Γυφτοσυναναστροφές

Παρασκευή, 13 Μάιος 2022 12:01 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Διήγημα* του Γιώργου Ανωγειάτη.
 

Ο Ρένος Φελόπουλος ήταν διαπρεπής δικηγόρος, πολύ γνωστός στην πόλη μας. Του άρεσαν τα ακριβά ρούχα καθώς επίσης και τα ανάλογα αυτοκίνητα. Είχε βάλει στο μάτι το τελευταίο μοντέλο της Μπεεμβέ, το οποίο δεν άργησε ν’ αποκτήσει. Το βρήκε σε πολύ καλή τιμή, καθώς ο γιατρός που το είχε αγοράσει πριν έξι μήνες, αποφάσισε να το σκοτώσει, για ν’ αποπερατώσει την ανέγερση της πολυτελούς του βίλας στο πιο αριστοκρατικό προάστιο της περιοχής, κοντά σ’ εκείνη του Φελόπουλου.

Αναλάμβανε συνήθως υποθέσεις των γύφτων με μεγάλη επιτυχία και ποτέ δεν έμενε χωρίς δουλειά. Κάθε εβδομάδα θα τον εύρισκες ν’ αγορεύει στην αίθουσα του δικαστηρίου, υπερασπιζόμενος υποθέσεις κλοπής, (συνήθως), αλλά και πολλών άλλων παραβάσεων, όπως διακίνηση ναρκωτικών, ληστείες με κακοποίηση γερόντων, απάτες, σύσταση συμμορίας, βιασμούς και πολλά – πολλά άλλα.

Ως γνωστόν η «συμπαθής» τάξη των ρομά, (πού το βρήκαν αυτό το όνομα, που δεν συνάδει με την Ελληνική γραμματική, για να τους εξωραΐσουν, δεν μπορώ να καταλάβω), σπάνια έως ελάχιστα εργαζόταν κι αν το έκανε, η εργασία τους θα είχε χροιά παρανομίας. Τις περισσότερες φορές η πραμάτεια που διαλαλούσαν στα «ντάτσουν» ήταν κλεμμένη.

Στην πραγματικότητα δεν είχαν ανάγκη να δουλέψουν, γιατί έπαιρναν βαρβάτες επιδοτήσεις, που ξεπερνούσαν κατά πολύ έναν υψηλό μισθό. Η κάθε οικογένεια δήλωνε πως είχε εφτά παιδιά, τα οποία στη συνέχεια δηλώνονταν κι από άλλη. Επίσης κατείχαν διπλές ταυτότητες. Έτσι κάθε πρώτη του μηνός έκλειναν το δρόμο μπροστά από το ταχυδρομείο της πόλης, σηκώνοντας στο πόδι όλη τη γειτονιά με τις φωνές τους, για να εισπράξουν την επιδότηση και στη συνέχεια έσπευδαν στο γειτονικό νομό, για να εισπράξουν κι από εκεί επιδότηση, χρησιμοποιώντας την άλλη τους ταυτότητα. Από απάτες και πλαστογραφίες, άλλο τίποτα!

Από τις λαμπρές τους δραστηριότητες λίγες κατέληγαν στο δικαστήριο, γιατί οι πιο πολλοί δεν προέβαιναν σε καταγγελία, σκεπτόμενοι τη σοφή έκφραση «Με τους γύφτους θα μπλέξεις;». Από την άλλη κι οι αστυνόμοι δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο να προωθήσουν τέτοιες υποθέσεις, λέγοντας στον παθόντα:
«Δεν πρόκειται να βρεις άκρη».
Δεν είχαν άδικο, εδώ που τα λέμε. Άντε και οριζόταν δικάσιμος. Άντε και παρουσιαζόταν ο γύφτος για να δικαστεί, (πολύ λίγες φορές γινόταν αυτό). Άντε και να καταδικαζόταν έξι μήνες με αναστολή, (σύνηθες φαινόμενο), εσένα ποιος θα σε αποζημίωνε για τα κλεμμένα; Κανείς, σίγουρα.

Ο μόνος κερδισμένος θα ήταν πάντα ο κύριος Φελόπουλος, που θα εισέπραττε την αμοιβή του στο ακέραιο. Σ’ αυτόν δεν τους έπαιρνε να κάνουν ζαβολιές, γιατί τον είχαν κάθε μέρα σχεδόν ανάγκη.
Αν περνούσες από την κεντρική λεωφόρο, όπου και το δικαστικό μέγαρο, θα συναντούσες μια πολυπληθή ομάδα γύφτων που ή θα ήταν κατηγορούμενοι, ή θα είχαν έρθει να συμπαρασταθούν στους εναγόμενους. Φυσικά θα σε ξεκούφαιναν με τις φωνές τους.

