
Οι περιπέτειες των προγόνων μας, φίλες και φίλοι μου, ξεκίνησαν -βάσει αυτών που άκουσα και θυμάμαι- λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του ‘21. Έφυγαν οι πρόγονοί μας, κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους, απ’ την περιοχή της Καρύταινας της Αρκαδίας, όπου εκεί τότε δρούσαν οι Κολοκοτρωναίοι και ήλθαν να κρυφτούνε στην Τρύπη, όπου τους παρείχε πολλές κρυψώνες, πολλά νερά και γη να καλλιεργήσουν για να επιβιώσουν. Κατέληξαν στην Κάτω χώρα της Τρύπης, μέσα στο χωριό, όπου υπήρχε ακαλλιέργητη γη τότε, πετρώδης και ανώμαλη, αλλά η άγρια φύση οργίαζε. Ήτανε όμως προσιτή σ’ αυτούς με τα λίγα χρήματα που διέθεταν. Αγόραζαν μικρά κομμάτια γης, καλλιεργούσαν, παρήγαγαν κι επιβίωναν.
Μέριαζαν και έσπαγαν τις πέτρες, έφτιαχναν μάντρες και πεζούλες, μ’ αυτές και σε 100 χρόνια απέκτησαν δύο χωράφια 8,5 στρεμμάτων το ένα, τη λάκκα όπως την ονόμασαν, και 6 στρέμματα το άλλο, με πεζούλες, το Μπιρμπίλι. Κάθε χωράφι ποτιστικό με το σπίτι του. Έφτιαξαν και αμπέλι, σε μακρινή απόσταση και άλλα χωράφια με ελιές και πορτοκαλιές στο λιοπάσι. Παντρεύτηκε ο πατέρας μου Γιώργος το 1916, μοναχογιός, τη μοναχοκόρη μητέρα μου Αναστασία, ένωσαν τις περιουσίες τους των 100 στρεμμάτων περίπου κι έγιναν οι καλλίτεροι του χωριού. Έφυγε ο πατέρας μου στρατιώτης στη Μ.Α. το 1917 και όταν γύρισε σώος το 1922, βρήκε το πρώτο του παιδί Αντρέα, 5 χρονών. Ακολούθησαν 3 κορίτσια και 3 αγόρια. Εγώ είμαι ο τελευταίος, ο Μανώλης, το 1933 γεννημένος. Αν δεν έλειπε ο πατέρας 5 χρόνια στον στρατό, θα είχαμε άλλα 3 αδέλφια. Σύνολο 10 παιδιά, αδέλφια.
Βρήκα τη λάκκα και το μπιρμπίλι κατάφυτα με οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Ποτίζαμε το ένα με 8 ώρες νερό άφθονο απ’ τον Καρβασαρά και το άλλο με 6 ώρες νερό. Πούλαγε ο πατέρας μας την παραγωγή του σε εμπόρους που πολλές φορές ήρχοντο απ’ την Αθήνα, έτσι και επιβιώναμε. Το 1940, 7 χρονών παιδί, είχαμε το έπος το Αλβανικό, με τις καμπάνες του χωριού να χτυπάνε χαρμόσυνα και τον αδελφό μου Αντρέα να είναι στο μέτωπο φαντάρος. Γνώρισα την Κατοχή και τον εμφύλιο αργότερα. Είχαμε σαν οικογένεια τις περιπέτειές μας, με τρεχάματα και φυλακίσεις. Ζούσαμε όμως με ό,τι παράγαμε. Το 1941-1942 στην πείνα, φιλοξενούσαμε οικογένειες απ’ την Αθήνα τον χειμώνα. Μας βοηθούσαν στο μάζεμα της ελιάς και έφευγαν με το λάδι τους να ζήσουν στην Αθήνα της πείνας, γιατί οι Γερμανοί κρατούσαν τα προϊόντα για τον εαυτό τους στην Κατοχή.
Ο κόσμος μας πωλούσε τα έπιπλά του, τα τιμαλφή ακόμα και τα σπίτια τους στους Μαυραγορίτες για να ζήσουνε, για ένα κομμάτι ψωμί ή λίγο λάδι… Ευτυχώς που ενώθηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον των Γερμανών του φασίστα Χίτλερ. Ελευθερώθηκε ο Κόσμος και άρχισε τα ειρηνικά του έργα. Άρχισε να αναπτύσσεται οικονομικά, να κερδίσει τον χαμένο χρόνο της φθοράς.
