Την 15/8/20 γιορτάσαμε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στα νερά της Τρύπης, στο γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας που θεμελιώθηκε επί των Βυζαντινών Παλαιολόγων. Μετά το πέρας της λειτουργίας, καθίσαμε δίπλα, στο κέντρο Καρβασαράς, που απ’ τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι, στην πηγή αυτή, έρρεαν άφθονα νερά. Εφέτος ούτε σταγόνα. Ευτυχώς που υπήρχαν κι’ άλλες πηγές στο σημείο αυτό, όπως η τρύπα απ’ όπου υδρεύεται το χωριό και το Βασιλονέρι όπου έπινε νερό η Βασιλοπούλα των Παλαιολόγων, πριν την άλωση της Πόλης. Τότε στην περιοχή μας ζούσε και ο Πλήθων ο Γεμιστός, Φιλόσοφος.
Το μέρος αυτό είναι χαρακτηριστικό για τα νερά του και ο πατριώτης μας Ηλίας Ασπιώτης στις αρχές του περασμένου αιώνα, σκάλισε τον βράχο κι έφτιαξε το κέντρο αυτό, όπου τις γιορτές πηγαίναμε να δροσιστούμε και να πάρουμε ένα αναψυκτικό, εμείς τα παιδιά και οι μεγάλοι να γιορτάσουμε τρώγοντας, πίνοντας ή ακόμα και χορεύοντας. Θυμάμαι την εποχή μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, τον κ. Γιώργο να χορεύει με την χαριτωμένη μνηστή του, το τραγούδι στο δίσκο «Να χτυπούν τα ντακουνάκια στο τσιμέντο τα πλακάκια» κι ο κόσμος να τους χειροκροτεί ολόγυρα στην πίστα. Του το θύμισα το γεγονός αυτό πριν κάμποσο καιρό, σε μεγάλη ηλικία αυτός, αλλά κι’ εγώ και δάκρυσε από συγκίνηση. Την είχε παντρευτεί τότε, με μεγάλο έρωτα την μακαρίτισσα τώρα γυναίκα του, Σταυρούλα.
Έτσι κι εφέτος, μετά το εκκλησίασμα, καθίσαμε έξι άτομα στη σκιά του γερο-πλάτανου, που το τραπέζι μας ακουμπούσε στον κορμό του. Πριν από έναν αιώνα, στο χωριό μας είχαμε έναν φτωχό αλλά μερακλή φερτόν πατριώτη, που όταν έβλεπε νεράκι του άρεσε να φυτεύει κι’ από έναν πλάτανο. Δικό του δημιούργημα λοιπόν, είναι κι αυτός ο πλάτανος. Και στο απέναντι απ’ την Τρύπη Λιοπάσι, που έχουμε τα ελαιοπερίβολά μας, αυτός ο μερακλής πατριώτης, όπου έβλεπε νεράκι το μάζευε, έφτιαχνε μια ποτίστρα για τα ζώα και υδρορροή για τους ανθρώπους, να πίνουν να ξεδιψάσουνε. Εμείς κάναμε χρήση σε μια τέτοια πηγή, 300 μέτρα μακριά από το κτήμα μας που τη λέγαμε «νεράκι», κάτω από έναν πλάτανο, που αυτός είχε φυτέψει. Νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε την προσφορά αυτού του ανθρώπου, που με τον γάιδαρό του μετέφερε ότι υλικό χρησιμοποιούσε στην αφιλοκερδή εργασία του. Θαρρώ ότι τον έλεγαν Θανάση Αλέξη ή όπως αλλιώς τον έλεγαν, το ψάχνουμε.
Άφησα τα έξι άτομα να κάθονται γύρω απ’ το τραπέζι, εφαπτόμενο με τον κορμό αυτού του γεροπλάτανου του Θανάση του Αλέξη και ο νους μου τρέχει αλλού χωρίς να προσεγγίζω τα καλούδια που ήδη έχουν φτάσει στο τραπέζι μας. Το ψητό το αφήνω τελευταίο, όπως μικρός καθισμένοι σε γιορτινό τραπέζι, αφήναμε τη λιχουδιά του πιάτου μας για το τέλος. Αν είχαμε κόκορα η λιχουδιά μου εμένα του μικρού ήτανε πάντα η φτερούγα του κόκορα. Καθόμαστε πολλοί τότε γύρω απ’ το οικογενειακό τραπέζι και ο μαγειρεμένος κόκορας ήταν πάντα ένας. Έπρεπε να πάω στο Γυμνάσιο από το Δημοτικό για να γίνω κι’ εγώ νοματαίος να μου αλλάξουν κι εμένα μερίδα στο οικογενειακό πιάτο.