Ατίθασοι άνθρωποι, μαθημένοι να ζουν μια ζωή τελείως διαφορετική από τη δική μας. Ποτέ τους δεν κλείστηκαν στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού κι αν το έκαναν, αυτό θα κράτησε πολύ λίγο. Όταν το εγκατέλειπαν, το σπίτι θα έμοιαζε βομβαρδισμένο. Μαθημένοι στο τσαντίρι και στην ελευθερία, που στην περίπτωσή τους δεν απείχε καθόλου από την ασυδοσία.

Παλιότερα, εξήντα χρόνια πριν περίπου, δεν ήταν έτσι. Υπήρχαν πολλοί που εργάζονταν στα πορτοκάλια και στο μάζεμα της ελιάς, αλλά και σ’ άλλες δουλειές. Υπήρχαν οργανοπαίχτες, που το όργανο ήταν προέκταση της ψυχής τους, λες και στο αίμα τους κυλούσε η μουσική και χαιρόσουν να τους ακούς.
Δεν έκλεβαν κι αν το έκαναν, ήταν σε πολύ μικρή έκταση. Το συνηθισμένο τους έδεσμα ήταν οι σκαντζόχοιροι, που τους ξεμονάχιαζαν όπου κι αν κρύβονταν. Υπήρχαν οι έμποροι αλόγων και γαϊδουριών, πριν η επέλαση των τρακτέρ εξαφανίσει τα συμπαθή τετράποδα. Υπήρχαν οι καλαθοπλέχτες που με καλάμι και βέργες λυγαριάς έφτιαχναν αριστουργήματα. Υπήρχαν οι γανωματήδες κι οι αγγειοπλάστες. Υπήρχαν γύφτισσες που έλεγαν το φλιτζάνι ή διάβαζαν τη μοίρα στην παλάμη.

Τώρα πια στο μόνο που επιδίδονται και με επιτυχία μάλιστα, είναι οι παραβάσεις κάθε είδους. Όταν δεν ασχολούνται με κλεψιές, βγαίνουν στη ζητιανιά. Ψυχοβγάλτες με πτυχίο. Και τι δεν μηχανεύονται για να σου αποσπάσουν χρήματα. Η γλώσσα τους πάει ροδάνι. Στο τέλος σε καταφέρνουν να τους δώσεις κάτι, αφού σου έχουν γυρίσει τα άντερα ανάποδα με την κλάψα και την αδιάλειπτη απαρίθμηση των συμφορών που τους έχουν βρει. Σαΐνια περιωπής!
Συνήθως ποτέ δεν ξεμένουν από λεφτά, γι’ αυτό υπάρχει κι η παροιμία «Έχεις δει άφραγκο γύφτο ποτέ;».

Δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, δεν ξέρουν γραφή κι ανάγνωση, ούτε έχουν μάθει την ώρα, άσχετα αν φοράνε ρολόγια, σίγουρα κλεμμένα. Η πολιτεία αναγκάστηκε να τους χορηγήσει κι άλλο επίδομα, με την υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Τα στέλνουν την πρώτη εβδομάδα, ώσπου να τσεπώσουν το παραδάκι κι ύστερα ξεχνάνε πού βρίσκεται.

Το δικό τους σχολείο είναι εκείνο που μαθαίνουν από τους πεπειραμένους γονείς, το να γίνουν άσσοι στην κλεψιά δηλαδή. Κατά τη διάρκεια της «μάθησης» αυτής, πολλοί γονείς τα βάζουν να σκαρφαλώνουν στα σπίτια και να παραβιάζουν τις κλειδωμένες πόρτες, εκμεταλλευόμενοι την ευλυγισία τους, για να μπουκάρουν στη συνέχεια αυτοί και να ξαφρίσουν τα πάντα. Δεν διστάζουν ακόμα και να χτυπήσουν ηλικιωμένες γυναίκες, προκειμένου ν’ αρπάξουν την τσάντα τους.

Η καλύτερή τους είναι όταν πλησιάζουν εκλογές. Τότε καταφτάνουν οι λιγούρηδες υποψήφιοι και τους πληρώνουν αδρά, για να εξασφαλίσουν την ψήφο τους. Τα ξεφτέρια των επιτελείων τους έχουν βρει τρόπους να μην τους ξεγελάνε και να ψηφίζουν όποιον θέλουν. Κάποιοι τους δίνουν το φάκελο ανήμερα των εκλογών, έξω από το εκλογικό κέντρο, μαζί με το παραδάκι φυσικά, που κυμαίνεται στα διακόσια Ευρώ το κεφάλι.

