Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους ανθρώπους που τους κλείνουν το στόμα και τους αφαιρούν δια νόμου(!) το δικαίωμα έκφρασης, (εδώ φτάσαμε και πού ’σαι ακόμα!), γιατί δεν φώναξα να τους υπερασπιστώ. Δεν έχει σημασία αν έχουν δίκιο ή άδικο, αυτό δεν μπορώ να το κρίνω γιατί δεν είμαι επαΐων, σημασία έχει ότι έχουν φωνή, αλλά κανείς δεν τους αφήνει να μιλήσουν, κι αυτό δεν είναι σωστό, δεν συνάδει με το δημοκρατικό μας πολίτευμα και οδηγεί τα βήματά μας στη σήψη.
Το περίφημο ρητό του Βολταίρου, «Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να τα λες», πήγε περίπατο. Ο μεγάλος διαφωτιστής ήταν ένας από τους φωτισμένους ανθρώπους που διέλυσε τα σκοτάδια του μεσαίωνα. Τι γίνεται τώρα; Μήπως ξαναγυρίζουμε πίσω; Μήπως οι ιεροεξεταστές εκείνης της εποχής νεκραναστήθηκαν και φόρεσαν υπουργικά κοστούμια;
Σε μια ευνομούμενη χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, πρέπει ν’ ακούγονται όλες οι φωνές. Πού ακούστηκε να διώκονται άνθρωποι, που εκφράζουν αντίθετη γνώμη από την κυβέρνηση, έστω κι αν οι τοποθετήσεις τους είναι λανθασμένες; Μήπως ζούμε στην εποχή των τσάρων; Μήπως του Στάλιν ή του Χίτλερ;
Μήπως γυρίσαμε στην εθνοσωτήριο του 1967; Τότε, (το βίωσα), αν κάποιος έλεγε κάτι εναντίον της «εθνικής επαναστάσεως», οι ασφαλίτες τον έκαναν σηκωτό, τον ανέκριναν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, τον βασάνιζαν και τον έστελναν πακέτο στην Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο και σ’ άλλους τόπους εξορίας, ή σάπιζε στη φυλακή. Λέτε να ξαναζήσουμε τέτοιες στιγμές τώρα; Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό και δυσοίωνο. Μοναδική παρηγοριά είναι όταν βλέπω τους θαμώνες στις καφετέριες και στις ταβέρνες να κάθονται ακόμα έξω, συμπαραστεκόμενοι σ’ αυτούς που (κατόπιν κυβερνητικής απόφασης) δεν έχουν το δικαίωμα να καθίσουν μέσα. Ως πότε όμως; Με τα τσουχτερά κρύα που έρχονται, ποιος θα τολμήσει να καθίσει έξω;
Οι πολίτες Β κατηγορίας θα στερηθούν ακόμα πιο πολλά. Ήδη αρκετοί έχουν στερηθεί του ιερού δικαιώματος στην εργασία, και ουδείς κόπτεται. Τι κατάντια!
Αν όντως είναι επικίνδυνο να συνεχίσουν την εργασία τους, λογικά το κράτος θα έπρεπε να φροντίσει να μετατεθούν σε άλλο πόστο, κι όχι να τους αφήσει να πεινάσουν. Αυτό δεν λέγεται διοίκηση κράτους, αυτό λέγεται εκδικητική μανία και κρίμα σ’ αυτούς που την ασκούν.
Η δεύτερη συγγνώμη που οφείλω να ζητήσω για τον ίδιο λόγο είναι από τους αστυνομικούς που καταδίωκαν τους τρεις κλέφτες αυτοκινήτου. Δεν φώναξα να τους υπερασπιστώ. Οι αστυνομικοί, με τους πενιχρούς μισθούς που παίρνουν, έκαναν τη δουλειά τους και μάλιστα την έκαναν με ζήλο.
Το λυπηρό της υπόθεσης είναι ότι στην καταδίωξη σκοτώθηκε ο δεκαοχτάχρονος από τα πυρά των αστυνομικών. Τι να πεις, όταν χάνεται μια ζωή! Ό,τι κι αν γράψεις, λίγο θα είναι. Όποιος κι αν ήταν ο κλέφτης, δεν του άξιζε ο θάνατος. Όμως, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, εμβόλισαν τις μηχανές των αστυνομικών. Τι έπρεπε να κάνουν τότε; Να τους αφήσουν να φύγουν ανενόχλητοι;
Αν τους υπερασπιστώ δημόσια, (αυτό κάνω άλλωστε), θα πέσουν οι «προοδευτικοί» φίλοι να με κατασπαράξουν. Θα με αποκαλέσουν φασίστα, ρατσιστή και πολλά άλλα. Όχι, φίλοι μου, δεν είμαι τέτοιος. Λυπάμαι για τη ζωή που χάθηκε, αλλά, όπως ήρθαν τα πράγματα, οι αστυνομικοί δεν έφταιγαν. Το λέω ευθαρσώς: Θέλω να ζήσω σε μια ευνομούμενη πολιτεία, χωρίς να φοβάμαι την παραβατική συμπεριφορά των ρομά, και σε μια τέτοια είναι αναγκαία η ύπαρξη αστυνομικών. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, το ίδιο λέει.
Φυσικά υπάρχουν και κάποιοι αστυνομικοί που αμαυρώνουν τη στολή που φοράνε, αλλά νομίζω ότι αποτελούν εξαίρεση. Πιστεύω ότι τα νέα παιδιά κάνουν σωστά τη δουλειά τους, όπως σωστά την έκαναν και οι εφτά που καταδίωξαν τους παραβάτες.
Μη φοβάστε, δεν συμπλέω με τον γραφικό Άδωνι, (πού τον βρήκαν και τον έκαναν υπουργό;), ούτε με τον γελοίο δημοσιογράφο που έφτασε να πει πως πρέπει η κυβέρνηση να κόψει τις συντάξεις σ’ όσους δεν υπακούν στα κελεύσματά της. Συμπλέω με τη λογική, που λέει πως α) ο καθένας είναι λεύτερος να πει τη γνώμη του, όποια κι αν είναι αυτή και β) αν θέλουμε να ζούμε σε μια ευνομούμενη πολιτεία, πρέπει να στηλιτεύουμε τις παράνομες συμπεριφορές απ’ όπου κι αν προέρχονται. Από το χώρο των ρομά, στην πλειοψηφία τους, μόνο τέτοια συμπεριφορά έχουμε εισπράξει. Τι πρέπει να κάνουμε δηλαδή; Να τους αφήσουμε ανενόχλητους να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους; Αυτοί οι άνθρωποι την καλοσύνη την εκλαμβάνουν ως αδυναμία κι αποθρασύνονται. Παθών είμαι, γνωρίζω πολύ καλά πώς κινούνται.
Αφήστε λοιπόν τους αστυνομικούς να κάνουν τη δουλειά τους, αλλιώς πάρτε τους τα όπλα και στείλτε τους να περιπολούν επιδεικνύοντας τις στολές τους. Κι αν πιάσουν και κανένα κλέφτη, να του ζητήσουν και συγγνώμη που τον συνέλαβαν.