράστιο για να αναλυθεί από ένα μη φυσικό και μη επαΐοντα του θέματος, όπως εγώ. Γράφω αυτά που καταλαβαίνω, όπως τα καταλαβαίνω.
Πρώτα απ’ όλα διαφωνώ με τις έννοιες χαμένος ή κερδισμένος χρόνος, γιατί όπως προανέφερα, δεν υπάρχει τέτοιος χρόνος.
Απλά το δικό μας μυαλό τον αντιλαμβάνεται έτσι, ανάλογα με το τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε. Είναι δηλαδή μια δυνητική συνάρτηση, που όμως δεν επηρεάζει σε τίποτα τη ροή του, παρά μονάχα εμάς, τις φιλοδοξίες ή την ματαιοδοξία μας.
Λέμε πως όταν καθόμαστε άπραγοι, ότι χάνουμε το χρόνο μας. Πόσο λάθος! Ο Ντα Βίντσι ζωγράφιζε τη μια μέρα και την άλλη καθόταν αμίλητος επί ώρες και κοιτούσε τι είχε φτιάξει, χωρίς να κάνει τίποτα. Είστε σίγουροι όμως ότι δεν έκανε τίποτα; Κι όμως έκανε πολλά. Απλά παρατηρούσε. Γέμιζε το μυαλό του εικόνες που έπρεπε να τις αποδώσει στον πίνακα.
Αν καθίσετε στην Οία το λιόγερμα να θαυμάσετε το ηλιοβασίλεμα, τι νομίζετε, δεν κάνετε τίποτα; Νεκρώνονται εκείνη τη στιγμή οι εγκεφαλικές σας λειτουργίες; Αν καθίσετε στο Σούνιο, στον ναό του Ποσειδώνα και αφήσετε τον άνεμο να σας μιλήσει, νομίζετε ότι πήγε χαμένος ο χρόνος σας;
Ο χρόνος ούτε χάνεται, ούτε κερδίζεται, απλά υπάρχει και ρέει αενάως. Το πώς τον αντιλαμβανόμαστε εμείς και πώς τον εκμεταλλευόμαστε δεν έχει σχέση με τη ροή του, που δεν αλλάζει ό,τι κι αν κάνουμε, αλλά με τη δική μας αντίληψη και μόνο.
Ουδείς είναι σε θέση, (ακόμα), να τον επηρεάσει. Να τον τεντώσει ή να τον σφίξει, όσο κι αν ο Άλμπερτ απέδειξε ότι ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται. Ναι, έτσι συμβαίνει, αλλά πάντα σε σχέση με κάτι άλλο και συγκεκριμένα σ’ αυτή την περίπτωση σε σχέση με την ταχύτητα που εμείς κινούμαστε.
Αν το φως ήταν άνθρωπος, κάντε μια προσπάθεια να φανταστείτε πώς θα έβλεπε τα πάντα γύρω του. Σίγουρα θα χρειαζόταν ειδικά αισθητήρια όργανα για να δει, τη στιγμή που τρέχει με 360.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Γι’ αυτό το λόγο οι συγγραφείς φαντασίας βάζουν τους ανθρώπους να καβαλάνε τις αχτίνες του ήλιου για να ταξιδέψουν στο σύμπαν. Ίσως και γι’ αυτή την κατάκτηση ο χρόνος να είναι εγγύς.
Μπορεί να δαμαστεί ο χρόνος; Μπορούμε να τον κάνουμε ζάφτι; «Όχι», θ’ απαντήσετε, κι έχετε δίκιο. Θα συμπλήρωνα, «Όχι ακόμη», γιατί κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό. Όμως, κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε να το κάνουμε.
Όταν, για παράδειγμα, λέμε: «Θα τα πούμε του χρόνου», πιστεύουμε κι ελπίζουμε πως αυτό που λέμε θα γίνει τον επόμενο χρόνο. Κλαδεύουμε τα λιόδεντρα για να καρποφορήσουν. Τη στιγμή που κάνουμε αυτή την εργασία, τα «βλέπουμε» να έχουν γεμίσει καρπό. Αν πάλι τα αφήσουμε ακλάδευτα, πάλι τα «βλέπουμε» να έχουν ελάχιστο καρπό.
Όλα αυτά βέβαια σε βάθος χρόνου. Το ίδιο κάνουμε όταν φυτεύουμε κηπευτικά ή εκτρέφουμε ζώα. Το κάνουμε υπολογίζοντας στο χρόνο. «Αγάλι – αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι».
Αυτό είναι επίτευγμα του ανθρώπινου μυαλού, αφού κανένα ζώο δεν έχει μάθει να υπολογίζει το χρόνο. Μοναδικές εξαιρέσεις τα μυρμήγκια και οι μέλισσες, που αποθηκεύουν τροφή για το χειμώνα, επειδή γνωρίζουν ότι τότε δεν πρόκειται να την βρουν πουθενά.
Συνοψίζοντας τις σκέψεις αυτές συμπεραίνουμε ότι ο χρόνος είναι ο μοναδικός διαφεντευτής στο σύμπαν κι από τη στιγμή της δημιουργίας του, τη Μεγάλη Έκρηξη δηλαδή, όταν άρχισαν να ρέουν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες, τα δισεκατομμύρια των ετών, αυτός κουμαντάρει το σύμπαν, είτε αυτό είναι άπειρο, είτε πεπερασμένο, είτε ένα, είτε πολλά.
Συμπαθάτε με αν σας ζάλισα, δεν ήταν στις προθέσεις μου, απλά ήθελα να δείξω πόσο μικροί κι απειροελάχιστοι είμαστε, (ακόμα), μπροστά στο χρόνο. Παρόλα αυτά όμως δεν το βάζουμε κάτω με τίποτα, κι εκεί φαίνεται η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, στην προσπάθεια που κάνει να τον εννοήσει και να τον δαμάσει, που την εκφράζει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη:
«Πολλά τα δεινά, αλλά από τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο!».