Συμπλήρωνα όμως το φαγητό μου με ξερά σύκα ή καρύδια ή νωπά φρούτα απ’ τα περιβόλια μας ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Το παράπονό του αυτό μου το εκδήλωσε κι ένας άλλος ομοιοπαθής Βενιαμίν πολυμελούς οικογένειας προ ημερών από άλλο χωριό της περιοχής μας. Τον παρηγόρησα όμως, γιατί, φίλοι μου αναγνώστες τον έκοψα κοτσωνάτο κι’ αυτόν παρά την ηλικίαν μας. Τον πληροφόρησα ότι μία έρευνα στην Αυστραλία έδειξε, ότι όσοι έφυγαν για εκεί από φτωχές χώρες έζησαν καλά χωρίς μεγάλα προβλήματα υγείας. Ενώ τα παιδιά τους με πλούσια διατροφή στα παιδικά τους χρόνια αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας εκεί. Μας έσωσε η φτερούγα του κόκορα λοιπόν, των παιδικών μας χρόνων και μείναμε μακριά από ασθένειες. Βοήθησε προς τούτο η κατοχή και ο εμφύλιος, με τις επί πλέον στερήσεις και κακουχίες μας.
Εν τω μεταξύ, πέρασε η ώρα, έφεραν τα γκαρσόνια στο τραπέζι μας, το ψητό αρνάκι και το γκούλμπασι που την ημέρα εκείνη 15/8/20 γιόρταζε η Παναγιώτα με τον σύζυγό της Βασίλη που είχε τα γενέθλιά του. Είχαμε στην συντροφιά μας και την κόρη της ΑΝΙΤΑ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία και τον άντρα της ΙΝΚΟΡ από τη Σλοβενία και περάσαμε όμορφα. Ο πλάτανος αυτός έχει καλύψει με την σκιά του επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο. Μακάρι να διαθέταμε τη γραφίδα του Παπαδιαμάντη να τον περιγράφαμε, όπως την Βασιλικήν Βελανιδιά του, περιέγραψε εκείνος το έτος 1901, που διαβάσαμε εμείς στο αναγνωστικό μας, την 10ετία του 40 στο Δημοτικό μας Σχολείο, στο χωριό μας, την Τρύπη.
Ευτυχώς που ο πλάτανος έχει βαθύ ρίζωμα και παίρνει υγρασία από τις διπλανές πηγές και δεν επιρρεάστηκε η φυλλωσιά του, από το στέρεμα εφέτος της κοντινής πηγής του. Ποιος ξέρει, ίσως να ξαναβρέξει εφέτος σ’ αυτόν τον αγιασμένο τόπο και να ξανακυλήσουν τα στερημένα νερά του Καρβασαρά μας. Όλα είναι πιθανά σ’ αυτόν το τόπο. Να ρίξει νεράκια ήρεμα χωρίς καταστροφές, που τα έχουμε εμείς οι Λάκωνες απόλυτη ανάγκη. Να δούμε τον χειμώνα τον Ταΰγετο ν’ ασπρίζει απ’ το χιόνι, μέχρις κάτω τα χωριά μας. Όχι μόνο μια πασπάλα στην κορφή του. Να δούμε στα ποτάμια μας να ρέουν τα γάργαρα νερά. Όλα είναι πιθανόν σ’ αυτόν τον τόπο να συμβούν, όπως παλιά. Δεν ζει βλέπεις η γιαγιά μου η Ελένη, να βοηθήσει κι’ αυτή με το θυμιατό της, όπως έκανε τότε θυμά, για να σταματήσει όμως, η βροχή και ήθελαν να προλάβουν πέρα το Μάρτη να μαζέψουν τις ελιές από τα δέντρα, τότε, μια φορά κι’ έναν καιρό, ευλογημένο, όταν έβρεχε ακόμα και στη Λακωνία. Λέτε, φίλοι μου αναγνώστες να έβαλε τότε, μεγάλη δόση στις ευχές της, η γιαγιά μου, η Ελένη; Κι’ άλλαξαν οι καιροί στον τόπο μας; Όλα είναι πιθανά!
Υ.Γ: Πληροφορήθηκα προ ημερών στο χωριό μου ότι ο Θανάσης Αλέξης, είχε κατασκευάσει τις υδρορροές της πηγής του Καραβασαρά στην Τρύπη.