Εμείς οι Έλληνες συνεχίσαμε τον εμφύλιό μας πόλεμο, το έχουμε στο αίμα μας. Από αρχαιοτάτων χρόνων. Πάνω που είπαμε δόξα τω Θεώ σαν οικογένεια και αρχίσαμε να συμμαζεύουμε το βιός μας από τα καμένα σπίτια μας και τις λεηλασίες που υποστήκαμε, ξανά μανά τα ίδια, μεταξύ μας τώρα. Πόλεμος μεταξύ μας, με φθορές και λεηλασίες. Εκτός απ’ τους φόνους, φωτιές και λεηλασίες οι πόλεμοι έχουν συνέπειες στις ψυχές των παιδιών. Τα έχω γράψει και τα έχω δημοσιεύσει στον «ΛΤ». Φίλες και φίλοι μου, την πρώτη φορά, ένοπλοι Μυστριώτες με πήραν απ’ το σπίτι και με οδήγησαν στη Μαρμάρα του Μυστρά. Στον αρχηγό τους Δημητρακάκη. Με άφησε ο αρχηγός γιατί γνώριζε τον πατέρα μου. Ήτανε Πρόεδροι στα χωριά τους. Στον δρόμο της επιστροφής μου επιτέθηκαν αρκετά μεγαλύτερα παιδιά. Το’ σκασα μέσα στα χωράφια κι’ έφτασα στα Πικουλιάνικα χωρίς παπούτσια, με γδαρμένα τα πόδια μου. Μια κυρία με οδήγησε στο δρόμο για Τρύπη. Έφτασα στο σπίτι αργά την νύχτα. Η γιαγιά Ελένη με χάιδευε και με ξεψείριζε. Κοιμήθηκα στην αγκαλιά της. Την επομένη μέρα ήλθε εντολή να φύγουμε για την Αλαγονία, όλο το χωριό.
Το άλλο επεισόδιο έγινε την πρώτη χρονιά του 1947. Η μητέρα μου στην μικρή κουζίνα φτιάχνει λουκουμάδες. Δυο ένοπλοι αντάρτες πλησιάζουν το σπίτι μας τραγουδώντας. Φωνάζουν τη μητέρα μου. Πάρε την κανάτα και δύο ποτήρια να τους κεράσεις, μου λέει. Κατεβαίνω το γεφυράκι και τη σκάλα που ενώνονται τα δυο σπίτια και ανοίγω την εξώπορτα με δυο ποτήρια γιομάτα κρασί. Η μητέρα μου λογομαχεί με τους αντάρτες. Θέλουν τον πατέρα μου, να τον πάρουν στο βουνό. Δεν συμφωνεί και σηκώνει ο ένας το δίκαννο. Ο άλλος το κατεβάζει με ορμή κάτω και εκπυρσοκροτεί στον τοίχο. Τα σκάγια έρχονται στα πόδια μου και τα γεννητικά μου όργανα. Ε, μερικά είναι ακόμα εκεί να μου θυμίζουν το επεισόδιο τώρα στα 93 μου χρόνια. Είναι μερικά πράγματα φίλες και φίλοι μου, που και να θέλεις να τα ξεχάσεις δεν μπορείς με τίποτα. Μακριά, λοιπό,ν από εντάσεις και πολέμους. Δεν έχουν ποτέ καλά αποτελέσματα.
Τέτοια επεισόδια και χειρότερα είχαν πολλά μέλη της οικογένειάς μας στην Κατοχή και τον εμφύλιο και πολλές υλικές ζημιές. Δεν είχαμε όμως θύματα, όπως είχανε άλλοι πατριώτες. Έπρεπε να έλθει η 10ετία του ΄50, για να φροντίσει ο πατέρας μας τα χωράφια, να έχουμε παραγωγή, να παντρέψει τα 3 κορίτσια, να τελειώσει ο Ηλίας την Πάντειο Σχολή, εγώ το Γυμνάσιο, να διοριστούμε. Έπρεπε να βοηθήσουμε κι εμείς τα παιδιά μαζί με τους εργάτες να συνδράμουμε τους γονείς μας, να σκαλίσουμε τ’ αραποσίτια, να μαζέψουμε τα σύκα το καλοκαίρι, η γιαγιά να τ’ απλώνει στις καλαμωτές και να ξεραθούνε, να στεγνώσουνε. Κάναμε όλες τις δουλειές με κέφι, τα κορίτσια της παντρειάς όπως ήτανε, χαριεντίζοντο και φωνασκούσαν δουλεύοντας και αναστάτωναν όλο το χωριό με τα καμώματά τους. Η μητέρα μας απ’ το χαγιάτι τα μάλωνε, τα σκυλιά γάβγιζαν, καμιά φορά γκάριζε κι ο γάιδαρος κι ο μπάρμπα Μήτσος, γείτονάς μας και συγγενής μας, μονολογούσε. «Α, εκεί κάτω φαρσέψανε ζωντανά κι άνθρωποι». Η παραγωγή μας ήτανε μεγάλη όμως.
Απ’ την παραγωγή μας ζούσαν και οι εργάτες της περιοχής αλλά και κάποια παιδιά φίλοι μας, που τη νύχτα πήδαγαν τις μάντρες κι έτρωγαν ό,τι εύρισκαν από φρούτα και λαχανικά. Δύο φίλοι μας, μεγαλύτεροι από εμάς, μας έλεγαν, ύστερα από χρόνια, ότι ένα απόγευμα είχαν ανέβει σε μια μεγάλη κερασιά κι έτρωγαν κεράσια για κάμποσες ώρες. Όταν ο πατέρας μας πήγε εκεί να ποτίσει τον γάιδαρο, αυτοί ήσανε πάνω στο δέντρο. Ο ένας, ο Μπάμπης ο ψευδός, είπε στον Αρχιμήδη σιγανά. «Αρχιμήδη με τα πολλά κεράσια χεχεχέστηκα». Κρατήσου ρε Μπάμπη δεν βλέπεις ότι ο μπαρμπα Γιώργης είναι ακόμη από κάτω;» Μας τα διηγιόντουσαν αυτά και γελάγαμε, μεγάλοι πια όπως είμασταν.
Η παραγωγή πάσης φύσεως, φίλες και φίλοι μου, είναι μεγάλο πράγμα. Υπάρχουν τότε τροφές και προϊόντα γενικά για όλους. Εμένα στα 93 μου που πάτησα προ μηνός, μου αρέσει ακόμα να παράγω. Δεν φοβάμαι ούτε τ’ ανευρύσματά μου, ούτε τα πνευμόνια μου που είναι ελαττωματικά. Θέλω να φύγω όρθιος και να είμαι παραγωγικός προτού ταξιδέψω. Καλλιεργώ λοιπόν, με τα κλασικά εργαλεία μου, κληματαριές για σταφύλια και οπωροφόρα δέντρα στον κήπο μου αλλά και στην Καστέλλα της Μον/σιας. Εκεί ξεχωρίζουν οι συκιές μου για τα σύκα τους, αλλά και οι μουριές μου οι πλατύφυλλες για την καλοκαιρινή σκιά τους, τα μούρα τους την άνοιξη, που τρώνε και οι περαστικοί.
Υ.Γ. Ημέρες γιορτινές της επανάστασης του ΄21, Διωγμό των προγόνων μας απ’ την Αρκαδία και Πάθη και Ανάσταση του Κυρίου μας, έγραψα δυο λόγια για τις περιπέτειες της οικογένειάς μας τα τελευταία 250 χρόνια.
Είμαι ο τελευταίος των Δημητρακοπουλαίων που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρύπη, προσέφερα και προσφέρω ακόμα στις αγροτικές εργασίες και όφειλα να γράψω κάτι γι’ αυτούς που δημιούργησαν, από το τίποτα, στην Τρύπη.
Μας βοήθησαν να επιβιώσουμε σε δύσκολες καταστάσεις, όπως την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εμάς και τους εργάτες μας. Τα παιδιά μας γεννήθηκαν στη Σπάρτη, φτερούγησαν ακόμα μακρύτερα, έχουν καλούς συντρόφους και είναι ευτυχισμένα νομίζω.
Έρχονται και μας βλέπουν, κατά καιρούς, για τα χωράφια δεν έχουν χρόνο, κι έτσι δεν έμεινε τίποτε στην Τρύπη τα εδώσαμε σε άλλους. Μας έμεινε το προικώο στον Καραβά, για το οποίο θα γράψω μελλοντικά.
Καλή Ανάσταση!