Χειμώνας δίχως χιόνια, άνθρωποι δίχως σκέψη! Κι ακολουθούν πολλά ακόμα. Ο ζυγός έχει μπει στο σβέρκο μας κι εμείς, τα βοϊδάκια, ζεμένοι καλά, ακολουθούμε την πορεία που χαράζουν οι ζευγολάτες μας ήρεμα, ήσυχα κι ωραία.
Πόσο ωραία που μας φέρονται! Για όλα έχουν απαντήσεις και μάλιστα πειστικές. Φροντίζουν για όλες μας τις ανάγκες, κατά πώς οι ίδιοι κρίνουν πως πρέπει και δεν ανέχονται φωνές αντίρρησης κι ούτε παράπονα.
Κι εμείς οργώνουμε σκύβοντας το κεφάλι και χαμογελάμε, που έχουμε αποφύγει τα χειρότερα, τα οποία δεν σταματούν να διατυμπανίζουν τα παπαγαλάκια των κυβερνώντων με κάθε τρόπο.
«Τι θέλετε να πείτε; Δεν βλέπετε που στον …. πεινάνε; Στην ….ζεσταίνονται καίγοντας σκουπίδια. Στο ….δεν έχουν ηλεκτρικό. Εδώ έχουμε τα πάντα και σε αφθονία μάλιστα κι εσείς βρήκατε να παραπονεθείτε;».
Η φωνή των αρχόντων σοροπιασμένη κατάλληλα, ειδική για απαίδευτους εγκεφάλους. Το τι θα μπορούσαμε να έχουμε, αν δεν είχαν δώσει «γην και ύδωρ» στους ξένους «επενδυτές», δεν πρόκειται να μας το πουν ποτέ, γιατί αυτοί γέμισαν τις τσέπες τους με μαύρα χρήματα, ξεπουλώντας τη χώρα.
Πόσο πιο ωραία θα περνούσαμε, αν εκμεταλλευόμασταν τον ορυκτό μας πλούτο, που με αμαρτωλές συμβάσεις έχουν παραχωρήσει σε μεγαλοκαρχαρίες του εξωτερικού! Θα αγοράζαμε Ελληνικά κουφώματα αλουμινίου κι όχι Ιταλικά, φτιαγμένα με Ελληνικό μετάλλευμα.
Πόσο πιο ωραία θα ήταν να είχαμε εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών, που είχαμε κάποτε, και να μην είμαστε αναγκασμένοι ν’ αγοράζουμε από τη γειτονική μας χώρα, αμφιβόλου ποιότητας μάλιστα.
Μας ανάγκασαν να ξεριζώσουμε τα αμπέλια μας. Μαζί με αυτά ξεριζώσαμε τις ρίζες της φυλής μας και καταντήσαμε ν’ αγοράζουμε εισαγόμενα κρασιά, που καμία σχέση έχουν με το κοκκινέλι μας. Μας ανάγκασαν, στο όνομα της προόδου, ποιας προόδου άραγε, να κλείσουμε τα εργοστάσια ζάχαρης και πολλά – πολλά άλλα.
Κι έμεινε το λαδάκι μας κι αυτό δεν το φροντίζουμε μείς, αλλά περιμένουμε τις ορδές των Πακιστανών, Αλβανών, Ρουμάνων, Βουλγάρων κλπ εργατών για τη συγκομιδή.
Κάθε πρωί που στρώνω τα λιόπανα μόνος και μαζεύω τις ελιές, νοιώθω πως συνεχίζω αυτό που έκανε οι πατέρας μου, ο παππούς μου κι όλοι οι πρόγονοί μας και παρόλη την κούραση, νοιώθω μια κρυφή χαρά να με πλημμυρίζει. Μιλώ με τα λιόδεντρα, όπως τους μιλούσαν κι αυτοί κι εκείνα με ακούν και με καταλαβαίνουν.
Σκέφτομαι τους άνεργους νέους μας, που ξημεροβραδιάζονται στις καφετέριες, ζώντας από τα επιδόματα, που αφειδώς προσφέρει ο πολύς πρωθυπουργός μας, αλλά και από τη σύνταξη των γονιών τους και λυπάμαι για την κατάντια τους.
Αν τους ζητήσεις να έρθουν στο χωράφι, για να μαζέψουν ελιές, θα σε στραβοκοιτάξουν και θα έχουν ένα δίκιο, εδώ που τα λέμε. Οι πιο πολλοί είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων αφ’ ενός, αλλά και η ζωή που έχουν ζήσει μέχρι τώρα, πόρρω απέχει από τις αγροτικές ενασχολήσεις.
Κι όμως, θα μπορούσαν να έρθουν, έστω δοκιμαστικά και να χαρούν που θα πληρώσουν τη φραπεδιά με δικά τους χρήματα, αποκτημένα από τον ιδρώτα τους.
Τέλος πάντων, από αλλού ξεκίνησα κι αλλού κατέληξα. Να ευχηθώ καλές γιορτές σε όλες κι όλους και να επιστήσω την προσοχή σας για τις επόμενες εκλογές, με την παράκληση ν’ αποφύγετε να ψηφίσετε «τζάκια», ανθρώπους δηλαδή που κουβαλάνε το όνομα του μπαμπά τους προίκα και που δεν έχουν δουλέψει ούτε μια ώρα στη ζωή τους.