Επειδή όμως οι γύφτοι δεν έχουν μπέσα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, κι επειδή έχουν υποσχεθεί σε περισσότερους του ενός υποψηφίους πως θα τους ψηφίσουν, στο τέλος καταφέρνουν να τους ξεγελάσουν και να πάρουν χρήματα απ’ όλους. Εκεί έχει φτάσει η Δημοκρατία, πιο κάτω δεν γίνεται να πέσει.

Φυσικά δεν μιλώ για το πολίτευμα, αυτό είναι το μόνο άριστο, αλλά για τους λειτουργούς του, που μηχανεύονται χίλια μύρια τερτίπια για να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι με τη συμπεριφορά τους αυτή αλείφουν βούτυρο στο ψωμί των εκκολαπτόμενων τυράννων.

Σήμερα ο Φελόπουλος ήταν ιδιαίτερα ευτυχής. Μόλις είχε παραλάβει την αστραφτερή, μαύρη Μπεεμβέ. Λιμουζίνα περιωπής. Σαν υπουργικό αυτοκίνητο έμοιαζε. Την παρκάρισε απέναντι από το δικαστικό μέγαρο, πήρε τον χαρτοφύλακά του κι όλο καμάρι κατευθύνθηκε στα γραφεία των δικηγόρων.

Εκεί τον περίμεναν οι γύφτοι που είχε αναλάβει να ξελασπώσει. Ήταν μια συμμορία ενός εικοσάχρονου και δύο ανηλίκων, που είχαν ρημάξει τις χαλκοσωλήνες ποτίσματος των χωραφιών, αλλά και πολλά καλώδια της ΔΕΗ, που ως γνωστό, είναι σκέτος χαλκός. Τους έδωσε κατευθυντήριες γραμμές, τους πήρε από το χέρι σαν στοργικός πατέρας και μπήκαν στην αίθουσα. Ο συνήγορος των κατηγόρων Χάρης Λεοντάρης με ατράνταχτα στοιχεία κατέδειξε τις παράνομες πράξεις τους και απαίτησε τον εγκλεισμό τους στη φυλακή και γενναία αποζημίωση των θυμάτων. Ειδικά για τα καλώδια της ΔΕΗ υπερθεμάτισε πως η πράξη αυτή στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, αφού ολόκληρα χωριά έμειναν στο σκοτάδι εξ αιτίας των κλοπών.

Ο πρόεδρος, κοντακιανός με σπινθηροβόλα μάτια, έδωσε το λόγο στον Φελόπουλο, που ξεκίνησε με θεατρινίστικο τρόπο την αγόρευσή του:
«Αξιότιμε, κύριε πρόεδρε, πρόκειται για παραστρατημένα παιδιά, για ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και προσπαθούν να επιβιώσουν σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Πριν τους καταδικάσετε, σας ζητώ, σας θερμοπαρακαλώ, να λάβετε υπ’ όψη σας πως πρόκειται για παιδιά, που η κοινωνία τα έχει θέσει στο περιθώριο…».
Συνέχισε στον ίδιο τόνο να ζητά την επιείκεια του δικαστηρίου και να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, πριν τα «παιδιά» στιγματιστούν σαν κλέφτες. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε φασαρία, ο εκκωφαντικός ήχος αντικλεπτικής σειρήνας αυτοκινήτου, χλαλοή και τέλος σειρήνα περιπολικού. 

Ο Φελόπουλος έδειξε να ξαφνιάζεται και σταμάτησε την αγόρευση. Ο πρόεδρος έστειλε τον κλητήρα να πληροφορηθεί τι γίνεται απ’ έξω. Τότε έκανε την εμφάνισή του ο Τάκης Θεοδώρου, ο αστυνόμος, και ρώτησε τον Φελόπουλο αν η Μπεεμβέ με την πινακίδα ΛΚ3296 είναι δική του. Εκείνος έντρομος απάντησε θετικά. Ο αστυνόμος τότε, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να κρύψει το γέλιο του, απευθύνθηκε στον πρόεδρο:
«Κύριε πρόεδρε, πριν λίγο συλλάβαμε δύο ρομά, που, μπροστά στα μάτια μας, έξω από το δικαστικό μέγαρο, με κατσαβίδι προσπάθησαν ν’ ανοίξουν την πόρτα του αυτοκινήτου του κυρίου Φελόπουλου, που αυτή τη στιγμή υπερασπίζεται ενώπιόν σας».


*Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση