Στην Ισπανία και συγκεκριμένα στην Βαρκελώνη στρέφει τα βλέμματα το τελευταίο εβδομαδιαίο επιδημιολογικό δελτίο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), που δημοσιεύτηκε σήμερα, Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου. Αυτό καθώς ο ιός πολιομυελίτιδας εντοπίστηκε σε τυχαίο δείγμα αποβλήτων στην πρωτεύουσα της Καταλωνίας.
Σύμφωνα με το ECDC, οι αρχές της Ισπανίας ενημέρωσαν στις 3 Οκτωβρίου πως εντόπισαν ιό πολιομυελίτιδας σχετιζόμενο με το εμβόλιο (cVDPV2), χωρίς να υπάρχουν στοιχεία τοπικής μετάδοσης. Έξι ημέρες αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου, η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της Καταλωνίας ανέφερε ότι ο ιός εντοπίστηκε σε μεμονωμένο δείγμα αποβλήτων που συλλέχθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου από τη μητροπολιτική περιοχή της Βαρκελώνης.
Όπως έγινε γνωστό, στη συγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας καταλήγει το 36% των αποβλήτων της μητροπολιτικής περιοχής και το 56% των αποβλήτων της πόλης.
Από την ανίχνευση του ιού, όλες οι δομές Υγείας στις κοντινές περιοχές έχουν ενημερωθεί, προκειμένου να ενημερώσουν σε περίπτωση που εντοπίσουν ασθενή με συμπτώματα πολιομυελίτιδας.
Συνήθως, τα δείγματα λυμάτων ελέγχονται κάθε δύο εβδομάδες και, στο παρελθόν, όλα τα δείγματα που συλλέχθηκαν ήταν αρνητικά για τον ιό της πολιομυελίτιδας. Η συχνότητα των δειγματοληψιών και της συλλογής νέων δειγμάτων από την ίδια τη μονάδα επεξεργασίας έχει αυξηθεί, καθώς και από εννέα επιπλέον συλλέκτες που την τροφοδοτούν, προκειμένου να οριοθετηθεί η δυνητικά προσβεβλημένη περιοχή. Επί του παρόντος, όλα τα εργαστηριακά αποτελέσματα από αυτά τα πρόσθετα δείγματα (συνολικά περισσότερα από 16) ήταν αρνητικά.
Σύμφωνα πάντα με το επιδημιολογικό δελτίο του ECDC η επιτήρηση πιθανών κρουσμάτων σε ανθρώπους και λύματα θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος του συναγερμού.
Η ενημέρωση του ΕΟΔΥ
Σε προηγούμενη ενημέρωση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) αναφέρεται πως η οξεία πολιομυελίτιδα είναι μία ιογενής λοίμωξη, η οποία αναγνωρίζεται συνήθως από την οξεία έναρξη χαλαρής παράλυσης.
Χαλαρή παράλυση συμβαίνει σε <1% των λοιμώξεων από τον ιό της πολιομυελίτιδας. Υπολειμματική παράλυση παρατηρείται στο 0.1 – 1% των κρουσμάτων, ανάλογα με τη λοιμοτοξικότητα του στελέχους και πιθανά με γενετικούς παράγοντες (η αναλογία της παράλυσης σε μολυσμένους επίνοσους ενήλικες είναι μεγαλύτερη από ότι σε βρέφη και μικρά παιδιά). Πάνω από 90% των λοιμώξεων είναι είτε ασυμπτωματικές είτε εκδηλώνονται με μη ειδικό εμπύρετο. Άσηπτη μηνιγγίτιδα συμβαίνει στο 1% περίπου των λοιμώξεων. Μία ήπια νόσος εκδηλώνεται στο 10% των λοιμώξεων με συμπτώματα που περιλαμβάνουν εμπύρετο, κακουχία, κεφαλαλγία, ναυτία και έμετο. Αν η νόσος εξελιχθεί σε σοβαρή πάθηση, μπορεί να παρουσιασθούν σοβαρές μυαλγίες και δυσκαμψία αυχένα και ράχης, με χαλαρή παράλυση. Η παράλυση της πολιομυελίτιδας είναι συνήθως ασύμμετρη, με εμπύρετο στην έναρξη. Ο μέγιστος βαθμός παράλυσης ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως εντός 3-4 ημερών. Το σημείο της παράλυσης εξαρτάται από τον εντοπισμό της κυτταρικής καταστροφής στο νωτιαίο μυελό και στο εγκεφαλικό στέλεχος. Τα κάτω άκρα προσβάλλονται πιο συχνά από τα άνω. Παραλύσεις των αναπνευστικών ή/και των προμηκικών μυών (κατάποσης) μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή.
Κάποια βελτίωση της παράλυσης μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης, αλλά παράλυση που παραμένει μετά από 60 ημέρες είναι πιθανό να είναι μόνιμη. Σπάνια, μπορεί να παρουσιασθεί επανεμφάνιση της μυϊκής αδυναμίας, μετά την αποκατάσταση, πολλά χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη («postpolio» σύνδρομο). Δεν θεωρείται ότι αυτό σχετίζεται με την παραμονή του ίδιου ιού. Καθώς έχει τεθεί ο στόχος της παγκόσμιας εκρίζωσης της πολιομυελίτιδας και έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, η πολιομυελίτιδα πρέπει να διακρίνεται από άλλες παραλυτικές καταστάσεις, μέσω της απομόνωσης του ιού από τα κόπρανα. Άλλοι εντεροϊοί (κυρίως τύποι 70 και 71), ιοί echo και coxsackie μπορούν να προκαλέσουν νόσο που μιμείται την παραλυτική πολιομυελίτιδα.
Η πολιομυελίτιδα παραμένει κυρίως νόσος των βρεφών και μικρών παιδιών. Στις λίγες εναπομείνασες ενδημικές χώρες, το 80-90% των κρουσμάτων αφορούν σε παιδιά <3 ετών και ουσιαστικά όλα τα κρούσματα είναι <5 ετών.
Μετά από κλινική και μετά από υποκλινική μόλυνση αναπτύσσεται ανοσία, ειδική του οροτύπου του ιού, που διαρκεί – όπως φαίνεται – για όλη τη ζωή του ατόμου. Δεύτερη προσβολή στο ίδιο άτομο είναι σπάνιο να συμβεί και είναι αποτέλεσμα μόλυνσης από ιό διαφορετικού οροτύπου. Τα βρέφη άνοσων μητέρων έχουν παροδική παθητική ανοσία.1
Λοιμογόνος παράγοντας
Ο ιός της πολιομυελίτιδας ανήκει στο γένος των εντεροϊών, της οικογένειας των pico-rna ιών. Υπάρχουν τρεις ορότυποι του ιού (1,2 και 3). Όλοι οι ορότυποι μπορούν να προκαλέσουν παράλυση. Ο ορότυπος 1 απομονώνεται πιο συχνά από περιπτώσεις παράλυσης και ο ορότυπος 3 πιο σπάνια. Ο άγριος τύπος 2 δεν έχει ανιχνευθεί να κυκλοφορεί από τον Οκτώβριο του 1999. Ο ορότυπος 1 είναι ο ορότυπος που προκαλεί πιο συχνά επιδημίες. Οι περισσότερες περιπτώσεις που συσχετίζονται με εμβόλιο οφείλονται στους τύπους 2 ή 3.1
Υποδόχο
Ο άνθρωπος είναι το μόνο γνωστό υποδόχο του ιού της πολιομυελίτιδας, ο οποίος μεταδίδεται συνήθως από άτομα (ιδίως παιδιά) με ασυμπτωματική – υποκλινική λοίμωξη.
Δεν υπάρχουν ασυμπτωματικοί φορείς, εκτός από ανοσοκατεσταλμένα άτομα.1,2
Τρόπος μετάδοσης
Κυρίως μετάδοση από άτομο σε άτομο, βασικά μέσω της κοπρανο-στοματικής οδού. Ο ιός ανιχνεύεται πιο εύκολα και για μεγαλύτερο διάστημα στα κόπρανα, από ότι σε φαρυγγικές εκκρίσεις. Όπου το επίπεδο υγιεινής είναι υψηλό, η εξάπλωση μέσω φαρυγγικών εκκρίσεων μπορεί να είναι σχετικά πιο σημαντική. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το γάλα, η τροφή και άλλα αντικείμενα μολυσμένα με κόπρανα έχουν ενοχοποιηθεί ως αγωγοί. Δεν υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις εξάπλωσης μέσω εντόμων. Το νερό και τα λύματα ενοχοποιούνται σπανίως.1
Χρόνος επώασης
Συνήθως 7-14 ημέρες για τις περιπτώσεις παράλυσης. Αναφερόμενο εύρος 3-35 ημέρες.1
Περίοδος μεταδοτικότητας
Δεν έχει καθορισθεί σαφώς. Η μετάδοση είναι δυνατή όσο ο ιός αποβάλλεται. Ο ιός της πολιομυελίτιδας ανιχνεύεται στις φαρυγγικές εκκρίσεις σε 36 ώρες και στα κόπρανα σε 72 ώρες μετά την έκθεση στον ιό, σε κλινικές και υποκλινικές περιπτώσεις. Οι ιοί τυπικά παραμένουν στο φάρυγγα για μία εβδομάδα περίπου και στα κόπρανα για 3-6 εβδομάδες, αλλά στους ανοσοκατεσταλμένους η αποβολή ιών μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Τα κρούσματα είναι πιο μολυσματικά τις ημέρες πριν και μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
πηγή: in.gr